Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης
Στον ερωτικό κύκλο της Γης γύρω απ’ τον ήλιο, οι σταγόνες του Παγκόσμιου Ωκεανού γίνονται βροχή, γίνονται χιονοκρύσταλλοι μοναδικοί, γίνονται ευωδιαστά άνθη. Με σιγανά φλάουτα στη λατρεία της Γης ξεκινά η Ιεροτελεστία της Άνοιξης*.
Ετούτη η μέρα πλημμυρίζει φωνές πουλιών. Είναι που ημέρεψε ο καιρός, μετά απ’ τις παγωνιές, τ’ ανεμόβροχα και τα χιόνια του χειμώνα. Τα γυμνά δέντρα γεμίζουν άσπρα και ρόδινα ανθάκια και πίσωθέ τους σκάνε θαλερές κορφούλες τα καινούργια πράσινα φύλλα, όλα εμπιστεμένα στα χαμόγελα του ήλιου, που χαϊδολογάει τρυφερά τα πλάσματα που βρίσκονται μέσα στην αγκάλη της προστασίας του.
−«Είναι ο Απόλλωνας, που επιστρέφει επάνω στον άσπρο κύκνο του, μαζί και μ’ άλλους κύκνους πολλούς, κι επάνω στα φτερά τους αμέτρητα μικρά πουλιά. Κρατεί την χρυσή λύρα του και παίζει την μελωδία της Αρμονίας. Έρχεται από την χώρα των Υπερβορείων, όπου η Άνοιξη είναι παντοτινή και όπου το φως είναι οι λάμπουσες τέλειες Ψυχές. Είναι φως χρυσό τα μαλλιά του, άκοφτα απ’ την ημέρα της γέννησής του, που ανεμίζουνε κυματιστά πάνω απ’ τους τόπους και ξυπνούνε την ζωή. Πηγαίνει στην γενέτειρα πατρίδα του, τη νήσο Αστερία Δήλο, όπου έχει τον ολόλαμπρό του θρόνο.
Είναι ο Απόλλων παιδί του Πατέρα των Θεών Δία και μητέρα του είναι η νύμφη Λητώ», ― μου αφηγείται όλο πάθος η δωδεκάχρονη Ευαγγελία, η πρώτη μου μικρή δασκάλα των παιχνιδιών και των χορών. −«Λένε πως, όταν κοιλοπονούσε έτοιμη να γεννήσει η Λητώ, δεν την χωρούσε ο τόπος, γιατί την εκατάτρεχε η ζήλεια της Ήρας, επίσημης συζύγου του Δία. Γυρνούσε η Λητώ αλλοπαρμένη τόπους πολλούς, όμως πουθενά δεν στέριωνε. Κι ήλθε και πάτησε ένα νησάκι, που κι αυτό ως τότε ταξίδευε,πλέοντας στις θάλασσες του κόσμου.Και ως πάτησε η ετοιμόγενη Λητώ στα χώματά του,το νησί Αστερία έμεινε εκεί ακούνητο, καταμεσής του Αιγαίου Πελάγου κι έλαμψε εκεί και το είπαν : «Δήλος». Εκεί, πλάι σε μια λιμνούλα, μ’ ένα ποταμάκι κι ένα μεγάλο φυτρωμένον φοίνικα, γέννησε η Λητώ δύο δίδυμα θεϊκά παιδιά, την Άρτεμη πρώτα και τον Απόλλωνα μετά, κορίτσι και αγόρι.Τότε,ο Θεός Πατέρας τους εχάρισε στο καθένα τα δώρα του τα θεϊκά : τόξο και φαρέτρα με χρυσά βέλη, για να προστατεύουν τη ζωή και τον κόσμο από κοντά και από μακριά. Κατόπιν, πήρε ο Απόλλωνας τη λύρα, χάρισμα του μικρότερου αδελφού του Ερμή, και με αυτό το γλυκόλαλο όργανο μαγεύει καθέναν,που το ακούει,και τον ανεβάζει στα φωτεινά παλάτια του,όπου οι Μούσες Θεραπαινίδες τού δείχνουν τα θαύματα του κόσμου. Αυτός είναι ο Απόλλων, που τώρα έρχεται, φέρνοντας την Άνοιξη από την Υπερβορεία, πετώντας μαζί με τους άσπρους κύκνους του».
Κοιτάζω κατά Βοριά : τα βλέπω κάτι άσπρα φουσκωμένα συννεφάκια να έρχονται ανάλαφρα μέσα στο χρυσογάλανο φως. Κι ανάμεσά τους τώρα διακρίνεται ένα μεγάλο λάμδα Λ που ολοένα μεγαλώνει κι είναι αυτό το πέταγμα των κύκνων του Απόλλωνα, που φέρνουνε την Άνοιξη στα φτερά τους. Η μουσική «των οιωνών της ΄Ανοιξης»* πλημμυρίζει χαρμόσυνα ουρανό και γη.
−«Τώρα γυρίζει κι η Περσεφόνη από τον Κάτω Κόσμο »- συνεχίζει η Ευαγγελία. «Όλον τον χειμώνα την έκλαιγε η μάνα της, η Δήμητρα, γιατί την είχε χάσει ξαφνικά. Άνοιξε η γη και την κατάπιε. Καθώς σεργιανούσε στα ανθισμένα λειβάδια με τις φίλες της, την είδε ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου, ο Άδης, την ερωτεύτηκε και την άρπαξε στα σκοτεινά βασίλειά του. Την έψαχνε η μάνα της απαρηγόρητη. Όταν ο Ήλιος, που όλα τα βλέπει, της φανέρωσε τι είχε συμβεί, η θεά Δήμητρα, αγανακτησμένη μάρανε όλα τα φυτά και στέρεψε όλα τα νερά. Όλα τα ζωντανά υπόφεραν και πέθαιναν. Μετά, ανέβηκε στον Όλυμπο και ζήτησε δικαιοσύνη από τον ανώτατο δικαστή και Πατέρα Θεών κι ανθρώπων. Τότε ο Δίας διέταξε η Κόρη Περσεφόνη να γυρίσει στον φωτεινό κόσμο κοντά στη μητέρα της και μόνον τρεις μήνες του χρόνου να επιστρέφει στον σύζυγό της, που του άλλαξε το όνομα και τον είπε Πλούτωνα.
Έστειλε ο Δίας τον αγγελιοφόρο του Ερμή, τον ψυχοπομπό και πήρε την Περσεφόνη από τον Κάτω Κόσμο και την οδήγησε στη Μητέρα της Δήμητρα. Από τη μεγάλη χαρά της, τότε η θεά Δήμητρα ξύπνησε όλη την φύση, ν’ ανθίσει και να καρποφορήσει και να χαίρονται όλα τα ζωντανά του Κόσμου μας».Αυτό γίνεται σε κάθε κύκλο του χρόνου.
Μου γνέφει από τα ρόδινα ανθάκια το ολόχαρο πρόσωπο της πανέμορφης Περσεφόνης. Πώς να κρατήσουμε αυτή την ομορφιά, να ’ναι παντοτινή;;
−Τι είναι αυτές οι μουσικές π’ ακούγονται από την πόλη;
−Είναι οι ύμνοι του Διονύσου. Ανοίξαν από χθες- πρώτη μέρα της γιορτής των Ανθεστηρίων- τα βαρέλια με τους καινούργιους ανέροτους οίνους και γιορτάζουν τον θεό Διόνυσο, που ευλογεί τ’ αμπέλια και όλη την βλάστηση , συγκεντρωμένοι όλοι στο μεγαλύτερο δημόσιο γεύμα. Όλοι φορούν λουλουδένια στεφάνια με κισσούς στο κεφάλι και δοκιμάζουν τα νέα “κρασιά”. Τρώνε και πίνουν και δοξάζουν τον Θεό με την θεία μέθη. Γίνεται διαγωνισμός. Καθένας έχει μπροστά του ένα αγγείο (Χους) γεμάτο ως τρία λίτρα κρασί. Όποιοι το πιούν όλο, είναι οι νικητές και βραβεύονται. Γι’ αυτό η γιορτή αυτής της ημέρας ονομάζεται “Χόες”. Ο οίνος αυτός συμβολίζει το Θείο Πνεύμα του Διονύσου , που μπαίνει σαν “κοινωνία” μέσα στους ανθρώπους και τους ανανεώνει.
Μετά όλοι πηγαίνουν και προσφέρουν τα στεφάνια τους στον βωμό του Ληναίου Θεού Διονύσου. Γιατί, αυτός ο Διόνυσος, που είναι γιος του Δία, ξαναγεννάει τη ζωή που κοιμόταν μέσα στη γη και την φέρνει στο φως.Μόνον αυτήν την ημέρα του χρόνου ανοίγει το Ιερό του Ληναίου Διονύσου και στο βάθος του γίνεται μια συμβολική τελετή , η Ιερογαμία , όπου η Βασίλισσα σύζυγος του Άρχοντα Βασιλέα της πόλης , με την βοήθεια 14 καθαρών κι εξαγνισμένων γυναικών προσφέρουν θυσία στον Θεό και αρραβωνιάζεται η Βασίλισσα, που προσωποποιεί την Περσεφόνη, τον Διόνυσο, προσωποποιημένο από τον Αρχιερέα του. Έτσι γίνεται ο Γάμος της Ψυχής-Περσεφόνης με το Πνεύμα- Διόνυσος ,που είναι ο σύζυγος της Περσεφόνης, όταν αυτή βρίσκεται στον Κόσμο μας, και πλημμυρίζουν τα άνθη και τους καρπούς.
Γι αυτό, οι ανοιξιάτικες αυτές γιορτές λέγονται Ανθεστήρια.
Αύριο , τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων , θα προσφέρουν βρασμένους σπόρους στον θεό Διόνυσο και στο θεό Ερμή και θα προσεύχονται για βοήθεια των καλών ψυχών που έφυγαν από τον Κόσμο μας.
Είναι «η ιεροτελεστία των προγόνων»*.
−Μέσα η γιαγιά βράζει σιτάρι, να φτιάξει κόλυβα για τις ψυχές.
−Πάμε, να σπάσουμε το ρόδι, μαζί καρύδια, αμύγδαλα, σουσάμια, κουκουνάρια, μαζί σταφίδες κι αλεύρι κρίθινο, όλα ανακατεμένα με κάθε σπόρο σιταριού, να ευλογούμε τις ψυχές, να χαίρεται ο Κόσμος.
Επάνω δονούνται οι χορδές της λύρας του Απόλλωνος,
κάτω το τύμπανο δονούν της γης η Κόρη και η Μάνα,
δονεί τον Θύρσο τον αιθερικό του ο Διόνυσος
κι ο μυστικός του θίασος ξεσηκώνει
το πανηγύρι της Ζωής.
“Η Ιεροτελεστία των Προγόνων” από την ” ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ” του Ιγκόρ Στραβἰνσκι
«Ιδού το τρόπαιο της ζωής
πάνω από τις γονυκλισίες
Ιδού η σημαία του έαρος
πάνω απ’ τους τύμβους»
(Γιάννης Ρίτσος)
ι .
* * *
Αίφνης, τη γαλήνη της νύχτας σχίζει μια άγρια συριστική μουσική κι οι χτύποι δυνατοί ενός τυμπάνου – λες κι είναι αυτή η καρδιά της Γης, που δονείται και φανερώνεται ολοζώντανη.
Οι πόρτες ανοίγονται και μέσα μπαίνουν χορεύοντας οι μουσικοί : ο γκαϊτατζής μ’ έναν άσπρο ασκό φουσκωμένο – από γουρουνίσιο δέρμα, λένε, που φουσκώνει και ξεφουσκώνει συρίζοντας, του σφαγμένου ζώου οι στριγγιές φωνές μεταλλαγμένες στη χαρά της νίκης του ανθρώπου πάνω στο άλογο ζώο, καθώς πιστεύουν… κι ο τυμπανιστής, καμαρωτός – λες και κρατεί τη Γης ολόκληρη και την κάνει παιχνίδι του. Πίσω τους έρχεται και τρίτος με χορευτικά βήματα : ο άνθρωπος – ίππος προβάλλει από το μέσον του χαρτονένιου αλόγου, που ολοστόλιστο χορεύει την Αποκριά : είναι το γραφικό Γαϊτανάκι, γιορταστική προέκταση του προανθρώπινου Κενταύρου, που ήταν μισός άνθρωπος και μισός άλογο ζώο, σύμβολο της υλικής και πνευματικής φύσης του ανθρώπου. Η χαρούμενη παρέλαση μπολιάζει το κάθε σπίτι στο πνεύμα της γιορτής.
Ξημερώνοντας η μέρα, γεμίζουν δρόμοι και πλατείες μασκαρεμένους μικρούς – μεγάλους : η ανάγκη του Ενός σε θέλει να βγαίνεις από τα ατομικά σου όρια, να γίνεσαι άλλος κι έτσι καλύτερα να νιώθεις την ενότητα του συνόλου.
* * *
Ο Ποιητής
« Τα ανοιξιάτικα λουλούδια είναι
χειμωνιάτικα όνειρα
που έχουν διηγηθεί οι Άγγελοι
την αυγή »
( Χαλίλ Γκιμπράν)
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑΣ
Μεθάει ο ήλιος το κορμί και είναι όλα μια συμφωνία θαυμαστή ολάνθιστη κι ευωδιαστή στην δια πασών αρμονία. Είναι τα άνθη η αγάπη της Μάνας Γης που ξεχειλίζει απ’ τα στήθια της, να ευφράνει τον Κόσμο. Οι κοπελιές πλέκουν τ’ άνθη στεφάνια και τα φοράνε στα μαλλιά, καθεμία σαν γη ανθισμένη – πρόβα στον ιερό ρόλο της «μητέρας» μέσα στη Θεία δραματουργία του Παντός.
Κι έρχεται ο νους να ταξινομήσει και να βρει τα μέτρα και τις αναλογίες για μια μίμηση δημιουργίας στη μικροκλίμακα του ανθρώπου.
−Έλα να ζωγραφίσουμε τον Κόσμο. Πάρε γραφίδα και χαρτί, χάρακα και διαβήτη και χρώματα συνταιριαστά, να γράψουμε τα ωραία.
Πρώτα γράφουμε ένα σημαδάκι, μία τελεία στιγμή. Πατώντας σ’ αυτό το Ένα με το διαβήτη φτιάχνουμε ολόγυρά του έναν Κύκλο.
Αυτός είναι ο Σύμπας Κόσμος.Αντικριστά από το κεντρικό σημείο ακριβώς στα δυο πλάγια της περιφέρειας του Κύκλου γράφομε δυο σημαδάκια και με τον χάρακα τραβάμε μια ξαπλωτή οριζόντια γραμμή που ενώνει και τα τρία σημεία.
Ακριβώς επάνω στην περιφέρεια του κύκλου βάζουμε ένα σημαδάκι κι ένα άλλο ακριβώς κάτω στην περιφέρεια και τραβάμε με τον χάρακα μια όρθια ευθεία γραμμή κάθετη, που ενώνει τα δυο αυτά σημεία, έχοντας στη μέση της το πρώτο κεντρικό σημείο. Έτσι σχηματίζεται Σταυρός, που έχει τέσσερις ακτίνες σε ίση μεταξύ τους απόσταση .Ο Σταυρός διαιρεί τον Κύκλο σε τέσσερα ίσα μέρη.
Ας ζωγραφίσουμε τώρα ένα ωραίο λουλούδι. Από ένα πέταλο να ξεκινά από την μέση του Κύκλου, ως την άκρη του, σχηματίζονται τέσσερα πέταλα εντός του Κύκλου. Ακριβώς από το κέντρο γράφουμε από μια μικρή ακτίνα προς την μέση κάθε πετάλου. Έτσι σχηματίζεται ένας μικρός σταυρός, μέσα στα κενά διαστήματα του πρώτου σταυρού, έχοντας μαζί του το ίδιο κέντρο. Να χρωματίσουμε κόκκινα τα τέσσερα πέταλα του λουλουδιού και να βάψουμε έντονα με μαύρο χρώμα πιο φαρδιές τις τέσσερις ακτίνες του μικρού σταυρού.
Είναι μία παπαρούνα. Έχει τέσσερα κόκκινα πέταλα που μέσα , στη βάση τους σχηματίζουν μαύρο Σταυρό.Όταν βλέπουμε το ζωντανό άνθος, τα πέταλά του είναι επάνω ενωμένα σε κύκλο, σαν ένα ποτήρι, κι από μέσα φαίνεται, στον πυθμένα, έντονα ο Σταυρός.
Βλέπεις ομορφιά;…
−Βλέπω κάτι πιο πολύ από την ομορφιά …
−Η λαϊκή παράδοση λέει ότι η παπαρούνα είναι ευλογημένη, γιατί φύτρωσε από το αίμα του Ιησού Χριστού κάτω από το Σταυρό. Γι’ αυτό και η ίδια είναι κόκκινη και σχηματίζει στο κέντρο της έναν Σταυρό. Ο Σταυρός είναι το σύμβολο του Ιησού, που είναι το Φως του Κόσμου.
−Η παπαρούνα είναι η εικόνα της Αγάπης του Θεού που την στέλνει στον Κόσμο μας, για να τον γνωρίσουμε.
−Ναι, είναι μία από τις άπειρες εικόνες Του. Δεν ξέρω, αν φτάνει ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου, για να τις γνωρίσει.Ίσως να ζει η ψυχή πολλές ζωές
−Αν τις γνωρίσει όλες τις εικόνες του Θεού στον Κόσμο, τότε ο άνθρωπος γίνεται ένας καθαρός καθρέφτης του Θεού. Σαν μια γαλήνια θάλασσα που εικονίζει τον ουρανό.
Γι αυτό αγαπώ την Θάλασσα…
−Κοίτα, δεν έχει αρχή και τέλος ο Κύκλος. Από κάθε σημείο του αρχίζει ένας Σταυρός.
−Κι έτσι που πλέκονται οι ακτίνες τους γεννούν τους κόσμους και τις ομορφιές, μέσα στο φως.
−Σ σ σ σ ς … Σιγή …
Μεσημέρι : Η Μεγάλη Ώρα του Ήλιου!
* * *
Με τα πορτοκαλιά φουγάρα και την Αργώ στο χρώμα του οξειδωμένου χαλκού για σήμα τους αράζουν, ρίχνουν άγκυρες τα μεγάλα κρουαζιερόπλοια που σεργιανίζουν τη Μεσόγειο : ΑΘΗΝΑΙ, ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, ΙΩΛΚΟΣ, ΔΗΛΟΣ , ΟΛΥΜΠΙΑ…Κάθε βδομάδα του καλού καιρού πάνε κι έρχονται, γεμάτα ένα πλήθος περίεργο κι αποφασισμένο να εκταθεί στον πέρα κόσμο, να γνωρίσει κομμάτια πραγματικότητες.
Μαζί τους φεύγει κάποιες βδομάδες κι ο πατέρας για τη δουλειά του : Πρίντεζι, Βενετία, Μασσαλία, Μάλτα, Αλεξάνδρεια, Χάιφα, Κύπρος, Ρόδος … Τον χαιρετάμε με θολωμένα μάτια.
−Τι θέλετε να σας φέρω;
−Τίποτα. Μόνο να έρθεις γρήγορα.
Κι όταν είναι να επιστρέψει, τρώγω την κατηφόρα με τα μάτια, να τον ιδώ ν’ ανηφορίζει χαρούμενος και πιο ηλιοψημένος. Κρέμομαι στο λαιμό του.
−Είδες τη γοργόνα; σε ρώτησε «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;» ;… Ανηφορίζουμε γελώντας…Για πότε επικεντρώνεται η «μαρίδα» της γειτονιάς έξω και μέσα στην αυλή μας, να μάθει μ’ εκστασιασμένα πρόσωπα του έξω κόσμου τα θαύματα.
−Μας ακολουθούσαν δελφίνια στο μισό ταξίδι, τους ρίχναμε τροφή …ώσπου μια μέρα τι βλέπουμε; Ένας καρχαρίας πίσω απ’ το καράβι – άγριο πράμα – ως και κονσερβοκούτια έτρωγε που του πετάγαμε…
Η Βενετία είναι χτισμένη μέσα στα νερά. Οι άνθρωποί της πηγαινοέρχονται με γόνδολες…
Ανάμεσα σε διηγήσεις για πολιτείες ονειρεμένες κι ανθρώπων έργα θαυμαστά, ανοίγουν οι βαλίτσες, οι κούτες, και βγαίνουν τα ελέη του Θεού : οι ομορφιές που δίνουν άρωμα χάρης στη ζωή : μεταξωτά μαντήλια ολοζωγράφιστα ναούς- αγάλματα – κανάλια- πουλιά, βεντάλιες δαντελωτές, τετράδια εξαιρετικού γούστου με ζωγραφικούς πίνακες στα εξώφυλλα και τοπία, κασετίνες με ξυλομπογιές, νερομπογιές, στυλό που ρουφάνε μελάνι, κολιέ από λεπτά κοχύλια και κοράλλια, κολόνιες, αρώματα εξωτικά, σοκολατάκια με γέμιση φρούτων, βερμούτ, μαρτίνια, αστραφτερές μαύρες γόνδολες με χρυσά κι ασημένια εξαρτήματα κι ορθούς γονδολιέρηδες με το κουπί στα χέρια και μια χορεύτρια να σιγογυρίζει στην πλώρη με φουσκωτό κοντό φουστάνι στην κουρντισμένη μουσική, σπίρτα χρωματιστά, ρούχα φινετσάτα, μποτάκια, τρενάκια, φουσκωτά στρώματα θαλάσσης, καρτ ποστάλ μαγευτικές, ανάμεσά τους και φωτογραφίες του πατέρα σε μεγάλες πλατείες, μπροστά από καθεδρικούς ναούς, σε ξακουστές γέφυρες καναλιών, κι η πιο εντυπωσιακή : στην πλατεία του Σαν Μάρκο με αμέτρητα περιστέρια εμπρός στα πόδια του, πάνω στ’ ανοιγμένα χέρια του και στο κεφάλι, με το χαμόγελο της αιώνιας αποτύπωσης.
Ωστόσο, η μεγάλη έκπληξη αποκαλύπτεται τελευταία, σαν τη δροσοπηγή στον περιπλανώμενο ταξιδευτή.
−Τι έχει μέσα αυτή η κούτα; Μάντεψε…
−… ένα παιχνίδι;
Βγάζω με ήσυχη ανυπομονησία τις κορδέλες, τ’ αφράτα χοντρά, προστατευτικά χαρτόνια, ανοίγω μιαν άκρη : λεπτό κολλαριστό φουστάνι στολισμένο με τούλια και χάντρες, και μέσα του μια υπέροχη κούκλα – κορίτσι, με χρυσαφένιο κολιέ και μεταξένιες μπούκλες, ανοιγοκλείνει μεγάλα μάτια και μιλάει, όταν την κουνάς από τη μέση μπρος – πίσω : μα – μάα, μα- μάα.
Κρατάω στην αγκαλιά μου τ’ όνειρο : ευτυχία
Την δείχνω ολόγυρα. Τη δίνω σ’ όλα τα χέρια, που απλώνονται, να μεταλάβουνε το δέος της ομορφιάς.
Στη ροή του κόσμου πάει κι έρχεται η ΑΡΓΩ ταξιδεύοντας τον πατέρα και τα όνειρά μας. Κι οι σύντομοι αποχωρισμοί : εξασκήσεις ψυχής στο σχήμα : ανάγκη – απόλαυση, πόνος – χαρά, καρτερία – αγαλλίαση, φορτίο – κενό – φορτίο …
Να φέρνει πάντα, άραγε, η άρνηση μια θέση; … Βγαίνουμε τότε πιο δυναμωμένοι, πιο ευαίσθητοι, πιο μορφωμένοι.
Να φέρνει πάντα η άρνηση μια θέση;
* * *
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΕΥΔΟΚΙΑΣ
Καθώς μέσα στη νύχτα του σύμπαντος γυρίζει η Γη το μέτωπό της προς τον Ήλιο, μέσα στη ρόδινη αιθερόσκονη του Φωτός, και σιγανά ξημερώνει στον ορίζοντα της Ανατολής, η αγαπητική φωτερή ανταύγεια ξαπλώνεται στη θάλασσα κι όλα τα μόρια μελωδούν τον μυστικό χαιρετισμό των πλασμάτων στην αυγή, μια γυναικεία σιλουέτα πλησιάζει στ’ ακρογιάλι, σκύβει, παίρνει στο χέρι νερό κι αλείφει το πρόσωπό της, στέκει ακίνητη και προσεύχεται παραδομένη στο Φως:
«Ηώς, Ηώς, χαίρε Αιθερία.
Χαίρε,Ήλιε, λαμπρέ οφθαλμέ της Τρισηλίου Θεότητος του Θεού της Αγάπης του Φωτός των φώτων, του Ενός Αγαθού.
Χαίρετε, εν τη βασιλεία του Θεού του Φωτός των φώτων, Κυρία Θεοτόκε Μητέρα, Κύριε Ιησού Χριστέ, Ουράνιε Πατέρα Θεέ,
Παράκλητε- το Άγιον Πνεύμα της Αληθείας, Αγία Τριάς, Αγία Τριάς, Αγία Τριάς, Θεέ του Φωτός των φώτων, Τίμιε Ζωοποιέ Σταυρέ, άπαντες
οι Άγιοι Αρχάγγελοι, οι Άγιοι Άγγελοι, άπαντες οι Άγιοι, άπασαι αι Άγιαι Πνευματικαί Δυνάμεις ευλογείτε, προστατεύετε, θεραπεύετε και ιάσετε,ευαρμονίζετε Θεία Χάριτι, εν τη Θεία Πρόνοια του Θεού της Αγάπης του Φωτός των φώτων, ημάς άπαντας τους ανθρώπους, άπαντα τα ζώα και φυτά, άπαντας τους πλανήτας και αστέρας,δορυφόρους και δαλούς,άπαντας τους γαλαξίας, απάσας τας ολαρχίας, άπαντα τα σύμπαντα, άπαντας τους κόσμους εν τη Θεία Προνοία του Θεού του Φωτός των φώτων, του Ενός Αγαθού, Ζωή-Υγεία-Ευτυχία,
Ευδαιμονία – Ευθύνη – Eλευθερία , Αλήθεια -Γνώση – Σοφία , Χαρά – Αγάπη – Φιλία,
Δικαιοσύνη – Μνημοσύνη – Σωφροσύνη – Ευθύνη,
Ευβουλία – Ευπραξία – Ευεργεσία , Φρόνηση – Σύνεση – Θεία Φώτιση ,
Αρετή-Μουσική-Αρμονία, Δημιουργικότητα-Ωραιότητα – Πραότητα – Αγαθότητα,
και επί Γης Ειρήνη,εν ανθρώποις ευδοκία.»
Η προσευχή δονεί όλα τα μόρια του νερού στο σώμα, όλα τα μόρια του θαλασσινού νερού στο πρόσωπο, κι όλα τα μόρια της θάλασσας, που αγκαλιάζει τη Γη, κι όλα τα μόρια των νερών της στεριάς ομοιοδονούνται σχηματίζοντας σε εξακτίνια υπέροχα κρυστάλλων αγαλλίασης τις τέλειες ιδέες που ουσιώνονται. Όλη η Γη αστράφτει ένα φωτοστέφανο ροδογάλαζης αύρας κι εκπέμπει στα ουράνια σώματα Αγάπη, την χαρά της Ευθύνης, που δέεται το καλό του Κόσμου. Όλος ο Κόσμος ένα στρογγυλό αιθερικό δίχτυ φωτός. Όπως η σφαίρα που η Αδράστεια χάρισε στο νεογέννητο Δία, να ’ναι παιχνίδι, τέρψη και άσκησή του.
Κατόπιν, η κοπέλα κατευθύνεται προς το κέντρο της πόλης. Μπαίνει σε εργαστήριο, όπου μαζί και με άλλες πολλές ράβουν και κεντούν νυφικά. Έτσι βιοπορίζονται, συχνά τραγουδώντας γαμήλια άσματα και υμνολογώντας :
« Το Νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον
και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ.
Λάμπρινόν μου την στολήν της ψυχής
Σωτήρ μου και σώσον με »
Οι παρθενικές ψυχές προσμένουν τον ‘Νυμφίο” Θείον Λόγον, να ενωθούν μαζί του στο μέγα Μυστήριο της “Ιερογαμίας” , να γίνουν Φωτεινές Ενάρετες Πνευματο-ψυχές !
Το εσπέρας, ολοκληρώνοντας τον κύκλο εργασιών της ημέρας, η κοπέλα ξανάρχεται στ’ ακρογιάλι, κοιτάζοντας με έρωτα ψυχής την τελευταία ρόδινη ανταύγεια στην Δύση. Ραίνει θαλασσινό νερό στο πρόσωπό της – μετάληψη από τον ωκεανό της ύπαρξης – και προσεύχεται. Τώρα προσθέτει :
« Ω! Αγία Μεγάλη Νύχτα, Μήτρα του Κόσμου που μας γέννησε,
ευλόγει τα θεόσταλτα όνειρά μας
εις αριστίαν Αγάπης.
Ουράνιε Πατέρα, μέσα στο φως Σου
βύζαξε τον ύπνο μας.»
−Ώρα καλή, Ευσεβεία … Την χαιρετά ένας περπατητής και συμπορεύονται προς την βουερή κυψέλη της πόλης, που καταλαγιάζει τον ρυθμό της.
Μέσα σε διάφανες φυσαλίδες ανεβο-κατεβαίνουν
τα όνειρα.
Ο Ποιητής
Με τον καιρό με τον καιρό / έγινε αλήθεια τ’ όνειρο
Οι πέτρες μεγαλώσανε / και τα κλαδιά φυτρώσανε
(Ελύτης)
* * *
ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Εχουν να διηγούνται οι νέες μανάδες μια παράξενη εντυπωσιακή ιστορία,που τις κινητοποιεί σε μεγαλύτερη εγρήγορση,επιφυλακή και καχυποψία απέναντι στην επιπόλαιη αντιμετώπιση της ζωής και του θανάτου,που γίνεται από την βιαστική κοινωνία μας και που εκθέτει σε έσχατο κίνδυνο τους ανθρώπους.
Ένα γνωστό τους κοριτσάκι γεννήθηκε με κάποιο σωματικό ελάττωμα,κούτσαινε κι είχε ευαισθησία στις ασθένειες.Κάποια φορά που αρρώστησε οι γιατροί γνωμάτεψαν πως ίσως δεν ζήσει.Κι όταν βυθίστηκε σε κώμα,είπαν πως πέθανε.Έκλαιγαν και μοιρολογούσαν οι συγγενείς και φίλοι και τη νύχτα που αραίωσαν οι παραστεκάμενοι και καταλάγιασαν οι φωνές, στο φως των καντηλιών,σηκώθηκε το κοριτσάκι,κατευθύνθηκε –γραμμή στην κουζίνα,όπου είχαν πλύνει μια πιατέλα γαύρο για το τραπέζι των πενθούντων της άλλης μέρας,κι άρχισε να τρώει τον ωμό γαύρο.Δεν πίστευαν στα μάτια τους οι λυπημένες γυναίκες: αν ήταν οπτασία των δακρύων τους ή αληθινό θαύμα αυτό που έβλεπαν.
Έκτοτε το κορίτσι μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, εργαζόταν κι αποδείχτηκε μια άξια, δυναμική γυναίκα.
Σκεφτόμαστε: αν δεν μύριζε έντονα ο γαύρος,θα σήκωνε εγκαίρως η ψυχή το κορίτσι από τη βύθισή του σε ύπνο βαρύ, που οι γιατροί βιάστηκαν να τον γνωματέψουν ως θάνατο και να το ξαποστείλουν , πριν την ώρα του;
Πόσα παρόμοια περιστατικά έθαψαν ζωντανούς ανθρώπους;
Από τότε,συνήθιζαν στη γειτονιά, όταν διαδιδόταν πως κάποιος πέθανε, να πηγαίνουν μ’ ένα καθρεφτάκι πάνω απ’ τη μύτη του και να περιμένουν μέχρι ν’ άχνίσει και να θολώσει ο καθρέφτης -σε δείξη της ζωντανής ανάσας του ανθρώπου.
Σκέφτομαι: η ανήθικη ευκολία που κάποιοι ειδικοί αποφασίζουν πως κάποιος πέθανε και ο συμβιβασμός των άλλων προς αυτό, μήπως οφείλεται στην κρυμμένη μέσα μας βεβαιότητα ότι η ζωή συνεχίζεται κάπου αλλού, κάπως αλλιώς; Ή μήπως οφείλεται στην απαξίωση της ζωής από τους πολλούς μαζανθρώπους;
Όμως, σε κάθε περίπτωση , έχουμε χρέος να υπερασπιζόμαστε την ζωή μέχρι την τέλεια ανέλιξή της.
* * *