Διογένης και Αλέξανδρος― Περί Παιδείας και Εξουσίας
Διογένηςκαι έξανδρος Περί Παιδείας και Εξουσίας
Κατηφορίζοντας συναντάμε την λαμπρή αρχαία πολιτεία, που δεν μπορούσε κι ο κάθε τυχαίος να την πλησιάσει:
«ου παντός πλειν ες Κόρινθον».Τόσο πλούσια η αίγλη της …
Κι εδώ, παραδόξως, εγκαταστάθηκε ο ασκητικός Διογένης ο Πόντιος εκ της Σινώπης, διωγμένος απ’ τους συμπολίτες του με καταδίκη εξορίας, γιατί τους ενοχλούσαν οι αλήθειες που έλεγε. Και κάποια στιγμή είπε πως κι αυτός τους καταδίκασε να μείνουν εκεί, ενώ αυτός ταξίδευε τον κόσμο ελεύθερος κι είχε για κατοικία ένα πιθάρι πλαγιασμένο.
Ήρθε κι ο Αλέξανδρος με τη στρατιά του, στα πλαίσια της πανελλήνιας υποταγής στο πρόσταγμά του για τη μεγάλη κατά των Περσών εκστρατεία.
Στάθηκε ο Αλέξανδρος αρματωμένος εμπρός στον απλοϊκό φιλόσοφο, που στοχαζόταν εκστατικός στην ευχάριστη λιακάδα, και ζητούσε απ’ αυτόν να μάθει κάποιες σοφίες …
Ζυγώνομε και ακούμε :
Διογένης* : Η παιδεία είναι δυο ειδών, μια θεϊκή και η άλλη η ανθρώπινη. Η θεϊκή είναι μεγάλη, δυνατή και εύκολη, ενώ η ανθρώπινη μικρή, αδύναμη και περιέχει πολλούς κινδύνους και ουκ ολίγη απάτη ∙ θα πρέπει αναγκαστικά να προσεγγίσει την θεϊκή παιδεία, προκειμένου να είναι ορθή. Αυτό το ανθρώπινο είδος οι περισσότεροι άνθρωποι το λένε «παιδεία» – όπως λέμε παιδιά [το παιχνίδι] φαντάζομαι – και όποιον γνωρίζει την περισσότερη λογοτεχνία(…) και έχει διαβάσει τα περισσότερα βιβλία, τον θεωρούν σοφό και εξαιρετικά μορφωμένο (…)
Το άλλο είδος άλλοτε το ονομάζουν παιδεία και άλλοτε ανδρεία και μεγαλοφροσύνη. Γι αυτόν τον λόγο, λοιπόν, οι γεροντότεροι αποκαλούσαν παιδιά του Διός αυτούς που αποκτούσαν καλήν παιδεία κι είχαν γενναίαν ψυχή, γιατί μορφώθηκαν σαν τον Ηρακλή. Όποιος, λοιπόν, την έχει από την φύση του αυτήν την υψηλή παιδεία και εύκολα γίνεται κοινωνός της, του είναι αρκετό ν’ ακούει λίγα πράγματα και σε λίγα μαθήματα, απλά τα σπουδαιότερα και τα κυριότερα, και είναι ήδη μυημένος, τα φυλάει αυτά στην ψυχή του και δεν μπορεί να του τα αφαιρέσει ούτε ο χρόνος ούτε κανένας σοφιστής αλλά ούτε και κάποιος που θα ’θελε να τα εξαφανίσει στη φωτιά. Ακόμη και στη φωτιά να τον ρίξουν, όπως ο Ηρακλής, που λένε πως αυτοπυρπολήθηκε, θα κρατήσει τις αρχές του ανέπαφες μες στην ψυχή του (…) Γιατί αυτός δεν χρειάζεται να μαθαίνει, παρά μόνο να θυμάται ∙ μετά, αμέσως γνωρίζει και αναγνωρίζει,σαν να είχε εξαρχής αυτές τις ιδέες στο μυαλό του. Κι ακόμα, αν τύχει και πέσει σε άνθρωπο που «ξέρει τον δρόμο», θα ’ναι εύκολο για τον άνθρωπο εκείνο να του διδάξει τον δρόμο ∙ κι αυτός μαθαίνοντάς τον αμέσως ξεκινά. Αν όμως βρεθεί με κανέναν σοφιστή ανίδεο και απατεώνα, αυτός θα τον εξαντλήσει περιφέροντάς τον εδώ κι εκεί, (…) μη γνωρίζοντας ο ίδιος τίποτε, αλλά απλά υποθέτοντας, αφού και ο ίδιος στο παρελθόν έχει παραπλανηθεί από τέτοιους απατεώνες ∙ (…) θα βρεις ένα τέτοιο πλήθος ηλιθίων που ακολουθούν από κοντά, και θα ανακαλύψεις πως ο σοφιστής σε τίποτε δεν διαφέρει από έναν ακόλαστο ευνούχο.
(…) Όταν πάλι λέει ο Όμηρος πως οι βασιλιάδες είναι «αναθρεμμένοι απ’ τον Δία» και «φίλοι του» νομίζεις πως είναι διαφορετική ανατροφή απ’ τη διδασκαλία και την μαθητεία που εγώ ονομάζω θεϊκή; Μήπως θέλει να πει ότι τους βασιλιάδες τους ταΐζει ο Δίας, σαν την παραμάνα με γάλα, κρασί και φαγητά κι όχι με γνώση και αλήθεια; Το ίδιο και…Είναι φανερό πως αυτό θέλει να δείξει ο Όμηρος, όταν, επαινώντας κάποιον βασιλιά, τον λέει «ποιμένα των λαών». Γιατί έργο του ποιμένα είναι να φροντίζει, να προστατεύει και να φυλάει τα πρόβατα και όχι, μα τον Δία, να τα πετσοκόβει, να τα σφάζει και να τα γδέρνει. Και όμως μερικές φορές κι αυτός, σαν χασάπης, οδηγεί πολλά πρόβατα στο παζάρι. Αλλά τόσο πολύ διαφέρει ο χασάπης από τον ποιμένα, σχεδόν όσο η βασιλεία από την τυραννία. Όταν για παράδειγμα, ο Ξέρξης κι ο Δαρείος οδηγούσαν απ’ τα Σούσα ένα τεράστιο πλήθος από Πέρσες, Μήδους, Σάκες, Άραβες και Αιγύπτιους εδώ στην Ελλάδα σε βέβαιο χαμό, ενεργούσαν σαν βασιλιάδες ή σαν χασάπηδες, οδηγώντας στη σφαγή αυτή τη λεία;»
Αλέξανδρος : Εσύ δηλαδή δεν θεωρείς βασιλιά ούτε τον μέγα βασιλέα;
Διογένης : Όχι περισσότερο, Αλέξανδρε, απ’ όσο θεωρώ βασιλιά το μικρό μου δάχτυλο
Αλέξανδρος : Άρα ούτε εγώ θα γίνω μέγας βασιλέας, όταν καταλάβω την εξουσία του;
Διογένης : Δεν θα είναι αυτός ο λόγος που θα γίνεις μέγας βασιλέας. Γιατί και στα παιδιά, όποιο νικάει στο παιχνίδι και το λένε βασιλιά, δεν είναι στ’ αλήθεια βασιλιάς. Τα παιδιά ξέρουν βέβαια πως ο νικητής, που τον λένε βασιλιά είναι γιός τσαγκάρη ή μαραγκού και πως πρέπει να μάθει την τέχνη του πατέρα του ∙ όμως (…) παίζει (…) και φαντάζεται ότι κάνει κάτι πολύ σπουδαίο (…) Ίσως, λοιπόν, κι εσείς οι δυο κάνετε κάτι παρόμοιο, κι ο καθένας σας στη θέση των παιδιών έχει τους στρατιώτες που πολεμούν μεταξύ τους ∙ αυτός τους Πέρσες και τους άλλους Ασιάτες και συ τους Μακεδόνες και τους άλλους Έλληνες. Και όπως ακριβώς έκαναν τα παιδιά, σημαδεύουν το ένα το άλλο με τη μπάλα-σφαίρα κι όποιο χτυπηθεί, χάνει, έτσι και συ σημαδεύεις τον Δαρείο και ο Δαρείος εσένα κι ίσως μάλιστα τον χτυπήσεις και τον βγάλεις απ’ τη μέση, γιατί μου φαίνεσαι για πιο εύστοχος. Έπειτα, αυτοί που πριν ήταν στο πλευρό του, θα ’ρθουν με το μέρος σου και θα υποταγούν κι εσύ θα ονομαστείς βασιλιάς όλων.(…)
Με τέτοια μυαλά, δεν θα έχεις τίποτε περισσότερο από κανέναν κι ούτε στ’ αλήθεια θα βασιλεύσεις, ακόμη κι αν κυριεύσεις τη Βαβυλώνα (…), ακόμα κι αν διασχίσεις τον Ωκεανό και κατάχτήσεις μεγαλύτερη ήπειρο από την Ασία.
Αλέξανδρος: Και ποιος εχθρός μου θ’ απομείνει, αν αιχμαλωτίσω αυτούς που είπα;
Διογένης : Ο πιο δύσκολος εχθρός σου δεν μιλά περσικά ή μηδικά, όπως μιλάει, φαντάζομαι, ο Δαρείος, αλλά μακεδονικά και ελληνικά.
Αλέξανδρος:Ποιος είναι αυτός ο εχθρός μου;
Διογένης: Δεν ξέρεις εσύ που νομίζεις πως ξέρεις περισσότερα από τον καθένα;
Αλέξανδρος:Λοιπόν δεν θα μου τον αποκαλύψεις;
Διογένης : Εδώ και ώρα προσπαθώ να σου το πω αλλά δεν θες να ακούσεις :
εσύ είσαι ο πιο άσπονδος εχθρός και αντίπαλος του εαυτού σου, όσο παραμένεις κακός και ανόητος. Κι αυτός είναι ο άνθρωπος που αγνοείς περισσότερο από κάθε άλλον. Γιατί κανένας ανόητος και κακός δεν γνωρίζει τον εαυτό του. Διαφορετικά δεν θα όριζε ο Απόλλωνας ως πρώτο καθήκον το Γνώθι σ’ αυτόν θεωρώντας ότι είναι το πιο δύσκολο για τον καθένα. Μήπως δεν συμφωνείς ότι η αφροσύνη είναι η μεγαλύτερη και σοβαρότερη απ’ όλες τις αρρώστιες και καταστροφική για όσους την έχουν και δεν θεωρείς τον άφρονα άνθρωπο αυτοκαταστροφικό; Ή δεν παραδέχεσαι πως εκείνος που βλάπτει έναν άνθρωπο και του προξενεί ένα σωρό κακά, δεν μπορεί παρά να είναι και ο πιο μεγάλος εχθρός και αντίπαλός του; (…)
Εσύ, Αλέξανδρε, δεν έχεις το σημάδι του βασιλιά.
Αλέξανδρος :Τώρα δα έλεγες πως ο βασιλιάς δεν χρειάζεται σημάδια;
Διογένης : Ναι, μα τον Δία, αλλά εννοούσα τα εξωτερικά σημάδια, όπως τιάρες και πορφύρες ∙ γιατί
αυτά σε τίποτε δεν ωφελούν∙ αλλά το σημάδι που δίνει η φύση, αυτό είναι απαραίτητο πάνω απ’ όλα.
Αλέξανδρος:Και ποιο είναι αυτό;
Διογένης : Είναι αυτό που έχει η βασίλισσα των μελισσών. Ή μήπως δεν έχεις ακούσει πως υπάρχει βασίλισσα που γεννιέται τέτοια απ’ τη φύση της, χωρίς να έχει αυτό το προνόμιο απ’ την καταγωγή της, όπως εσείς που ισχυρίζεσθε πως κατάγεσθε απ’ τον Ηρακλή;
Αλέξανδρος : Ποιο είναι λοιπόν αυτό το σημάδι;
Διογένης : Δεν έχεις ακούσει από τους γεωργούς ότι αυτή μόνο η μέλισσα δεν έχει κεντρί, γιατί δεν χρειάζεται κανένα όπλο εναντίον κανενός; Γιατί καμία απ’ τις άλλες μέλισσες δεν θα της αμφισβητήσει το βασιλικό δικαίωμα, ούτε θα την πολεμήσει, αν έχει αυτό το σημάδι. Εσύ όμως μου φαίνεσαι πως όχι μόνο περπατάς, αλλά και κοιμάσαι οπλισμένος. Δεν καταλαβαίνεις ότι το να είναι κανείς οπλισμένος δείχνει φοβισμένον άνθρωπο; Και κανένας φοβισμένος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ βασιλιάς περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε να γίνει δούλος.
Εσύ ακόμη και την ψυχική σου διάθεση την έχεις ακονισμένη σαν κεντρί κακό και βίαιο. Δεν θα πετάξεις, λοιπόν, τα όπλα που κρατάς, ώστε να υπηρετήσεις τους καλύτερούς σου φορώντας ένα χιτώνα, αντί να τριγυρνάς φορώντας ένα γελοίο διάδημα; Όπου να ’ναι μπορεί να βγάλεις και κανένα λοφίο ή τιάρα σαν τους πετεινούς (…)
Μην προσπαθείς, λοιπόν ανόητε, να γίνεις βασιλιάς, πριν αποκτήσεις φρόνηση. Εν τω μεταξύ είναι καλύτερα όχι να δίνεις διαταγές, αλλά να ζεις μοναχικά φορώντας προβιά.
Να ξέρεις καλά ότι δεν θα γίνεις ποτέ βασιλιάς, πριν εξευμενίσεις τον δαίμονα που ’χεις μέσα σου και υπηρετώντας τον όπως πρέπει, αποδείξεις πως είναι ηγεμονικός, ελεύθερος και βασιλικός και όχι όπως τώρα, δουλικός, ανελεύθερος και κακός.
Αλέξανδρος : Πες μου ποιος ο δαίμονάς μου αυτός;
Διογένης :Οι κακοί κι οι καλοί δαίμονες, που φέρνουν ευτυχία και δυστυχία, δεν βρίσκονται έξω απ’ τους ανθρώπους, αλλά ό,τι ο νους του καθενός, αυτός είναι ο δαίμονάς του. Καλός είναι ο δαίμονας του καλού και φρόνιμου ανθρώπου, κακός ο δαίμονας του κακού και, παρόμοια, ελεύθερος είναι ο δαίμονας του ελεύθερου ανθρώπου, ενώ δουλικός του δούλου, βασιλικός του βασιλικού και μεγαλοπρεπούς και χαμερπής ο δαίμονας του χαμερπούς και χυδαίου ανθρώπου.
Θα αναφέρω τους πιο κοινούς και αξιοπρόσεκτους δαίμονες που υποκινούν όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, τυράννους και ιδιώτες,πλούσιους και φτωχούς,καθώς και όλα τα έθνη και τις πόλεις(…)
Ας πούμε, επικρατούν 3 τρόποι ζωής, στους οποίους καταλήγουν οι περισσότεροι – όχι, μα τον Δία, μετά από ώριμη σκέψη και δοκιμή, αλλά επειδή παρασύρθηκαν εκεί τυχαία και από άλογη ορμή. Απ’ αυτούς τους τρόπους ζωής ο πρώτος είναι ο φιλήδονος και επιρρεπής στις σωματικές ηδονές ∙ ο δεύτερος είναι ο φιλοχρήματος και φιλάργυρος ∙ και ο τρίτος, ο πιο επιφανής και ταραχώδης, είναι αυτός που αγαπά τις τιμές και τη δόξα κι έχει να επιδείξει την πιο φανερή και έντονη ανησυχία και παράνοια, με την αυταπάτη ότι λατρεύει κάποιο ευγενές δαιμόνιο.
Προκειμένου να καταδείξουμε τον παραλογισμό που υπάρχει στους τρόπους ζωής των ανθρώπων, δεν υπάρχει τίποτε άπρεπο ή μεμπτό στο να παραβάλουμε τους εαυτούς μας με τους ποιητές ή τους καλλιτέχνες ή, αν χρειαστεί, και με τους εξαγνιστές, στην προσπάθειά μας να φέρουμε από παντού εικόνες και παραδείγματα,μήπως μπορέσουμε να αποτρέψουμε κάποιον από την κακία, την απάτη και τις πονηρές επιθυμίες και τον κάνομε να αγαπήσει την αρετή και να νιώσει έρωτα για μια ζωή καλύτερη ∙ αν όχι, τότε θα μιμηθούμε εκείνους που κάνουν τελετές και εξαγνισμούς κι εξευμενίζουν την οργή της Εκάτης κι υπόσχονται ότι θα σε απαλλάξουν απ’ το κακό κι έπειτα, νομίζω, πριν τους καθαρμούς, περιγράφουν και δείχνουν πολλά και ποικίλα οράματα που λένε πως τα στέλνει η θεά, όταν θυμώνει.
Ο φιλοχρήματος δαίμονας λατρεύει το χρυσάφι, το ασήμι, τα κτήματα, τα κοπάδια, τα σπίτια και κάθε είδους ιδιοκτησία (…)κοροϊδεύει την παιδεία και τα γράμματα, εκτός κι αν η μόρφωση έχει να κάνει με λογαριασμούς και συμβόλαια (…) Είναι εραστής του πλούτου πιο τυφλός κι από τυφλόν (…) θεωρώντας παντού και πάντα το έχειν πιο ωφέλιμο και καλύτερο απ’ το μη έχειν (…) Το χρήμα, λοιπόν, κυνηγά κι αναζητάει παντού, χωρίς να υποχωρεί, ακόμη κι αν αυτό γίνεται με επαίσχυντα και αθέμιτα μέσα, μέχρις ότου παραμονεύοντας παρακολουθήσει τις τιμωρίες και κυριευμένος απ’ τη δειλία γίνει προσεκτικότερος ∙ γιατί έχει ψυχή κοπρόσκυλου, που άλλοτε αρπάζει το φαγητό –κι άλλοτε το κοιτά με φθόνο. (…)
Ή μήπως δεν βλέπουμε πως πολλοί απ’ τους λεγόμενους βασιλιάδες είναι μπακάληδες, φοροεισπράχτορες και σωματέμποροι;
Ο δεύτερος τύπος ανθρώπου κι ο δαίμονάς του είναι αυτός που γεννά τα όργια της ηδονής. Έχει πολλές όψεις και μορφές, είναι μονίμως πεινασμένος για μυρωδιές και γεύσεις αλλά και για οποιοδήποτε θέαμα ή ακρόαμα προσφέρει ηδονή (…) και πιο ασυγκράτητος στην έντονη και διακαή μανία του για σεξουαλικές (αφροδισιακές) πράξεις με γυναίκες και άνδρες και για άλλες ακόμη πιο ανομολόγητες και ακατανόμαστες αισχρότητες (…) . Ακόμη αναγκάζει το θύμα του να παραβεί τους ανθρώπινους και θεϊκούς νόμους. Τέτοιον τύραννο υπηρετώντας και με τέτοια παθήματα,περιπλανιούνται μες στη ζωή οι αδύναμες ψυχές που δειλιάζουν μπρος στους σωματικούς κόπους, κι υποδουλωμένες στις ηδονές αγαπούν μόνο την σάρκα, κι ο βίος τους είναι αισχρός και επονείδιστος, όχι επειδή τον επιλέγουν αλλά επειδή έχουν παρασυρθεί σ’αυτόν.
Ο τρίτος δαίμονας είναι ο φιλόδοξος. Αυτός, τώρα δεν είναι πρόθυμος να διαγωνισθεί, αν και είναι από την φύση του φιλόνικος σε όλα και αξιώνει να είναι πρώτος. Προστάτης των φιλόδοξων ανδρών, μονίμως αιωρείται στον αέρα και ποτέ του δεν αγγίζει την γη ή κάτι το ταπεινό(…) Δίνοντας πίστη σε φτερά αδύναμα και στην πραγματικότητα ανύπαρκτα, κινείται ο ίδιος και κινεί επικίνδυνα και αβέβαια τον άνθρωπο, που είναι φανατικός οπαδός και υπηρέτης του, κι άλλοτε δίνει την εντύπωση πως είναι σπουδαίος κι ευτυχής,κι άλλοτε πως είναι ταπεινωμένος και άθλιος-κι όχι μόνο στα μάτια των άλλων, μα πρώτα και κύρια στον ίδιο του τον εαυτό (…) σαν δεμένος πάνω σ’ έναν τροχό που γυρνά με φόρα. Η παρομοίωση της δόξας με τον τροχό ούτε αταίριαστη είναι ούτε χειρότερη απ’ τις σοφές και πνευματώδεις εικόνες των ρητόρων ∙ γιατί έτσι καθώς γυρίζει ο τροχός με τη μεγαλύτερη ευκολία, αναγκάζει την ψυχή να παίρνει περισσότερα σχήματα απ’ όσα δίνει ο τροχός του αγγειοπλάστη στον πηλό που πλάθεται. Έναν τέτοιον άνθρωπο,ζορισμένο και περιστρεφόμενο, έναν κόλακα του λαού και των όχλων σε συνελεύσεις και αγορεύσεις ή φίλο, δήθεν και υπηρέτη βασιλιάδων και τυράννων – ποιος δεν θα τον λυπόταν για τον χαρακτήρα και τρόπο ζωής του; (…)
Θα τον χαρακτηρίζαμε φιλόνικο, ανόητο, μάταιο, υποταγμένο στην αλαζονεία, τη ζηλοτυπία κι όλα αυτά τα φοβερά και άγρια πάθη. Γιατί είναι αναπόφευκτο όλα αυτά τα ακοινώνητα, τα άγρια και λυπηρά συναισθήματα να συνοδεύουν την φιλόδοξη ψυχή και είναι φυσικό ο νους του ανθρώπου να ’ναι πολύ ευμετάβλητος και ασταθής, αφού υποδουλώνεται και αφοσιώνεται σ’ ένα πράγμα ασταθές, και συνεχώς περνά απ’ τη χαρά στη λύπη (…) Κι η Αυταπάτη που συνοδεύει κι αυτόν τον δαίμονα είναι η πιο πειστική απ’ όλες (…) του λέει πως είναι εραστής του ωραίου και το οδηγεί προς τη δόξα, θαρρείς και το οδηγεί σε κάποιαν αρετή ή καλή φήμη.
(…) Συχνά όμως συμβαίνει δυο ή όλοι οι δαίμονες να κατέχουν τον ίδιο άνθρωπο, δίνοντάς του αντικρουόμενες προσταγές και απειλώντας τον με αυστηρές τιμωρίες, αν δεν υπακούσει. (…) Έτσι λοιπόν η ψυχή του αμφίβολη και διχασμένη, πάντοτε σε ατέλειωτη διαμάχη και σύγκρουση με τον ίδιο της τον εαυτό, δεν μπορεί παρά να καταλήξει στην δυστυχία. Γιατί,όπως ακριβώς όταν συντυχαίνουν οι αρρώστιες και μπερδεύονται μεταξύ τους και μοιάζουν να ’ναι αντίθετες η μια με την άλλη κι η θεραπεία γίνεται δύσκολη κι αδύνατη, το ίδιο, νομίζω, συμβαίνει και με τα πάθη της ψυχής, όταν συνυπάρχουν και περιπλέκονται το ένα με το άλλο.
Αλλά εμείς,μετέχοντας σε μια γνήσια αρμονία, ανώτερη από κάθε προηγούμενη, ας υμνούμε τον καλό και σώφρονα δαίμονα και θεό που οι αγαθές Μοίρες κάποτε όρισαν να τον έχουμε προστάτη, μεταλαμβάνοντας τον Λόγο και την υγιή παιδεία.