Η Νέα Αργώ
Ισορροπώντας την πορεία μας επάνω στο αρχαίο τείχος, καταλήγουμε δυτικά στο καρνάγιο με λογής – λογής σκαριά σ’ επισκευή, άλλα στη θάλασσα, κι άλλα έξω τραβηγμένα. Είναι και κάποια σε ναυπήγηση πρωτόφτιαχτα ολοκαίνουργια και άλλα στην αρχή τους ακόμη σκελετωμένα με δυνατά σανίδια, σαν ραχοκοκαλιά ψαριού καμπυλωμένη. Μυρίζει φρεσκάδα της άρμης των κυμάτων ανάμικτη με κατράμι και μίνιο της βαφής και κάπου – κάπου άρωμα από ταμπάκο των μαστόρων και καπεταναίων.
Κι ανάμεσά τους το πιο όμορφο, πιο δυνατό κι ονειρεμένο πλεούμενο του κόσμου. Έχει δυο μεγάλα μάτια ζωγραφισμένα στην πλώρη του και μοιρασμένα πενήντα κουπιά στα πλευρά του. Είναι λευκό και πορφυρό με χρυσαφιές και γαλάζιες γραμμές. Έχει ψηλό κατάρτι με πανιά και όνομα ΑΡΓΩ.
Ο μάστορας που το ναυπηγεί και σφυρηλατεί και συναρμόζει, καθώς πρέπει, τα εξαρτήματά του, είναι ένας δυνατός θαλασσάνθρωπος, ψηλός, ηλιοψημένος, με ασπρισμένα όλο φως κυματιστά μακριά μαλλιά στους ώμους του και μάτια καθαρά γαλάζια. Ίδια ουρανό και θάλασσα. Μιλά τραγουδιστά και λέει :
« Η Τριτογένεια Αθηνά πρώτη φορά για τον Ιάσονα έφτιαξε
πλοίο από ξύλο βελανιδιάς
κι αυτό το πλοίο πρώτα διαπέρασε τα βάθη
των ποταμών που χύνονται στη θάλασσα
και διέπλευσε θαλασσινές εκτάσεις …
Κι όλοι οι(καλεσμένοι) ήρωες(που θα ήταν πλήρωμά του)
ταυτόχρονα εβάδιζαν από το μέρος της βαθιάς άμμου
προς τα εκεί όπου βρισκόταν πάνω στην άμμο
τo θαλασσοπόρο πλοίο.
Βλέποντας τότε αυτό το πλοίο έμεναν έκθαμβοι…
Κι ο Ορφέας με τη φόρμιγγά του τραγουδούσε :
Ω Αργώ, που φτιάχτηκες με πεύκα και βελανιδιές
άκουσε τώρα τη δική μου τη φωνή…
και ακολούθησε τους δρόμους της Παρθενικής θαλάσσης.
( … )
Τότε ο Άργος επήδησε μέσα στο πλοίο και
ακολούθησε από κοντά του ο Τίφυς
κι ετοίμασαν το πλοίο, παρασκευάζοντας
όσα έπρεπε να γίνουν,
το κατάρτι και τα πανιά ∙ έδεσαν
πάλι τα πηδάλια
αναρτώντας τα από την πρύμνη και
έσφιξαν τα λουριά
Έπειτα άπλωσαν τα
κουπιά και από τις δυο πλευρές του πλοίου
και προέτρεπαν τους Μινύες που βιάζονταν να
εισέλθουν στο πλοίο.
Μα πριν, προσευχή έκαναν προς τους θεούς του
Ωκεανού
… και τ’ άστρα, τον Ποσειδώνα… τον Νηρέα…
για να πετύχουν ενωμένοι τον σκοπό του ταξιδιού
και να επιστρέψει καθένας στα δώματά του.
Κατόπιν,
πέρασαν όλοι
κατά σειρά μέσα στο κοίλο αμπάρι
του πλοίου και κάτω απ’ τα ζυγά καθίσματα έβαλαν
τα όπλα των και
πήραν τα κουπιά.
Ο Τίφυς τούς παράγγειλε να
δέσουν
τη μεγάλη σκευή
κοντά στην μακριά κλίμακα,
ν’ απλώσουν και τα ιστία
και να σηκώσουν τα παλαμάρια
απ’ το λιμάνι.
Και τότε η Ήρα, σύζυγος του Διός, εξαπόλυσε
λιγυρό ούριο άνεμο
για ν’ αποπλεύσουν
κι η Αργώ έσπευδε στο ταξίδι της.
(…)διέσχιζαν το απειρόπληθο θαλασσινό νερό
ενώ φούσκωνε ο αφρός των κυμάτων
κάτω από την καρίνα του πλοίου εδώ κι εκεί.
Την ώρα εκείνη ο ιερός όρθρος
άνοιγε από τα ρεύματα του Ωκεανού
την ανατολή και ακολουθούσε η αυγή
που φέρνει το γλυκό φως στους θνητούς ανθρώπους
και στους αθάνατους θεούς»*
Ρωτήσαμε:
−Πότε θα ταξιδέψει το πλοίο, καπετάνιε; Κι εκείνος αποκρίθηκε:
−Ψάχνω τους ήρωες να βρω που θα με συνοδέψουν,
να ’χω και χάρτες τ’ ουρανού, γιατί είν’ ταξίδι μακρινό
ως τ’ αστρικά διαστήματα,
το δέρας το χρυσόμαλλο να βρούμε.
Από σιμά πλησιάζει και ο Ποιητής :
−«Εκείνο είναι ένα καράβι … εκείνο ματαιώνει το άπειρο
Εκείνο δεν έχει ποτέ αρκετή θέση»**.
Πιο κει, στην ακροθαλασσιά συναγωνιζόμαστε τίνος το βότσαλο θα φτάσει πιο μακριά και πόσες φορές θ’ αναπηδήσει πάνω απ’ τα κυματάκια. Κάποια στιγμή μετράμε τους κύκλους του νερού που ανοίγονται μεγαλώνοντας.
−Τι είναι τούτο το μυστήριο;
Κάθε τι που πέφτει στο νερό ανοίγει ολόγυρά του κύκλους κι εκείνοι
άλλους μεγαλύτερους και ολοένα μεγαλύτερους, αμέτρητους, που
φτάνουν ως την άκρη της θάλασσας
−Κι ακόμη πιο μακριά, ως την άκρη της Γης… Σκύβουμε συνεπαρμένοι να πιάσουμε τους κύκλους. Δεν πιάνονται! Όμως, η ροή περνάει στο χέρι μας, στο σώμα, εισχωρεί στα κύτταρα, ολοένα το βάθος γοητεύοντας επαληθεύει τον παλμό : αυτοκατάφαση : τέλεια πληρότητα : γαλήνη μετατοπισμένων εξάρσεων.
Όταν ξυπνά η συνείδηση του παντός, νιώθεις : το βότσαλο δεν υπήρξε καθεαυτό ποτέ. Σκόνη των άστρων ανεμόεσσα … Είναι πιο αληθινό να πεις : το βότσαλο πέφτοντας στο νερό δείχνει τους κύκλους του. Μιλάς τότε την άχρονη γλώσσα της αλήθειας. Σκέψου γιατί. Κι ακόμη πιο σωστά να πεις: το βότσαλο πέφτοντας στο νερό έγινε οι κύκλοι που ήταν.
Όμως η καθημερινή πρόχειρη σκέψη σου λέει: το βότσαλο έπεσε στο νερό και βρίσκεται στον πυθμένα. Πέφτοντας προκάλεσε διαταραχή στο νερό, που εκδηλώνεται με κύκλους διευρυνόμενους. Τίποτε άλλο.
Μπλουμ!… Ο ξαφνικός ήχος τάραξε τις σκέψεις μας. Αυτή τη φορά το βότσαλο πέταξε ένας μοναχικός περιπατητής και γελώντας ανοιχτόκαρδα πλησίασε στο πλάι μας εξηγώντας :
−Ο ήχος μεταδίδεται με κύκλους διευρυνόμενους.
Η κρούση παράγει ήχο. Η επαφή και τριβή παράγει κρούση.Ο Έρως κινεί προς επαφή. Να γιατί ο Έρως γεννά τα όντα. Να γιατί ο Λόγος ως Ήχος δημιουργεί τον κόσμο «εν αρχή ην ο Λόγος», όπου η αρχή δε νοείται ως χρόνος ούτε ως εξουσία ― η γρήγορη ταχύτητα, η μεγάλη κινητική ενέργεια παράγει ισχυρότερη τριβή και προκαλεί τα ηχητικά κύματα. Η μεγαλύτερη ταχύτητα είναι εκείνη του φωτός. Άρα φως και ήχος είναι αλληλένδετα. Ο Ήχος του Φωτός είναι πρωτογενής.Όλοι οι άλλοι ήχοι αποτελούν χονδροειδείς εκφράσεις παραγώγων ….
Μέσα σ’ έναν κόσμο αντι – κειμένων πώς να συλλάβω τον Ήχο του Φωτός ; Είπε ο άνθρωπος και το πρόσωπό του έγινε ένα βαθύ δραματικό ερωτηματικό… Δεν μιλάμε. Μόνο κοιταζόμαστε στα μάτια.Τον πιάνομε απ’ το χέρι και μαζί μπαίνουμε μέσα στη θάλασσα, να νιώσουμε τον παλμό της ροής της μυστικής πηγής που μας γέννησε. Δονημένος στο ρυθμό αυτής της πάλμωσης, νιώθεις να είσαι τα πάντα και μέσα στα πάντα τίποτε κι από πάντα. Έτσι.
Όσο για τον ήχο : «μπλουμ!» τον λένε οι πολλοί και τα παιδιά βιάζονται να το επαναλάβουν εύκολα, όμως στο φίλτρο της συνείδησής τους κατακάθεται όλο εκείνο το πρωτογενές υλικό που εκλύθηκε κι εγέμισε όλους τους ήχους του κόσμου σε μιας στιγμής έκφραση με τη γέννησή μας και μένει καθαυτό μέσα στο είναι μας ανέκφραστο και δονούμενο ες αεί.
−Γι αυτό οι καλοί γονείς μαθαίνουν το παιδί τους να παίζει ρίχνοντας βοτσαλάκια στα νερά : συνειδητά ή ασυνείδητα το διδάσκουν άμεσα τον συντονισμό στο ρεύμα του κόσμου. Η νοερή κίνηση στους κύκλους που ανοίγονται …
−Σ… σ… σ… ς .Σιωπή. Παραδίνομαι στην κυκλική ταχύτητα της Αρχικής Πηγής. Είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από εκείνην του Φωτός.
Άκου το μυστικό : «δεν έχουν τέρμα οι κύκλοι, ανοίγονται…
Αντίκρυ απ’ το καρνάγιο, κυματοφιλημένα προβάλλουν τ’ ακρογιάλια της «αλιστεφέος Σαλαμίνος»***, με τα πευκοσκέπαστα βουνά.
−Βλέπετε εκεί; Μας ζυγώνει ένας γέρος- ναυτικός, με σκούρο κασκέτο στ’ άσπρα του μαλλιά και με τσιμπούκι στην άκρη των χειλιών, που αναδίνει μια ζαλιστική μυρωδιά καπνόφυλλων. Και συνεχίζει :
−Όταν, στην κάθοδο των Περσών, οι Αθηναίοι επιβιβάστηκαν στα πλοία για τα κοντινά νησιά, με σκοπό ν’ αντιμετωπίσουν τους εχθρούς κατά θάλασσα, «το θέαμα των πολιτών που έμπαιναν στα καράβια και έφευγαν,σε άλλους προκαλούσε θλίψη και σε άλλους θαυμασμό για την τόλμη των ανθρώπων αυτών, που έστελναν κατευοδώνοντας τις οικογένειές τους μακριά, σε άλλο μέρος, ενώ αυτοί άκαμπτοι στις οιμωγές και τα δάκρυα και τα αγκαλιάσματα των γονιών τους, τραβούσαν αντίκρυ προς το νησί.
Όμως και οι πολίτες που εξαιτίας των γηρατειών τους απόμεναν στην πόλη προκαλούσαν λύπη μεγάλη.
Ακόμη μια γλυκιά συμπάθεια που ράγιζε την καρδιά ένιωθε κανείς για τα ήμερα σπιτικά ζώα,που με φωνές και με λαχτάρα έτρεχαν ακολουθώντας τα αφεντικά τους που έμπαιναν στα πλοία. Ανάμεσα σ’ αυτά αναφέρεται στις διηγήσεις και ο σκύλος που είχε ο Ξάνθιππος, ο πατέρας του Περικλή,που μη βαστώντας να χωριστεί απ’ αυτόν πήδησε μέσα στη θάλασσα και κολυμπώντας πλάι στο πλοίο βγήκε έξω στην Σαλαμίνα και μ’ εξαντλημένες τις δυνάμεις του ξεψύχησε αμέσως· τάφος δικός του λένε πως είναι εκείνο που δείχνεται ως σήμερα και ονομάζεται «Κυνός σήμα».
Αυτά μας διηγείται ο Πλούταρχος.
Θαυμάζω αυτήν την συνέπεια στην αγάπη. Ως φάνηκε, ο σκύλος αγαπούσε περισσότερο τον άνθρωπο, παρά ο άνθρωπος τον σκύλο.Θαυμάζω τον σκύλο του Ξανθίππου, που τον ακολούθησε κολυμπώντας μέσα στον κίνδυνο, χάνοντας τη ζωή του την ίδια στο όραμα της φιλίας.
−Ε, καπετάνιε της Αργώς, όταν έλθει η ώρα, μην ξεχάσεις να μας καλέσεις συντρόφους στο μακρύ ταξίδι.
Ανασηκώθη ο καπετάνιος κι έρχεται μ’ ένα μεγάλο πανέμορφο κοχύλι,που οι κύκλοι του ξεκινούν μικροί από την μιάν άκρη του και μεγαλώνουν συνέχεια σε σπείρα ως την άλλη πλατιά του ανάπτυξη. Σφυρίζει στην άκρη του κοχυλιού και ο ήχος βαθύς μεγάλος απλώνεται ως μακριά.
−Ακούτε πώς ανοίγονται οι κύκλοι; Έτσι κινείται η σπειροειδής εξέλιξη του κόσμου και των όντων, σαν μια περιστροφική κλίμακα από τριγωνικά σκαλιά, που απλώνεται επ’ άπειρον ― μας λέει ο Πυθαγόρας.
Προχωρεί ο καπετάνιος ως την άκρη του ναυπηγείου, εκεί όπου φυτρώνουν ξεχασμένοι θάμνοι και δέντρα. Απλώνει χέρια και κόβει έναν καρπό. Έρχεται και μας τον δίνει :
−Ένα ρόδι !...
−Φυλάχτε το καλά στο νου σας. Κι όταν ξανανταμώσουμε, αυτό το ίδιο
να μου παραδώσετε – δείγμα της ευθύνης σας.
Ο Ποιητής
Μόνοι
πιασμένοι απ’ το χέρι
μέσα στις άγνωστες πολιτείες
-δυό μικροί επαίτες
του ζεστού μας ονείρου
κάτω απ’ το ραγισμένον ουρανό.
(. . . )
-δυό μικροί επαίτες
του παλιού μας ονείρου
-δυό μεγάλοι πρίγκηπες
της αγάπης.
(Γιάννης Ρίτσος)
Σημειώσεις :* Ορφέως «Αργοναυτικά» (στ. 65…, 237…, 268…, 275…, 278…, 362…) Η εύλαλος Αργώ
** Ο Ποιητής Πωλ Ελυάρ
***Ορφικά «εν κροκάλησιν αλιστεφέος Σαλαμίνος»:στα βότσαλα της στεφανωμένης με ακρογιαλιές Σαλαμίνας.