Πνευματική Αφαίμαξη
Σάλος στη γειτονιά, πόδια πηγαινοέρχονται στο καλντερίμι, πρόσωπα περίεργα να δουν, να μάθουν. Στο πλάτεμα ο γαντοφορεμένος λακές ανοίγει την πίσω πόρτα μαύρης λιμουζίνας, σκύβει ελαφρά με τ’ άλλο χέρι οριζόντιο μπρος στο στομάχι του :
−Υψηλοτάτη ! …
Η μαύρη δαντελένια μεταξωτή εσάρπα είναι ριγμένη πάνω απ’ τ’ μαλλιά, μαύρα γυαλιά κρύβουν το βλέμμα της. Κατηφορίζει με τη συνοδεία της κι απ’ ολόγυρα δημοσιογράφοι με τις φωτογραφικές μηχανές και τα σημειωματάρια στα χέρια. Πίσω η πιτσιρικάδα και σε απόσταση ευπρέπειας οι μεγάλοι σαστισμένοι από το απρόσμενο συμβάν.
−Το είπαν οι δάσκαλοι : το παιδί είναι μεγάλη διάνοια
−Οποία η αξία ετούτου του παιδιού, για να έρθει μέχρι εδώ, στην τελευταία προσφυγογειτονιά, η ίδια η βασίλισσα να το πάρει.
−Είναι μαθηματική μεγαλοφυία, είπαν
−Θα το στείλει, λένε, η βασίλισσα στην Αμερική, θα το κάνουν στη ΝΑΣΑ επιστήμονα
−Θα δουλέψει για τα μεγάλα συμφέροντα
−Αλίμονο στην πατρίδα του που το χάνει
−Ο Θεός να μας βοηθάει. Όλα μας τα παίρνουν : μας πήραν τους αρχαίους θησαυρούς, τις γραφές των σοφών μας, τ’ αγγεία, τ’ αγάλματα, τα πολύτιμα μέταλλα, τα πετρέλαια, τα καλύτερα νιάτα μας πήραν στα εργατοπάζαρά τους, τα καλύτερα γεννήματα της γης μας …
Τώρα μας παίρνουν και παιδιά, καθώς οι Οθωμανοί, να τα κάνουν γενιτσάρους –επιστήμονες.
−Όσο κι αν μας πολεμάνε, πάντα εδώ μένει μια μαγιά, καθώς έλεγε συχνά και ο Μακρυγιάννης, για να ξορκίζει το κακό.
−Γρηγορείτε οι φύλακες, το ιερό πυρ άγρυπνο κρατείτε στην Εστία μας
…
Η σκοτεινή κουστωδία βγαίνει απ’ το σπίτι με τις αχιβάδες, κρατώντας το δωδεκάχρονο αγόρι. Γυρίζει ο Άλκης, κοιτάζει την αυλή του με τις κληματαριές απλωμένες με δυνατούς κλάδους πάνω στο κιόσκι. Αμέτρητα φαντάζουν τα τρυφερά τους φύλλα μες στα παιχνίδια των ηλιαχτίδων, με πληθωρικούς πλούσιους βότρεις μοσχάτων σταφυλιών ανάμεσά τους, απ’ αυτούς που ως τώρα άπλωνε χέρια κι έκοβε και γευόταν των θεών το νέκταρ, που στο μυαλό του άνοιγε μιαν αντιφεγγιά της εποπτείας του κόσμου.
Ποιος ξέρει αν θα τα ξαναδεί όλα τ’ αγαπημένα του : το σεργιάνι στ’ αρχαία τείχη στο Καστράκι, στα καρνάγια με τους ναυπηγομαστόρους να κουβεντιάζουν τα μυστήρια της θάλασσας, το αγνάντεμα της Ακρόπολης, όπου κάποιες φορές, το είδε ψηλά απ’ τον Παρθενώνα ν’ αστράφτει η αιχμή απ’ το δόρυ της Αθηνάς, … το άγαλμα των ρόδων …
Μια αγωνιώδης λαχτάρα ανεβαίνει να τον πνίξει. Θέλει να τρέξει κατά εκεί … όμως, τον έχουν ολούθε ζωσμένο. Γυρίζει το βλέμμα προς τα βράχια. Πνεύμα Έρωτος θείου πλανάται εκεί που αγάπησε…
Οι «μεγάλοι» τον παίρνουν σφιχτά απ’ το χέρι, με τα γέλια, από πίσω τους κι οι άλλοι. Για πού; Για τα καλύτερα λένε απ’ ολόγυρα οι θιασώτες του αμερικάνικου ονείρου. Τούτος ο δρόμος δεν έχει πίσω γυρισμό. Λύνω το περιδέραιο απ’ το λαιμό μου.
−Άλκη, Άλκη … πρόλαβα να του βάλω στην τσέπη το αρχαίο περιστέρι
−Το Μυστικό φύλαξε … μου λέει ξαφνιασμένος, σα να ξυπνάει απ’ έναν εφιάλτη μασκαρεμένον τα ρούχα της γιορτής.
Χτυπούν ξερά οι πόρτες στο ξένο αυτοκίνητο, κλείνοντας τη φυγή. Τρέχω ξοπίσω τους. Τρέχω … φωνάζουν τα παιδιά …Τρέχω να φτάσω μιαν ανάσα του, μες απ’ τα δάκρυα τρέχω να συγκρατήσω τη μορφή του στον αέρα, τρέχω ν’ αγκαλιάσω αυτά που ζήσαμε μαζί …
Τρέχω και πέφτω μπρούμυτα, στο χώμα, μετρώντας με το μπόι μου τη γη που ζύγιαζε τα βήματά μας …
σταματημένος ο χρόνος ….
Και μες από τα δάκρυα θολωμένη, βλέπω ανάμεσ’ απ’ τους θάμνους να μου γνέφει ένα γλυκό φως : είναι το κόκκινο απ’ τα τρία ρόδα του μυστικού αγάλματός μας , που με κοιτάζει ακίνητο καταματωμένο στη σιωπή …
Ο Ποιητής
Κάποτε θα ’ρθουν να σου πουν
πως σε πιστεύουν, σ’ αγαπούν
και πως σε θένε
Έχε το νου σου στο παιδί
κλείσε την πόρτα με κλειδί
Ψέματα λένε.
Κάποτε θάρθουν γνωστικοί
λογάδες και γραμματικοί
για να σε πείσουν.
Έχε το νου σου στο παιδί
κλείσε την πόρτα με κλειδί.
Θα σε πουλήσουν.
Κι όταν θα έρθουν οι καιροί
που θάχει σβήσει το κερί
στην καταιγίδα
Υπερασπίσου το παιδί
γιατί αν γλιτώσει το παιδί
υπάρχει ελπίδα.
( Λευτέρης Παπαδόπουλος )