Το Βουνό και οι Ταυτότητες
Το τοπίο ξεχειλίζει οικοδομήματα ως μέσα στα νερά Εξαφανισμένη η γη δεν ανασαίνει. Όγκοι βαριοί συνωστισμένοι ως πέρα στον ορίζοντα.
Γιατί κολλάνε έτσι οι άνθρωποι ο ένας πλάι στον άλλο κι εμποδίζονται στην ελευθερία τους και μισιούνται και δεν γνωρίζονται κι είναι κοντά μόνο για την συναλλαγή;
Ο Ποιητής
ι
Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε
προς τις κρυψώνες του ήλιου.
Πέρα η οροσειρά τινάζεται στα μάκρη σφιχτά, συνέχοντας τα πλάσματά της προστατεμένα μ’ έναν δακτύλιο αύρας, έξω απ’ τον δαιμονιώδη ίλιγγο των μηχανικών ταχυτήτων, σημαδεμένη, ωστόσο, με κεραίες εικονο-ηχο-λήψης στην πιο ψηλή κορφή, σαν τον ταύρο που ξέφυγε καρφωμένος κουβαλώντας πάνω του τ’ ακόντια της ιαχής.
Δύο φίλοι ανηφορίζουν τις πλαγιές του βουνού. Ένας με το «Ζαρατούστρα» σφιχτά στη μασχάλη, ο άλλος με τη φλογέρα στο τσεπάκι, ανηφορίζουν ανάμεσα από θάμνα: βατομουριές, αγριοτριανταφυλλιές, φτέρες με τα παιχνίδια των λαγών, αφουγκράζονται τα περάσματα των ελαφιών, σκύβουν, αγγίζουν τα χνάρια τους, σφυρίζουν ακίνητοι με τα πουλιά, αμιλλώνται την πρωτιά της κορυφής, ζυγιάζονται στα γερά κλαδιά των ελάτων, ανεβαίνουν πηδώντας τα ρυάκια των τρεχούμενων νερών, καθρεφτίζονται στις γούρνες των πηγών, φωνάζουν ν’ ανταμώσουν την ηχώ τους, βάζουν το χέρι αντήλιο, ψάχνουνε τον ορίζοντα, ανεβαίνουν στις θροές τ’ άγριου αγεριού, γίνονται αέρας, έλατο, αητός, ελάφι, βράχος, άγιος Φραγκίσκος, γίνονται Ορφέας, γίνονται Απόλλωνας … στο ξέφωτο σωπαίνουν εκστατικά.
Ξυπνά η φλογέρα τα πουλιά σε αρμονικό συλλείτουργο κι όλα μια δροσερή γλύκα ζωής : ωραία αγάπη τώρα και πάντα ίδια μες στο αείζωο ηχερό ρεύμα του αέρα.
Μπαίνουν σ’ ένα μικρό ερημοκκλήσι κι ανάβουν καντήλια και πολλά κεριά στα μανουάλια. Φέγγει ολοζώντανος ο ναΐσκος κι ανοίγει εδώ τους αντικατοπτρισμούς του ακτίστου Φωτός με τη χαρά της Αγάπης.
Κι οι στιγμές-χιλιετηρίδες στα μάτια του κόσμου , οι γενιές παρούσες των όντων απάντων , στης ήβης την ώραν μετεωρισμένες εν εγρηγόρσει και το «τλιπ !» της σταγόνας στον σταλαχτίτη του χρόνου .
−Πού βρισκόμαστε; Χαθήκαμε… Η νέα φωνή αδέξια, λαχανιασμένη ήρθε από χαμηλά. Δυο άντρες, δυο κοπέλες αντίκρυ νιοφερμένοι, χαμένοι μες στα σύδεντρα.
−Μπορείτε να μας δείξετε πώς να βγούμε απ’ το δάσος; Οι δυο φίλοι πρόθυμοι πλησιάζουν, τους εξηγούν, τους δείχνουν.
−Έχετε ταυτότητες; Ρωτάει με απαίτηση ο ένας χαμένος. Σωπαίνουν όλο ένταση οι δυο φίλοι. Ένα ειρωνικό χαμόγελο αρχινημένο στα μάτια και στην άκρη των χειλιών, στιγμιαία υποψία οργής και οίκτος συνάμα οδηγούνε τις λέξεις και μια απόλυτη βεβαιότητα ορθής στάσης ζωής.*
−Εμείς ξέρουμε ποιοι είμαστε… Τον κοιτάζουν ολόισια στα μάτια, σωπαίνοντας. Πισωπατάει εκείνος, χάνεται στην απομάκρυνσή του ακολουθούμενος απ’ τους δικούς του.
Τώρα η σιωπή όλο διείσδυση βαραίνει την ευθύνη του γέλιου της συνεργίας του δέντρου, του κορυδαλλού, του ήλιου, του ανθρώπου, του νερού, σε μιαν ελευθερία διάχυτη, δομογόνα, να βρει σκοπούς κι αντήχηση μέσα στον αδαμάντινο κρύσταλλο του κόσμου.
Ο Ποιητής
Ξέρεις, κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια
Όλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και τη στεριά
Θα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά
του χρόνου Από την άλλη όψη της κακοτυχιάς
Θα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλα
Στις εξοχές της ανοιχτής καρδιάς
Θα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος.
(Ελύτης)