Σάμος: Στο Ηραίον θροΐζουν οι ιερές λυγαριές αιθερικά μηνύματα, όμως, μια ταραχή πλανάται στον αέρα κι ένα σύννεφο σκιάζει τον ναό του Πυθίου Απόλλωνος: δικαστήριον Αρχιερέων: Ο Πυθαγόρας απολογείται στην κατηγορία του γέρο-Αναξίμανδρου πως δήθεν, διδάσκοντας την ενότητα μιάς αρχής ο Πυθαγόρας, αφάνιζε τους θεούς της Ελλάδας. Έτσι, ο Αναξίμανδρος, διαστρέφοντας ψευδώς την διδασκαλία του Πυθαγόρα, προσπάθησε να τον καταστήσει ύποπτον ασεβείας, ενώ ασεβής, στην πραγματικότητα ήταν ο ίδιος ο Αναξίμανδρος, που δίδασκε πως η ψυχή συναποθνήσκει με το σώμα και πως οι μετά θάνατον τιμωρίες ήσαν μόνον φλυαρίες και απάτη.
Ο Πυθαγόρας, που θέλησε να καθαρίσει την θρησκεία από τις παράλογες γνώμες που την ατίμαζαν, έθεσε σκοπό της ζωής του να ωφελήσει τους νέους και τους δίδασκε στο «Πυθαγόρειον ημικύκλιον», όμως, αίφνης, βρέθηκε κατηγορούμενος με κίνδυνο της ζωής και της υπόληψής του.
Μεταξύ των άλλων, λοιπόν, λέγει ο Πυθαγόρας στην απολογία του : «Αφού περιηγήθηκα σε όλα τα έθνη του κόσμου, για να σπουδάσω την σοφία, που συναντάται μόνον στην παράδοση των αρχαίων, ανακάλυψα ότι απ’ αρχής των όντων ελάτρευαν μίαν μόνη αιωνία αρχήν, ότι όλοι οι Θεοί της Ελλάδος δεν είναι παρά διάφορες ονομασίες, οι οποίες εκφράζουν τα προσόντα της θεότητος ή τις αρετές των ηρώων. Ευρίσκω ότι τούτο είναι γνώμη σταθερή σε όλα τα έθνη, ότι οι άνθρωποι δεν είναι πλέον ό,τι ήσαν κατά τον χρυσούν αιώνα, ότι αυτοί εταπεινώθηκαν και εξέπεσαν, ότι η θρησκεία είναι το μόνον μέσον για να επανασυστήσει κάποιος την ψυχή στο πρώτο μεγαλείο της, να κάνει να αυξηθούν οι πτέρυγές της ξανά και να την ανυψώσει στις αιθέριες χώρες, απ’ όπου εξέπεσε.
Πρέπει να γίνομε, πρώτον άνθρωποι δια των πολιτικών και κοινωνικών αρετών, επομένως, πρέπει να ομοιάζομε προς τους Θεούς δι’ αυτού του ωραίου έρωτος, ο οποίος μας παρορμά ν’ αγαπάμε την αρετήν γι’ αυτήν την ίδια. Ιδού η μόνη λατρεία η αξία των αθανάτων και ιδού όλη η διδασκαλία μου.
Ο Αναξίμανδρος αντικαθιστά τα πάθη στην θέση των αισθημάτων. Βεβαιώνει αυτός τολμηρώς, αλλά τίποτε δεν αποδεικνύει (…) Ιδού οι δικές μου αποδείξεις:
Οι Θεοί πράττουν το καλόν δια μόνον τον έρωτα του καλού. Η ψυχή μας είναι μόριον της ουσίας αυτών ∙ αυτή, κατά συνέπεια, μπορεί να μιμείται αυτούς ∙ αυτή μπορεί να αγαπά την αρετήν δι’ αυτήν την ίδια ∙ τέτοια είναι η αρχική φύσις του ανθρώπου. Ο δε Αναξίμανδρος δεν δύναται να αρνηθεί, χωρίς να καταστρέψει την θρησκεία.
Η διδασκαλία αυτή επενεργεί σε όλα τα χρέη της κοινωνίας ∙ αν δεν μπορούμε να αγαπήσουμε κάτι, παρά μόνον σχετικώς προς εμάς τους ίδιους, όλοι, οι πολίτες θα θεωρηθούν μετά από λίγο ως όντα ανεξάρτητα, δημιουργημένα γι’ αυτά ∙ δεν θα μπορέσομε πλέον να θυσιάσομε τα ιδιαίτερα συμφέροντά μας για το γενικόν καλόν, θα καταργήσομε τα ευγενή αισθήματα και τις ηρωικές αρετές ∙ και δεν είναι μόνον αυτό. Θα δώσομε γρήγορα την κυριότητα σε όλα τα αφανή εγκλήματα. Αν η αρετή δεν είναι ουδόλως αξιοθαύμαστη αφ’ εαυτής, ο καθένας θα την εγκαταλείψει, όταν μπορέσει να κρυφθεί από τα μάτια του κοινού, οπότε θα παραδοθούμε στο έγκλημα άνευ τύψεως της συνειδήσεως. Όταν το συμφέρον μας ωθεί σε αυτό και ο φόβος δεν μας αναχαιτίζει, ιδού η φθορά πάσης κοινωνίας. Είτε, λοιπόν, την θρησκείαν στοχαζόμεθα, είτε την πολιτικήν, το παν συνεργεί στο να βεβαιώσει την διδασκαλία μου.
Εμείς αγαπάμε μεν με ηδονήν, αλλά δεν αγαπάμε πάντοτε δια την ηδονήν ∙ δύναται κάποιος να αγαπά την δικαιοσύνη, πράγμα το οποίον μας παρέχει καλόν, δυνάμεθα επίσης ν’ αγαπάμε αυτήν αφ’ εαυτής ∙ τούτο είναι εκείνο, το οποίον αποτελεί την διαφορά μεταξύ της ηρωικής και της κοινής αρετής ∙ ο αληθής ήρως πράττει μεγάλα έργα εκ μεγάλων αιτιών. Ω Σάμιοι, ο Αναξίμανδρος έβαλε σκοπό να διαφθείρει τόσον τα ήθη σας, καθώς και το πνεύμα σας ∙ απατάται προσκολλημένος πολύ στην κατά γράμμα έννοια της δικής μας μυθολογίας ∙ όμως, οι Θεοί ελεύθεροι από τις αδυναμίες μας, ουδόλως κατεβαίνουν στην γη, για να κορέσουν τα πάθη των ∙ κάθε τι, το οποίο η σοφή αρχαιότητα διηγείται περί των ερώτων του Διός, και των άλλων θεοτήτων, δεν είναι παρά έντεχνη αλληγορία, για να παραστήσει την καθαρή σχέση των θνητών και αθανάτων στον καιρό του χρυσού αιώνος, αλλ’ οι ποιητές που καταγίνονται στο να αρέσουν και να γοητεύουν την φαντασία, επισωρεύοντας θαύματα επί θαυμάτων, διέφθειραν την μυθολογία μας δια των πλασμάτων των (…)
Ακούσετέ με για τελευταία φοράν ∙ απέφυγα να αποκαλύψω τα μυστήρια του τερατώδους συστήματος του Αναξίμανδρου και να στέρξω να κάμω σε δημόσια συνέλευση το πρόσωπόν του μισητόν, καθώς αυτός έβαλε σκοπόν να αμαυρώσει το ιδικό μου δια των σοφισμάτων του. Έως εδώ σεβάστηκα τα γερατειά του, αλλ’ ήδη, όταν βλέπω την άβυσσον, στην οποία θέλει να σας γκρεμίσει, δεν δύναμαι να σιωπήσω, χωρίς να προδώσω τους Θεούς και την Πατρίδα.
Ο Αναξίμανδρος παρουσιάζεται ενώπιόν σας ζηλωτής της θρησκείας, αλλά πραγματικά δεν ζητεί, παρά να την εκμηδενίσει ∙ ιδού οι αρχές στις οποίες αυτός πρεσβεύων διαδίδει και σε όσους θέλουν να τον ακούσουν:
«Το παν δεν είναι άλλο, παρά ύλη και κίνηση ∙ στον γόνιμο κόλπο μιάς άπειρης φύσης το παν γεννάται από μιαν αιώνια μεταλλαγή σχημάτων, η φθορά των μεν κάμνει την γέννηση των άλλων, η διάφορη κατάσταση των ατόμων αποτελεί μόνη τα διάφορα είδη των πνευμάτων, αλλά το παν διαλύεται και επαναβυθίζεται στην ίδια άβυσσο μετά τον θάνατο».
Κατά τον Αναξίμανδρο, παν ό,τι είναι ήδη λίθος, ξύλον, μέταλλον, δύναται να διαλυθεί και να μετασχηματισθεί όχι μόνον σε ύδωρ, αέρα και φλόγα καθαρή αλλ’ ακόμη σε πνεύμα λογικόν. Κατ’ αυτόν οι μάταιοι φόβοι μας έσκαψαν τον Άδη και η έντρομη φαντασία μας είναι η πηγή των περίφημων ποταμών, οι οποίοι ρέουν στον μαύρο Τάρταρον ∙ η δεισιδαιμονία μας επλήρωσε (εγέμισε) τις ουράνιες χώρες με θεούς και ημίθεους και η ματαιότητα μάς κάμνει να πιστεύουμε, ότι μιαν ημέρα θα πιούμε το νέκταρ στην κοινωνίαν αυτών. Κατ’ αυτόν, η αγαθότητα, η κακία, η αρετή, το έγκλημα, η δικαιοσύνη, η αδικία δεν είναι παρά λέξεις, τις οποίες εμείς δίδομε στα πράγματα, ανάλογα με την αρέσκειά μας ή την απαρέσκεια προς αυτά. Οι άνθρωποι γεννώνται κακοί ή ενάρετοι, καθώς οι άρκτοι γεννώνται άγριες και τα αρνιά ήμερα. Το παν είναι αποτέλεσμα μιας ακίνητης Ειμαρμένης. Ιδού, ω Σάμιοι, ο φοβερός γκρεμός στον οποίον ο Αναξίμανδρος διανοείται να σας ρίψει.»
Ενώ μιλεί ο Πυθαγόρας, οι Θεοί φανερώνονται. Ακούγεται παντού να βροντά κεραυνός. Οι ορμητικοί άνεμοι ξεσηκώνονται και σχίζουν τα στοιχεία ∙ όλοι ανεξαιρέτως όσοι παρευρίσκονται στο ναό γεμίζουν φρίκη και δειλία, ενώ ο Πυθαγόρας, γονατίζοντας ενώπιον του θυσιαστηρίου, αναφωνεί:
«Επουράνιες δυνάμεις,δώσατε μαρτυρίαν στην αλήθειαν,
της οποίας σεις μόνες εμπνέετε τον έρωτα»
Αμέσως, βαθιά γαλήνη διαδέχεται την τρικυμία, ειρήνευσε η φύση κι εσιώπησε και μια θεία φωνή φάνηκε να έρχεται από το βάθος του Ναού, λέγοντας:
«Οι Θεοί πράττουν το καλόν, διά μόνον τον έρωτα του καλού ∙
δεν δυνάμεθα να τιμήσομε αυτούς αξίως κάπως αλλιώς, παρά
εξομοιούμενοι προς αυτούς»
Θαμπωμένοι από το θαύμα της αλήθειας οι ιερείς και το πλήθος άλλαξαν γνώμη και ενώθηκαν υπέρ του Πυθαγόρα.
Αντιλαμβανόμενος αυτό ο Αναξίμανδρος, υποκριτικά λέει στη Συνέλευση: «Το Μαντείον ελάλησε και εγώ οφείλω να σιωπήσω ∙ πιστεύω αλλά ακόμη δεν φωτίστηκα ∙ θέλκτηκε η καρδιά μου, όμως το πνεύμα μου δεν πείσθηκε ∙ θέλω να λαλήσω με τον Πυθαγόρα και να διδαχθώ από τις κρίσεις του».
Η Συνέλευση κηρύσσει αθώον τον Πυθαγόρα. Με δάκρυα χαράς ο Πυθαγόρας αγκαλιάζει τον γέροντα, νομίζοντας ειλικρινείς τους λόγους του, βγαίνουν απ’ τον Ναό του Απόλλωνος, που ο Μνήσαρχος, πατέρας του Πυθαγόρα ανέγειρε, και τον φέρνει στην οικία του για μια ακόμη ενάρετη προσπάθεια εμβαπτίσεως του γερο-Αναξίμανδρου στα φωτεινά πεδία του Λόγου της Αληθείας.
Ο Ποιητής
«Το θαύμα είναι πάντοτε μονογενές. Η παραμικρή προσθήκη ευφυίας
Μαγιού το μεταβάλλει σε γεωμετρημένο λαχανόκηπο»
(Ελύτης)