Το ξημέρωμα στο χωριό με σηκώνουν τα κρυστάλλινα κελαϊδίσματα των πουλιών. Στον κήπο τα ψηλά δέντρα και τα πανέμορφα άνθη απλώνουν εκστατικά δάκτυλα, εισχωρώντας μέσα στην ευδία του φωτός. Μία μουσική ανάμεσ’ απ’ τα φύλλα σαν ροή τρεχούμενων νερών του δάσους, με οδηγεί ανάμεσ’ από δάφνες, τεράστιες βελανιδιές και φιλύρες. Φωνές ουράνιες γυναικών μελωδούν :
Άκουσέ με, ω πολυσέβαστη θεά*
Δαίμον**με τα πολλά ονόματα,
βοήθησε στις ωδίνες, γλυκιά
πρόσβλεψη στις λεχώνες ∙
των θηλυκών η σωτηρία, συ που μόνη
αγαπάς τα παιδιά
υπερβολικά υψηλόφρων,
που γρηγορεύεις τον τοκετό κι έρχεσαι βοηθός
των θνητών στις λύπες τους
Προθυραία, προστάτης της θύρας του σπιτιού,
φύλαξ που κρατείς τα κλειδιά, ευπρόσιτη, που αγαπάς να τρέφεις,
σε όλους προσηνής
συ που τις οικίες όλων προστατεύεις κι ευχαριστιέσαι
στα συμπόσια
που λύνεις τις ζώνες των γυναικών, χωρίς να φαίνεσαι,
όμως εκδηλώνεσαι
σε όλα τα έργα
και συμπάσχεις στις ωδίνες και χαίρεσαι με τους καλούς
τοκετούς,
Ειλείθυια, που απαλλάσσεις από τους πόνους σε φοβερές
ανάγκες.
Διότι μόνον εσένα προσκαλούν οι λεχώνες γι’ ανακούφιση
της ψυχής τους,
επειδή συ τις κάνεις να λησμονούν τις στεναχώριες
των τοκετών
Άρτεμι, Ειλείθυια και σεβαστή
Προθυραία,
άκουσέ με μακαρία, και δίδε απογόνους,
ερχόμενη ως βοηθός
και σώζε, καθώς ακριβώς γεννήθηκες η σωτηρία
όλων παντοτινά .
Σημειώσεις:* Από την βαθύτατη αρχαιότητα η Αθωνική χερσόνησος με το Άγιον Όρος της ήταν Ιερός τόπος λατρείας του Θείου, κατοικημένος μόνον από ιέρειες αφιερωμένες στη λατρεία της θεάς Αρτέμιδος, φωτεινής δημιουργικής δύναμης περιφρούρησης της Ζωής και των αξιών που την διέπουν. Εμφανίζεται με πολλά ονόματα και ως έννοια αφομοιώνεται στην περιέχουσα ιδέα της Μεγάλης Παγκόσμιας Παρθένου Παναγίας Θεοτόκου Μητέρας, την οποία δοξάζει και η Χριστιανοσύνη, μακραίωνα, έως σήμερα.
**Η λέξη «δαίμων»(με κλητική προσφώνηση «δαίμον») σημαίνει γνώστης καλός, ο γνωρίζων. (βλ. και ρήμα οίδα=γνωρίζω καλά)
Ο αέρας ευωδιάζει θυμιάματα. Κορίτσια μ’ άσπρα πέπλα χορεύουν κρούοντας κύμβαλα, κρατώντας το ίσο στις συγχορδίες μιάς αόρατης λύρας, που έχει τις ηλιαχτίνες σώμα.
Αφέθηκα να κοιτάζω το μαγευτικό θέαμα, όχι για να χορτάσουν τα μάτια ομορφιά, όμως για μια βαθιά βεβαιότητα του σκοπού της ζωής μας σ’ αυτόν τον κόσμο.
Μια νεαρή ελαφίνα με κοιτάζει μ’ ένα βελούδινο γλυκό βλέμμα, ακίνητη, σαν να οσμίζεται στον αέρα το μυστήριο και μου το διοχετεύει. Ξάφνου σπαθίζει ορμητική κίνηση ανάμεσα απ’ τους θάμνους, τα βράχια και τα δέντρα, στέκει, στρέφει και με κοιτά, λες και με προσκαλεί σ’ ένα παιχνίδι, όπου την φτάνω και βρίσκω ολόγυρά της ολοφορτωμένες χρυσούς καρπούς κουμαριές, μυρτίλους και βατομουριές και πιο πάνω αγριομηλίτσες, καρυδιές, δαμασκηνιές και φουντουκιές κι άλλα που ακόμη δεν ξέρω να ονοματίσω.
Α! τι θαύμα ο Κόσμος! Τι ομορφιά ξεχωριστή στο κάθε πλάσμα, με τη γνώση του και την ελευθερία του να ορίζει μια θέση μες στον κόσμο. Και, ακόμα, τι ευεργεσία να προσφέρει απλόχερα τους πλούσιους καρπούς του, για να μετέχουν και οι άλλοι στη γνώση του.
Τρέχει η ελαφίνα πιο ψηλά και σταματά σε μια παραμυθένια πηγή ονειρική, να πιει νερό, ανάμεσ’ από βράχια καλόσχημα, κι ολόγυρά της βλάστηση πυκνή, γεμάτη ανθούς, ναρκίσσους κι αρώματα πρωτογνώριστα. Κι είναι να θαυμάζει τ’ ανθρώπου ο νους ποιος την τόσην άπειρη ποικιλία εστόλισε κι ωράϊσε τόσο τέλεια, που αντικρίζοντάς τα και μυρίζοντάς τα και νιώθοντάς τα με όλες τις αισθήσεις, λες : δε χρειάζεται να ψάχνεις άλλο για σκοπούς στον κόσμο ετούτο. Ιδού η ωραιότης! Πολλαπλασιασμένη μες στους καθρέφτες του νερού και των νεροσταγόνων που, απ’ την ορμή του καταρράκτη, σκορπίζονται με δύναμη στον αέρα. Κι όπου γυρίζω να κοιτάξω, βλέπω απ’ ανάμεσα την εικόνα της μορφής μου ν’ αποθαυμάζεται, που υπάρχει μεσ’ στην τόσην ομορφιά και τάξη.
Αίφνης! Θόρυβος παλμικός πλησιάζει, σαν μια απειλή στο εφησυχασμένο τοπίο. Δυνατό ποδοβολητό σηκώνει σκόνη σε νέφος θολό, κι ανάμεσα ζώα άγρια : λύκοι, τσακάλια, τίγρεις, αγριόχοιροι, αρκούδες, ύαινες… κι όλα τα φοβερά αγρίμια να τρέχουν κυνηγημένα. Ξωπίσω τους ένα άρμα ανάλαφρο με δυο ελαφίνες ζεμένες χρυσοκέρατες, κι επάνω ορθή με κοντό χιτώνα, μισόγυμνη, με τόξο, με τη φαρέτρα και τα βέλη πίσω απ’ τον ώμο και με το φως του ήλιου στα μαλλιά η Άρτεμις, με ιαχές να απωθεί, ολοένα πιο απόμακρα, τ’ άγρια ζώα σε απάτητους γκρεμούς, να καθαρίζει τα τοπία, σημαδεύοντας με τα βέλη της τα φυσικά οροθέσια του κάθε είδους, καθορίζοντας τις δυνάμεις και τα ένστικτα που κυβερνούν τον βίο κάθε ατόμου μέσα στα δυναμικά πεδία της ιερότητας της ζωής.
Το δειλινό, κοπέλες με τα γέλια ξεκινούν απ’ το χωριό με κάνιστρα, αγγεία και δάδες. Φτάνοντας κοντά στο ποτάμι, ανάβουν θυμιάματα στον βωμό κι εκεί μες σ’ ένα ωραιόπλεκτο καλάθι η κόρη η μελλόνυμφη αφιερώνει στην προστάτιδα του γάμου θεά τα παιχνίδια της : κύμβαλα και πλαγγόνες-κούκλες , προσφέρει και την «απαρχήν» μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά της πάνω σε αδράχτι. Κατόπιν, μπαίνει στα νερά και λούζεται με τραγούδια, λέγοντας : «λάβε μου, ποταμέ, την παρθενίαν». Βγαίνοντας, τα κορίτσια την αλείφουν μυρωδικά αρώματα.
Καθώς πέφτει η νύχτα επιστρέφουν μ’ αναμμένες δάδες στο πατρικό σπίτι, ολοκληρώνοντας τα «προαύλια», πρώτη ημέρα της γαμήλιας τελετής για ν’ ακολουθήσει την επόμενη ημέρα ο γάμος. Ωστόσο, ο γαμβρός μαζί μ’ έναν τυμπανιστή έρχεται σ’ άλλη μεριά της ακροποταμιάς, καρφώνει ένα μαχαίρι στη γη και χορεύει πηδώντας κύκλους ολόγυρά του στους ήχους των παλμών του τυμπάνου…
Ξημερώνοντας, οι μεγάλες μητέρες βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, βοηθώντας στην ετοιμασία της γαμήλιας γιορτής, όπου τον κύριο λόγο έχουν οι μελίτινοι πλακούντες, όλο σουσάμι, μέλι, αμύγδαλα και σκόνη κανελογαρύφαλα. Οι φίλες της νύφης πηγαινοέρχονται στα δυο πατρικά σπίτια των μελλονύμφων, κουβαλώντας αγκαλιές δαφνόκλαδα, μυρτιές και άνθη, για να στολίσουν τον χώρο της τελετής και στη γαμήλια κάμαρη τον «παστόν» στου γαμπρού το σπίτι. Εκεί περιβάλλουν το βάθρο του κρεβατιού με κλαδιά δάφνης, μυρσίνης και ροδιάς κι επάνω στον τοίχο αναρτούν λευκό σενδόνι ολοστόλιστο με μπουκετάκια λουλουδιών και στη μέση ένα στεφάνι, τραγουδώντας για ευγονία και αγάπη στο ζευγάρι.
Το απομεσήμερο, στο πατρικό σπίτι αρχίζει ο στολισμός της νύφης στον γυναικωνίτη, με πλούσια στολή, με εύμορφα νυφιάτικα παπούτσια, με πέπλον λευκό, στερεωμένο μ’ ένα στεφάνι μυρσίνης επάνω στα μαλλιά. Όλα μες στα τραγούδια των κοριτσιών :
«…Γιατί δεν έχει πιο πολύτιμο
με μια γνώμη αγαπημένο αντρόγυνο
φροντίζει για τα σπίτι …»
Μέσα στη μεγάλη καταστόλιστη αίθουσα, οι συγγενείς και φίλοι περιμένουν να εμφανιστεί η νύφη, για να αρχίσει η τελετή. Οι οργανοπαίχτες βάζουν τα δυνατά τους, να συντονίσουν στην χαρά όλων τις διαθέσεις, και τα τραγούδια πηγαινοέρχονται στα στόματα αντρών και γυναικών :
«Σήμερα γάμος γίνεται κι είναι τρανή ημέρα
σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα»
Έρχεται η νύφη, καλυμμένη με πέπλο, ακολουθώντας την νυμφεύτρια και πιασμένη χέρι-χέρι με το γαμπρό, πλησιάζουν στο βωμό της Εστίας με το ακοίμητο πυρ και προσφέρουν κάνιστρο γεμάτο καρπούς και άνθη. Τα κορίτσια ανάβουν θυμιάματα και ραίνουν το ζευγάρι με αρώματα. Οι πατέρες του ζεύγους, ως αρχιερείς των οίκων τους, προτείνουν σε κρυστάλλινο ποτήρι οίνον και άρτον, να πιουν από τρεις γουλιές τη Θεία Κοινωνία, με ψαλμούς ευχών. Η νυμφεύτρια τοποθετεί εναλλάξ τρεις φορές δυο λεπτεπίλεπτα στεφάνια από λεμονανθούς, ενωμένα με λευκή κορδέλα, επάνω στην κεφαλή τους. Τώρα το ζευγάρι, οδηγημένο από πατέρα-αρχιερέα, χορεύει τρεις κύκλους γύρω από το βωμό της Εστίας και όλοι χαρούμενοι τους ραίνουν με ρύζια-σπέρματα ευημερίας στη νέα τους ζωή.
« Παναγία Τριάς ευλόγησον το ζεύγος
Παναγία Θεοτόκε Μητέρα ευλόγησον αυτούς
εις γάμου κοινωνίαν αγάπης κι ευσεβείας…»
Ευχές και ψίθυροι από τους μακρούς αιώνες :
«Διί Τελείω, Ήρα Τελεία, Αφροδίτη,
Πειθοί και Αρτέμιδι …»
Αρχίζουν πάλι τα όργανα, λύρες, αυλοί, φλογέρες, τύμπανα, όλα εναρμονισμένα στη χαρά του έρωτα, και συγκαθίζουν όλοι για τη «θίνη», το εορταστικό δείπνο, προσφέροντας σπονδές -λίγο γλυκό κρασί στο δάπεδο. Μοιράζονται οι μελιτινοί πλακούντες κι ακολουθεί ένα αγόρι, προσφέροντας από γεμάτο κάνιστρο άρτον, επαναλαμβάνοντας «έφυγον κακόν, εύρον άμεινον». Τέλος, η νύφη σηκώνει τον πέπλο από το πρόσωπό της και αποκαλύπτεται. Τώρα πια θεωρείται απ’ όλους έγγαμη. Σηκώνεται ο γαμπρός και της χαρίζει τα γαμήλια δώρα : χρυσά ενώτια, περιδέραιο χρυσό, δακτυλίδι, ζώνη ομορφοστόλιστη και πλουμιστή κασετίνα.
Κοπέλες και παλικάρια τραγουδούν συγκινημένοι τους στίχους που η ποιήτρια Σαπφώ πρωτοτραγούδησε :
«Ο Έρωτας μου συντάραξε το νου
σαν άνεμος που ρίχνεται
στα δέντρα του βουνού»
Τώρα το ζευγάρι έρχεται στην μέση της αίθουσας και χορεύουν τους κύκλους της νέας τους ζωής, που αρχίζει εναρμονίως, μες στην αγκάλη των ευχών. Με το τέλος του γαμήλιου χορού, τα κορίτσια τραγουδούν με τη συνοδεία των οργάνων, κι όλοι, μικροί-μεγάλοι, πιάνονται απ’ τα χέρια στον τρανό χορό, σε κύκλους, έναν μέσα στον άλλον, που γυρίζουνε ευφρόσυνα μες στη χαρά, σαν γαλαξίας σ’ ευτυχισμένον ουρανό.
«Μάνα μ’ χαρά, μάνα μ’ χαρά, μάνα μ’ χαρά μεγάλη
γαμπρός από την μια μεριάν και νύφη από την άλλη.
Ήρθαν κι επιάσαν στον χορόν χέρια μαλαματένια
και δαχτυλάκια σεντεφιά και νύχια διαμαντένια.
Μπροστά πηγαίν’ ο Αυγερινός και παραπίσω η Πούλια
και πάρα πίσω ο γκιούλ μπαξές μ’ όλα του τα ζουμπούλια.
Γαμπρέ και συμπεθέροι μου θέλω να σας προτείνω
να μη μας τον μαράνετε τον δροσερόν μας κρίνο»
Ακολουθεί ο συγκινητικός χορός αποχωρισμού της μάνας και της κόρης, με τις αργές κινήσεις, που κρατεί τις ρίζες του στον τελετουργικό χορό της θεάς Δήμητρας και της Κόρης Περσεφόνης.
Νύχτα προχωρημένη, με ευχές για βίον ανθόσπαρτον, το ζευγάρι ξεκινά με τη νυμφεύτρια ανάμεσά τους, πάνω σε ανθοστόλιστη άμαξα, με συνοδεία φίλων και οργανοπαιχτών, με δάδες, για την οικία του γαμπρού. Θεσπέσιος ήχος από ύμνους κι από κρόταλα, ευωδιασμένος από λιβάνια και μύρα, αφιερωμένα στον Απόλλωνα, γεμίζει τους δρόμους.
Φτάνοντας,η γαμήλια πομπή σταματά μπροστά στην αυλόθυρα, όπου έξι κοπέλες ιεραοιδοί, παρατεταγμένες σε τρία ζεύγη, ενώνουν τοξωτά σαν αψίδα τα χέρια τους, κρατώντας δάφνες, για να περάσει το ζευγάρι απ’ ανάμεσα. Καθώς πλησιάζουν ο γαμπρός και η νύφη, κρατημένοι απ’ το χέρι, τους ρωτούν, μήπως έχουν στόχο την προίκα ή την συντροφιά
−Μη προικοθηρείτε ;
−Ουχί.
−Μη δημοθηρείτε ;
−Ουχί.
−Τις ο δεσμός εστιν ;
−Έρωτος! Έρωτος! Έρωτος!
−Εν αρμονίη είητε…
Μόλις το ζευγάρι φτάνει μπροστά από το κατώφλι του σπιτιού, ανάμεσ’ από τον ολοστόλιστο μαρμάρινο φαλλό και το δαφνοστεφανωμένο «Εκαταίο», τους ραίνουν ροδοπέταλα, ροδέλαιο κι ανθόνερο. Ραίνουν τη νύφη και με το ιερόν ύδωρ της γονιμότητας. Τους προσφέρουν να φάνε κυδωνόπαστο κι ένα αγγείο γεμάτο μέλι με σουσάμι και καρύδια . Η νυμφεύτρια χαράζει έναν σταυρό στο ανώφλι κι, ανοίγοντας την εξώθυρα, η νύφη πετάει στο πάτωμα ένα ρόδι, να σκορπιστούν μέσα οι σπόροι για ευφορία και ευγονία. Κατόπιν, με αναμμένες λαμπάδες εισέρχεται η μητέρα του γαμπρού οδηγώντας τη νύφη και το γαμπρό. Μπαίνουν περνώντας επάνω από στεφάνι λευκοσιδήρου, για το καλό. Με τα γέλια και τα τραγούδια των παρθένων εισέρχονται στη γαμήλια κάμαρη, παίρνοντας το κλειδί της ευτυχίας από τη θυρωρό φίλη της νύφης, που τη φρουρούσε ως να έλθουν. Η νύχτα κυλά για το νέο ανδρόγυνο μες στα τραγούδια και τις μουσικές των κοριτσιών που αγρυπνούν απέξω.
«Έσπερε, που φέρνεις πίσω ό,τι σκόρπισε η ολόφωτη αυγή,
φέρνεις και το παιδί στη μάνα του…»
Με τα τραγούδια ξυπνούνε το πρωί κι έπειτα η νύφη δέχεται τα «επαύλια» δώρα συγγενών και φίλων. Κατόπιν, ακολουθεί η «γαμήλια» θυσία-προσφορά για ευλογία του ζεύγους στην οικία τους, με πλούσιους καρπούς, άνθη και θυμιάματα, ενώ ο γαμπρός προσφέρει δείπνο μεγάλο και λαμπρό, όπου παρακάθονται τα καλύτερα πρόσωπα της κοινωνίας τους . Χορεύουν τον τρανό χορό σε μεγάλο κύκλο όλοι μαζί, κι ανάμεσά τους κοπέλες, με τις γαμήλιες πίτες υψωμένες σε ασημένιους δίσκους.
Οι ευχές στεργιώνουν το νέον οίκον.
Έτσι, η τρίτη ημέρα η αφιερωμένη στο γάμο κλείνει το γαμήλιο γιορταστικό κύκλο, φυλάσσοντας καλά μέσα του ασφαλείς εγγυήσεις για γόνιμη καρποφορία, αρμονική συζυγία και διαιώνιση της ζωής.
Σημείωση :Μη προικοθηρείτε;=μήπως κυνηγάτε την προίκα; Μη δημοθηρείτε;=μήπως κυνηγάτε τη συντροφιά (από φόβο μοναξιάς); Ποιος είναι ο δεσμός σας; Δεσμός Έρωτος… Είθε να είσθε σε αρμονία.
Μεσημεριάζοντας, ο Άθως αστραφτοβολάει την πυραμίδα του. Είναι που αποχαιρετιόμαστε. Φεύγουμε για εκείνα που αφήσαμε. Όμως, στα μάτια κρατούμε για πάντα άγρυπνη τη λάμψη της ελεύθερης κορυφής.
Ο Ποιητής
Από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό είχα κάνει Ναό που
καθόμουν να τον φυλάγω .
Πλάκωνε μεσημέρι και αυτό που λέμε σκέψη μες στη ρώγα του
μαύρου χτυπούσε σταφυλιού να σπάσει.
Κάτι θα ’πρεπε να γίνεται μέσα στον ουρανό που να το πιάνει κανένας
με το σώμα σαν ονείρωξη.
( . . . )
Φάνηκε το παιδί που ανάβει
Γράμματα και τρέχει να γυρίσει πίσω το άδικο στο στήθος μου.
Στο στήθος μου όπου φάνηκε η Ελλάδα η δεύτερη του επάνω
κόσμου.
Αυτά που λέω και γράφω για να μην τα καταλαβαίνει άλλος κανείς
Όπως ένα φυτό που αρκείται στο φαρμάκι του εωσότου ο άνεμος
Του το γυρίσει σ’ ευωδιά ναν τη σκορπίσει και στα τέσσερα σημεία
του κόσμου.
Θα φανούν αργότερα τα οστά μου φωσφορίζοντας ένα γαλάζιο
Που το πάει αγκαλιά ο Αρχάγγελος και στάζει με τεράστιους
Διασκελισμούς διαβαίνοντας την Ελλάδα τη δεύτερη του επάνω
κόσμου.
(Οδυσσέας Ελύτης)
* * *