Από τους Γραφικούς Μικροπωλητές στα Όνειρα του Κόσμου
Στο περιθώριο της κατεστημένης οργάνωσης κυκλοφορούν κάποιοι γραφικοί άνθρωποι αρπαγμένοι από ένστικτο, αδυναμία ή από παράδοση σ’ ένα ρόλο βιοπορισμού, σαν το λουλούδι που φυτρώνει στα κεραμίδια.
Έρχονται περιοδικά και στην καθιερωμένη ώρα τους, ανεβάζοντας την εκτίμηση της κοινής συνείδησης απ’ αυτή τους την ακρίβεια. Είναι οι γυρολόγοι που ζωντανεύουν τους άδειους δρόμους και τους αρχαίους αντίλαλους, «διέξ το μύρτον… ».
Ένας ασκητικός γέρος με καλάθι περασμένο ως τον αγκώνα του
−Βδέλες, αβδέλες… φωνάζει με αντήχηση στους δρόμους του καλοκαιριού. Τον καλούνε μέσα οι γυναίκες, να κάνουν οι ηλικιωμένοι αφαίμαξη, να μην πλαντάξουν απ’ το πολύ αίμα και την πίεση.
Άλλος γυρνάει σαν εφευρέτης με γυαλιά και φόρμα.
−Επιδιορθώνω ραπτομηχανές, βελόνες ραπτομηχανών… επαναλαμβάνει με φωνή βλαχοτενόρου. Απ’ τις αυλές πετάγονται φωνές μιμητικές των παιδιών, να κοροϊδέψουν.
Άλλος λιμάρει μαχαίρια, ψαλίδια μ’ ένα τροχό σε ξύλινη σκαλωσιά.
−Ψαλίδια και μαχαίρια ακονίζω …
Άλλος πουλάει χαλβά πολίτικο σ’ ένα ταβλά. Είναι άσπρος, σκληρός με φιστίκι. Τον κόβει μ’ έναν μικρό πέλεκυ. Ο ίδιος τα καλοκαίρια πουλάει καϊμάκι παγωτό με βύσσινο σε βαρκούλα και χωνάκι. Σφυράει την άφιξή του μ’ ένα κόρνο που φυλάει στην τσέπη του.
Άλλος πουλάει κοκοράκια με λιωμένη ψημένη χρωματιστή ζάχαρη, κόκκινα, ροζ, κίτρινα.
Άλλος σηκώνει πάνω απ’ το κεφάλι του μια τάβλα μηλαράκια φιρίκια βουτηγμένα σε κόκκινη ψημένη καραμέλα. Άλλος έρχεται απ’ τα βουνά μ’ ένα πανέρι κούμαρα κι ολόγυρα κλαδιά ζωντανά με τους χρυσοκόκκινους πάνω καρπούς. Ο ανθρωπος αυτός κουβαλάει, λες, όλη τη μαγική φύση μπροστά μας.
Ο σουβλατζής κάθε Κυριακή πρωί, βρέξει – χιονίσει, στήνεται στην πλατεία με το συρόμενο χειροκίνητο κατάστημά του, δίνοντας πάντα ένα χρώμα ανορθόδοξο γιορτής στα κατοχικά απωθημένα της λιμοκτονίας του παγκόσμιου πολέμου.
Άλλος πουλάει κουλούρια, χοντρός, κάπου καθυστερημένος. Μισοψέλνει. Τον κοροϊδεύουν τα χαζόπαιδα. Τον προξενεύουνε πειραχτικά οι γυναίκες.
Τους χειμώνες ο σαλεπιτζής με το καλογυαλισμένο μπακιρένιο κανάτι του κι ο καστανάς στην ίδια πάντα γωνία να ξεγελούν το κρύο.
Κάποιες μέρες περνάνε εναλλάξ και δυο ψαράδες : ο ένας ψηλός λεβεντάνθρωπος― τσολιάς στ’ ανάκτορα υπηρέτησε― με το γαλάζιο πλατύ πανέρι πάνω στο κεφάλι του, σκεπασμένο μ’ ένα βρεμένο πανί κι από κάτω ψάρια και κομμάτια πάγος. Ο άλλος, ένας θαλασσόγερος κοντός, ασημένιος, κόκκινος, ξυπόλυτος σε όλους τους καιρούς, με ναυτικό κασκέτο κι ένα -δυο κουβάδες ψάρια με πάγο στα χέρια. Μόνος του τα πιάνει με τη βάρκα.
Τα καλοκαιρινά απογεύματα με τη δροσούλα περνάει ένας χωριάτης με μούρα δυο λογιών, άσπρα και σκουροκόκκινα σε μια ρηχή καλάθα. Φωνάζει :
−Άσπρα μούρα, μαύρα μούρα …
Το αποκαλόκαιρο έρχεται μια δροσερή νησιώτισσα πουλώντας τη λεβάντα για τα ρούχα, πλεγμένη σε μικρά οβάλ μοσχοβολιστά τόπια.
−Ο ανθοπώλης : όλα τ’ άνθια, όλα τ’ αρώματα έχω…
Ένα μεγάλο πανέρι ολάνθιστο προβάλλει απ’ τη στροφή του δρόμου και κάτωθέ του o ανθοπώλης που το κρατάει. Έρχεται τα πρωινά της Κυριακής και στις μεγάλες γιορτές με το πανέρι ψηλά αναρτημένο στον έναν ώμο, γεμάτο ξέχειλα δροσερά μπουκέτα λουλουδιών, να λικνίζονται σε κάθε σοβαρό του βήμα, ανεβοκατεβάζοντας τη λαχτάρα να τα πάρουμε στην αγκαλιά, να μυρίσουμε την αρωματισμένη δρόσο, όπου η ομορφιά και η αιτία του κόσμου ανοίγεται και μας πλημμυρίζει μια βαθιά ― σαν θρέψη ― νοσταλγία παραδείσου.
Περνάει κι ένας σιγανός ανθρωπάκος τ’ απογεύματα με μπανάνες σ’ ένα παιδικό καρότσι, με αργές κινήσεις, σαν αντικατοπτρισμός στους αχνούς της ζέστης.
Το σούρουπο πάντα, σα φυσική νομοτέλεια, έρχεται ο γαλατάς, χτυπώντας κάτι σαν καμπανάκι του τράμ ή αμαξών, με δυο μεγάλα γανωμένα γαλόνια φρέσκο γάλα απ’ τις αγελάδες του.
Περνάει και το καλύτερο γιαούρτι, ζυγιασμένο στα ίσια, κρεμασμένο από μια τσοκάνα – στη διάλεκτο των Ποντίων, ― μέσα σε δυο πλατιά σκεπαστά ταψιά.
−Σηλυβριανό γιαούρτι φρέσκο … Παίρνουν αντίδωρο οι νοικοκυρές ένα κομμάτι Κωνσταντινουπολίτικης παράδοσης.
Τα Σαββατοκύριακα έρχεται με φορτωμένο αυτοκίνητο όλο βιβλία ένας αγχοτικός εκδότης. Τ’ απλώνει με πληθωρικές κινήσεις σαν ζεστά ψωμιά.
−Διαβάστε να μορφωθείτε. «Η γνώση είναι ο οφθαλμός του πνεύματος».
Τα πρωινά της Κυριακής αράζει ένα μακρύ αυτοκίνητο με προίκες, να σκανδαλίζει μικρά – μεγάλα τα θηλυκά σε όνειρα ευτυχισμένων σπιτικών προσιτής και με δόσεις κατανάλωσης.
Κατά διαστήματα έρχεται ένα μεγάλο κάρο στολισμένο με όλα τ’ απαραίτητα. Φωνάζει ο καροτσέρης
−Ελάτε να δείτε τα θαύματα του κόσμου…
Έχει πάνω στο κάρο κάτι σαν μια σκηνή, μ’ ένα μπερντέ μπροστά. Πλησιάζεις, βάζεις το πρόσωπό σου σε μια μικρή οθόνη μόνο για τα μάτια, και βλέπεις πίσω τις εικόνες από διάφορα μέρη του πλανήτη σε φωτισμένες φωτογραφίες. Παράξενο, κάθε εικόνα έχει ένα γλυκό βαθύ ροζ διάφανο φως, σα να χει περασμένο αραιό κινάβαρι, όπως κάνουν οι αγιογράφοι. Είναι ένα μεταφυσικό φως που σε μπάζει απευθείας μέσα στην καρδιά του τοπίου.
Ο καροτσέρης αλλάζει, πατώντας ένα κουμπί , τις εικόνες λέγοντας σε κάθε μια τον τίτλο της. Μαζεύονται ολοτρόγυρα όλοι οι περίεργοι και πρώτη θέση μπροστά οι πιτσιρικάδες κρατώντας σφιχτά το κέρμα του εισιτηρίου και μεγαλώνοντας τις κόρες των ματιών τους στο θαυμασμό για τα ξακουστά τα μέρη.
−Εδώ βλέπετε την έρημο της Σαχάρας
Εδώ είναι μια κινέζικη παγόδα
Εδώ η πυραμίδα της Αιγύπτου
Εδώ το λιμάνι των Παρισίων …
−Μα δεν έχει λιμάνι το Παρίσι…
−Όταν είχε, ρε τσόγλανε! …
Στις ζέστες περνάει κι ένας παγαπόντης φωνακλάς ψευτοέμπορας :
−Τα κατεβάσαμε τα παντελόνια. Η φτήνια τρώει τον παρά και ο παράς την φτήνια. Πάρτε όλοι. Πάρτε όλοι….
Δεν πουλάω, χαρίζω…
Μοιράζει κλήρους για λαχειοφόρο αγορά : σερβίτσια, προίκες, ρούχα φερμένα απ’ τα ξένα με τα καράβια. Παίρνει τα λεφτά, δίχως αντίκρισμα κλήρωσης κι εξαφανίζεται όλον τον άλλον καιρό.
Είναι κι ένας παπλωματάς, τελευταίο απομεινάρι του είδους, ενός άλλου καιρού, με μια γερή ξύλινη βέργα στους ώμους. Κάθεται χάμω στις αυλές χτυπώντας τ’ απλωμένο μαλλί ή το βαμβάκι των παπλωμάτων. Έχουν να λένε γι’ αυτόν ένα τραγουδάκι στα τούρκικα, όπως το πρωτόπαν άλλοι, να μην καταλαβαίνεται απ’ τους πολλούς, μόνο από πιο μπασμένους πρόσφυγες.
−Μπακ, μπακ … μπάκ…
Τραγουδούσε αυτός ότι του λέγε η βέργα του που χτυπούσε ως κάτω : «Κοίτα, κοίτα κι εσύ, εγώ κοίταξα ». Αντίκρυ του καθόταν – λένε – ανέμελη μ’ ολάνοιχτα σκέλια η χοντρή νοικοκυρά του παπλώματος, βαλαντωμένη απ’ τις δουλειές, κι αυτός, για να μην πλαντάξει απ’ το ανέλπιστο θέαμα, μοιραζόταν τον πειρασμό με τη βέργα του.
Τα πρωινά περνάει ένα κάρο όλο πανέρια με φρούτα και λαχανικά κι ένα ιδρωμένο άλογο στολισμένο με χάντρες και με φυλαχτά. Κάθε Μεγάλη Πέμπτη το κάρο γυρνάει τους δρόμους φορτωμένο βιολέτες, πασχαλιές και δροσερές μυρτούλες, όμως φαντάζει σαν Πήγασος λαφρύ και φτερωμένο στ’ αρώματα, ισοφαρίζοντας όλον τον βαρύ κάματο του άλλου χρόνου.
Γυρνάνε και οι τσιγγάνοι πόρτα – πόρτα με τα κιλίμια της Ανατολής στον ώμο διπλωμένα, επίμονοι, με ψέματα κι εύκολα γέλια και βρισιές. Κάποτε σέρνουνε μια μαϊμού με αλυσίδα δεμένη απ’ τη ζώνη τους, χτυπάνε ένα ντέφι τραγουδώντας της αγγαρείας. Χορεύει στολισμένη παρδαλά η μαϊμού, μιμείται αστείες ανθρώπινες κινήσεις. Γελάνε τα παιδιά. Πέφτουν τα κέρματα στο ντέφι. Παλιά κατέβαζαν και αρκούδες στολισμένες, μια βαριά δυστυχία, που διαταζόταν να σηκωθεί όρθια να χορεύει, καθώς την είχαν μαθημένη να πατεί σε ζεματιστό ταψί.
Όταν σφίγγουν οι ζέστες, μαζεύονται στον ίσκιο μιας ψηλής μάντρας κάτι ανθρωπάρια απ’ τις πέρα γειτονιές, θρασύδειλα κουτσαβάκια, με μηχανάκια τρίκυκλα και κάτι λιγνά κοκόρια ταλαιπωρημένα κι αρχίζουν τα στοιχήματα κι ο τζόγος με τους περίεργους να στριμώχνονται στο μπουλούκι και τους αδιόρθωτους να ποντάρουν στο «Ροδόλφο» ή στον «΄Αλεξ» κόκορα, που χτυπιούνται με άγρια τσουρομαδήματα και πληγές μέχρι τελευταίας ρανίδος αίματος. Δεν αντέχεται το πράμα. Ξεφωνίζουν τα παιδιά. Σκοτώνονται δυο – τρία κοκόρια κι ο νικητής, κατάπληγωμένος σημαδεμένος στο αίμα, φεύγει στη μασχάλη του κτηνώδικου αφεντικού του που σουφρώνει όλα τα στοιχήματα.
Στις σχόλες εμφανίζονται και προπαγανδιστές θρησκειών, αιρέσεων, γεμάτοι χαρτιά και υποσχέσεις παραδείσων. Σταυροκοπιούνται οι πολλοί, τους διώχνουν.
Περνάνε και ζητιάνοι, καθένας με τη μέρα του, από άλλες περιοχές, για να μη γνωρίζονται. Πάντα τα ίδια λόγια, η ίδια χειρονομία, τόσο που κι οι πιο μικροί νιώθουν το επίπλαστο, όμως το παίρνουν σαν μια αδέξια κοινωνική επιταγή που ζητάει ικανοποίηση, σαν επάγγελμα, και τρέχουν να προσφέρουν.
Είναι κι ένας επιληπτικός ώριμος άντρας που έρχεται συχνά – πυκνά, πέφτει σ’ ένα πεζοδρόμιο και σπαρταράει. Μαζεύονται γύρω – χαμός …
−Ένα κλειδί, ένα κλειδί…
Του σφίγγουνε στη χούφτα το κλειδί, συνέρχεται, λέει την τραγική οικογενειακή του ιστορία και φεύγει με τις τσάντες γεμάτες τρόφιμα και λεφτά.
Όμως, η πιο συγκλονιστική είναι η παρουσία ενός παράξενου στιλβωτή παπουτσιών : πρώτα ακούγονται από μακριά δυνατά κουδουνίσματα σκληρού μετάλλου κι άγριες φωνές, ανάμεσα πρωτόγονου και ζώου, κι όταν στρίβει απ’ τη γωνία η μορφή : ένα πολύσχημο συνονθύλευμα σπαστικών κινήσεων που διπλώνουν και τινάζουν το σώμα στις πιο απίθανες στάσεις, το κρατούν εκεί δευτερόλεπτα ακίνητο και βογγώντας μύχια ξεσπάει ήχους ισχυρούς διακοπτόμενους από σύντομες σιωπές, σ’ έναν επίμονο μονότονο ρυθμό, σαν αμυντικός ετοιμοπόλεμος χορός πληγωμένου ασυνειδήτου – του συλλογικού ασυνειδήτου της ανθρωπότητας. Τόσος ο πόνος.
Στιγμές ορθώνεται γαληνεμένο ένα όμορφο ψηλόλιγνο παλικάρι ηλιοψημένο καλοντυμένο με πλούσια γυαλιστερά μαύρα σγουρά τσουλούφια νευρικά κινούμενα στο μέτωπό του. Κατεβάζει το ξύλινο κασελάκι απ’ τη ράχη. Κάθεται, το ανοίγει εμπρός του : μέσα όλα με τάξη βαλμένα στη θέση τους. Βγάζει μια βούρτσα στο ένα χέρι, ένα μπουκάλι μπογιάς στο άλλο κι αρχίζει μια ταχυδακτυλουργική επίδειξη μ’ ένα ρυθμό εκτεινόμενο με κραυγές, χτυπήματα στο κασελάκι και μικρά αστραπιαία σταματήματα για εμπέδωση των εντυπώσεων. Πυκνώνει ο ρυθμός, γρηγορεύει η φωνή, σφίγγονται οι ανάσες των θεατών του δρόμου. Χτυπώντας πιο δυνατά τη βούρτσα, απότομα σταματάει, μας κοιτάζει στα μάτια : ένα βλέμμα καθαρό τεντωμένο. Γνέφει με το χέρι που κρατεί τη βούρτσα : εσύ, εσύ, κι εσύ, δώστε παπούτσια να γυαλίσω. Τα φέρνουν οι νοικοκυρές. Δε μιλάει. Δουλεύει φιλότιμα, γρήγορα κι επιδέξια, μ’ όλες του τις δυνάμεις συγκεντρωμένες. Πληρώνεται. Μας κοιτάζει έναν – έναν. Χτυπάει θριαμβικά προκλητικά ψηλά στον αέρα το κουδούνι του και χάνεται στην πέρα γειτονιά, βογγώντας τον αλάλητο πόνο της αδιέξοδης φύσης.
Στο θερινό ηλιοστάσιο, ανήμερα, έρχεται ένας άνθρωπος ψηλόλιγνος ηλιοκαμένος, σα στεγνωμένος από τον ήλιο και την αλμύρα – κοσμοταξιδεμένος λένε – κι έχει στους ώμους του κρατημένη μια βαθυκόκκινη βαμμένη ξύλινη βέργα – τσοκάνα, που απ’ τις άκρες της κρέμονται πανέμορφα χρωματιστά μπουκαλάκια διάφανα αρωμάτων αιθέριων, εξαιρετικών αποσταγμάτων της επίγειας ωραιότητας, που αιωρούνται ρυθμικά σε κάθε του κίνηση, σαν ένας χαρούμενος χορός χρωμάτων, που υπόσχονται μυστικά ανοίγματα στον κόσμο των θαυμάτων : Γιασμίν, Ροδέλαιο, Μύρο, ΄Ασπρος Μόσχος, Πατσουλί, Σίμπρι, «Νύχτες των Αθηνών», «Σουάν ντε Παρί »…
Σαν τις μέλισσες τον τριγυρίζουν οι κοπέλες και τα παιδιά χαϊδεύουν τις χρωματιστές διαφάνειες, που φυλάνε καλά κλεισμένες τις ανάσες των αγγέλων κι όλοι τους θέλουν μιαν αφή – μια σταγόνα να μεταλάβουν την ευλογία εκείνου που τέλεια κι ωραία αποπνευματώθηκε αρμονικά.
Λίγο άρωμα για φυλαχτό στις χαρές και στις σκοτεινιές του βίου. Λένε : ο τόπος ευωδιάζει, όταν είναι να εμφανιστεί άγγελος ή άγιος κι η Παναγία Μητέρα εκδηλώνεται με χίλια αρώματα μαζί.
Κάποτε πέρασε κι ένας αλλιώτικος έμπορος, με μια βαλίτσα. Την άνοιξε κι ήταν γεμάτη χρωματιστά αγαλματάκια τοποθετημένα σε χοντρές φάσες υφάσματος. Τα έβγαζε και τα άπλωνε ένα – ένα όρθια, να διαλέξουμε τι μας αρέσει. Η μητέρα επέμεινε να διαλέξω μόνη μου : ήταν όλα τόσο συναρπαστικά, εντυπωσιακά και καλοφτιαγμένα, σαν τις ζωγραφιές που αγοράζαμε για να θαυμάζουμε, λες κι αυτές ζωντανέψανε και πήραν όγκο μέσα στον χώρο κι επιζητούσαν την αγάπη μας.
Έπιασα ένα που παρίστανε ένα κοριτσάκι – μανούλα, με κόκκινο σουρωτό χαριτωμένο φουστανάκι και μπροστά της σ’ ένα σκαφίδι έλουζε ένα μωρό – σα να ήταν η κούκλα της. Το πήρα κι άπλωσα το χέρι σ’ ένα άλλο. Όμως η μητέρα δεν ήταν διατεθειμένη να πληρώσει περισσότερα. Έβαλα τα κλάματα. Το ήθελα πολύ αυτό το αγαλματίδιο : ήταν ένα κορίτσι – δασκάλα πλάι σ’ έναν πίνακα κι έδειχνε με μια βεργούλα τα γράμματα.
−Άφησε το άλλο και πάρε αυτό― είπε στο πλάι μου ένα παιδί.
−Τα θέλω και τα δυο… επέμεινα με μια βαθιά λαχτάρα.
−Ας τα πάρει και τα δυο το κοριτσάκι, ξέρει να διαλέγει είπε ο έμπορος.
−Γι αυτό κι εγώ θα σου κάνω δώρο κι ένα τρίτο αγαλματάκι, διάλεξε ποιο σου αρέσει … Eίναι ένα αγόρι με σοβαρό χαμόγελο, που κρατάει στο ένα χέρι του ένα φτερό περιστεριού και στο άλλο ένα χαρτί – περγαμηνή γραμμένο. Πλάι του, δεξιά στα πόδια του, παραστέκει ένας κύκνος.
−Αυτό θέλω, σας παρακαλώ.
−Χάρισμά σου ο ποιητής.
Τα στόλισα επάνω στο σερβάν : τρία προφητικά αγάλματα, τρία σημάδια – φύλακες να οριοθετούν το μέλλον μου…
Μέσα σ’ αυτήν την τακτική πορεία συναλλαγής και κοσμικής συνάφειας, είχε περάσει, κάποτε, ένα καλοκαιριάτικο δειλινό ένας γοητευτικός άνθρωπος, που μας έφερε ένα τηλεσκόπιο, να ιδούμε από κοντά το φεγγάρι και τον ουρανό. Το έστησε με υπομονή στην ανοιχτωσιά της πλατείας και πίσω του μαζεύτηκαν σε μιαν «ουρά» οι περίεργοι επίδοξοι αστρονόμοι, μικροί και μεγάλοι.
Αυτός περίμενε να σκοτεινιάσει καλά ο ουρανός, κι ωστόσο άνοιξε μια βαλιτσούλα και μας έδειχνε το θαύμα των κρυστάλλων. Φάνταζε υπεράνθρωπος στα μάτια μας τα παιδικά, έτσι καθώς κρατούσε ψηλά στο χέρι του σηκωμένο στο εσπερινό ηλιόφως ένα κομμάτι αμέθυστο, κι ακόμα άκουα μαρίνα, χρυσόλιθο, τοπάζι, ρουμπίνι, αχάτι, τυρκουάζ, σμαράγδι, διαμάντι, χαλαζίες …
Λες και πρόλαβε αυτός, ηρωικά και επιδέξια, κι άρπαξε από τον ουρανό κομμάτια των άστρων που ξέπεσαν σε τούτη τη γη, να μας τα δείξει.
−Οι κρύσταλλοι είναι τα όνειρα των αστεριών που βρήκαν παρηγοριά στους κόρφους της γης ― είπε.
−Και η Γη μας, θυγατέρα του ήλιου άξια, τους μελωδεί νυχτόημερα ανθίζοντας στους αιώνες τη Ζωή.
Είχε ένα σπείραμα ελαστικό περασμένο στο σώμα του τηλεσκοπίου. Όταν, λοιπόν, όλοι είμαστε έτοιμοι με δέος για την θέαση του ουρανού, εκείνος πίεσε το σπείραμα, πυκνώνοντας τους κύκλους του στο κάτω άκρο του τηλεσκοπίου, κι αφήνοντάς το, ξαφνικά, να τιναχθεί ψηλά μπροστά με ανοιγμένους ελικοειδώς τους κύκλους του :
−Αυτήν την πορεία θα ακολουθήσουμε―είπε
−Ω ω ω ! … ―είπαν όλοι
−Ω του θαύματος! Ο ήχος ο αυθεντικός, του στερεώματος η μεγίστη συνάθροισις, Κόσμοι φωτισμένοι εις τον μέγαν διάκοσμον του αχανούς Απείρου !
Ευφρανθείτε και προσεύχεσθε