Διονυσιακό Θέατρο Αθηνών – Προμηθεύς Δεσμώτης
Στο Θέατρο Διονύσου, στα νότια ριζά της Ακρόπολης, ανάβει το πνεύμα στη θυμέλη την έμπνευση των υψηλών ιδεών της ζωής. Σε αυτό το θεόπνευστο αλώνι οι Ποιητές με τη γραφίδα τους θησαυρίζουν στην ανθρωπότητα τους λόγους της Αρετής.
ΚΡΑΤΟΣ
Να’ μαστε στ’ ακραία και τ’ αλαργινά του κόσμου
στους έρημους κι απάτητους Σκυθικούς δρόμους.
Τώρα δουλειά σου, ω Ήφαιστε, όσο ο πατέρας
πρόσταξε, να γνοιαστείς, και τον άνομο τούτο
στα βράχια, στους ψηλούς γκρεμούς να ποδοδέσεις
μ’ αλυσίδων ασύντριφτα δεσμά ατσαλένια,
γιατί έκλεψε της πάντεχνης φωτιάς τη φλόγα,
-τ’ άνθος σου εσένα-και το χάρισε του ανθρώπου.
Τέτοιο κρίμα λοιπόν χρωστάει να μας πλερώσει,
για να μάθει του Δία την εξουσία να στρέγει
και τους φιλάνθρωπους τους τρόπους του ν’ αφήσει.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Κράτος και Βία, για σας η προσταγή του Δία
τέλειωσε και πια τίποτε δε στέκει εμπόδιο ·
μα εμέ, δε μου βαστά η ψυχή θεό συγγενή μου
στ’ άγριο τούτο φαραγγοπέρασμα να δέσω.
Όμως να σφίξω την καρδιά μου ανάγκη πάσα,
γιατί βαρύ’ ναι ν’ αψηφώ του Δία το λόγο.
Ω εσύ, με τα υψηλά φρονήματα σου, τέκνον
της ορθόβουλης Θέμιδος, θέλεις δεν θέλω
σ’ αυτή την έρμη κορυφή να σε καρφώσω,
π ’ ούτε φωνή και κανενός την όψη ανθρώπου
θα βλέπεις, μα απ’ του ήλιου τη φωτιά ψημένος
τ’ άνθος της όψης σου θ’ αλλάξεις (…) κι έτσι
κάποιο θα’ χεις κακό να τυραγνιέσαι πάντα,
χωρίς να βρίσκεται ψυχή να σ’ αλαφρώσει.
Τέτοιο έλαβες μισθό γι’ αγάπη των ανθρώπων
γιατί θεός εσύ, δε σκιάχτηκες των άλλων
την οργή των θεών και πήγες να προσφέρεις
στους ανθρώπους χαρίσματα περ’ απ’ το δίκιο,
που αντίς γι’ αυτά, στον άχαρο το βράχο τούτο
ολόρθος κι άγρυπνος φρουρός θε να φυλάγεις,
δίχως τα γόνατά σου να λυγάς και θρήνους
πολλούς κι ανώφελα θα σκούζεις μοιρολόγια
γιατί εύκολα δεν τη γυρνάς του Δία τη γνώμη
κι είναι πάντα σκληρός ο κάθε νέος αφέντης.
(…)
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ω άγιε αιθέρα, κι ω γοργές φτερωτές αύρες,
πηγές των ποταμών, των θαλασσίων κυμάτων
χαμογέλασμα αρίθμητο, κι ολωνών μάνα,
ω Γη! Και συ που όλα τα πάντα βλέπεις, Ήλιε,
δείτε μ’ εγώ θεός απ’ τους θεούς τι πάσχω!
Κοιτάξτε, τι άτιμα βάσανα
με ξεσκίζουν, που αιώνες αμέτρητους
θα υποφέρω τραβώντας τα…
(…)
Κι όμως τι λέγω; όλα εγώ από πριν τα ξέρω
ξάστερ’ όσα είναι να’ ρθουν, ουδέ θα μ’ έβρει
καμιά συμφορά ανέλπιστη…
(…
ΧΟΡΟΣ
Μα πες μου, μην προχώρησες πιο περ’ ακόμα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τους έπαυσα στα μάτια εμπρός να’ χουν το χάρο.
ΧΟΡΟΣ
Ποιο γιατρικό για την αρρώστια αυτή τους βρήκες;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τυφλές ελπίδες θρόνιασα μες στην καρδιά τους
ΧΟΡΟΣ
Μεγάλο αυτό στον άνθρωπο χάρισες κέρδος
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μα έξω απ’ αυτά και τη φωτιά του έδωσα ακόμα
ΧΟΡΟΣ
Κι έχουν τη λαμπερή φωτιά οι λιγόζωοι τώρα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όπου πολλές μ’ αυτή θα διδαχτούνε τέχνες.
ΧΟΡΟΣ
Λοιπόν για τέτοιες αφορμές και σένα ο Δίας
άγρια παιδεύει κι ούτε λέει να ησυχάσει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μην το θαρρείτε ξιπασιά μου ή περηφάνεια
που δε μιλώ μες στη βουβή τη συλλογή μου
σπαράζομαι να βλέπω αυτή μου την κατάντια .
Κι όμως, στο βάθος, σε ποιον άλλο παρά εμένα
χρωστούνε οι νέοι αυτοί θεοί τις τιμές που’ χουν;
Μ’ αυτά τ’ αφήνω, κι είναι περιττό να κάνω
λόγο, γιατί τα ξέρετε τώρα τα πάθη
των ανθρώπων ν’ ακούσετε, πως, ενώ πρώτα
σαν τα μωρά ήταν, νου τους έβαλα και φρένες ·
κι όχι παράπονο μ’ αυτούς πως έχω, μόνο
για να σας δείξω την καλή προαίρεσή μου.
Και λοιπόν πρώτα βλέπαν και του κάκου εβλέπαν,
άκουγαν και δεν άκουγαν, μα όμοια με ονείρων
μορφές σ’ όλο το μάκρος της ζωής τους όλα
τα πάντα έτσι ανάκατα σύγχυζαν, κι ούτε
πλινθόχτιστα προσήλια σπίτια ξέραν, ούτε
τα ξύλα να δουλεύουν, μα σ’ανήλια σπήλαια
χωσμένοι ετρύπωναν σαν τ’ αχαμνά μερμήγκια.
Και ούτε χειμώνα εγνώριζαν βέβαιο σημάδι,
ούτε ανθοφόρας άνοιξης, ούτε του θέρους
του καρπερού κανένα, μα έτσι επορεύονταν
με δίχως κρίση, ώσπου τους έδειξα των άστρων
τις αξεδιάλυτες ανατολές και δύσεις.
Κι εγώ τον αριθμό, την πιο τρανή σοφία,
και των γραμμάτων τα συνθέματα τους βρήκα,
της μνήμης, της μητέρας των Μουσών, εργάτες.
Κι έζεψα πρώτος στο ζυγό τα ζώα σκυμμένα
κάτω από ζεύγλες και σαμάρια, για να παίρνουν
τους πιο μεγάλους πάνω τους κόπους του ανθρώπου.
Κι έδεσα χαλινόστεργα τ’ άλογα στο άρμα,
της αρχοντιάς της μεγαλόπλουτης καμάρι
και τα θαλασσοπλάνητα δε βρήκεν άλλος
παρά εγώ λινόφτερα του ναύτη αμάξια.
Μα, ο άμοιρος! Ενώ ήβρα τέτοιες σοφές τέχνες
για τους ανθρώπους, τίποτα για με τον ίδιο
δεν έχω να σωθώ απ’ αυτές τις συμφορές μου ·
(…)έδειξα τ’ ανακάτωμα λογής φαρμάκων
την πάσ’ αρρώστια τους μ’ αυτά να πολεμούνε.
Και τους πολλούς της μαντικής χώρισα τρόπους
κι έκρινα πρώτος απ’ τα όνειρα ποια πρέπει
να βγουν αληθινά…
(…) και μάτια
στης φλόγας έδωσα τα πριν τυφλά σημάδια.
Μα έξω απ’ αυτά και τα κρυμμένα μες στα σπλάχνα
της γης, χαλκό και σίδερο, χρυσάφι, ασήμι,
του ανθρώπου βοηθήματα, ποιος από μένα
πως τα ήβρε πρώτος θε να πει; βέβαια κανένας,
εκτός να φλυαρεί αν θέλει έτσι του βρόντου.
Και μ’ ένα λόγο σύντομο σου λέω να ξέρεις
στον Προμηθέα χρωστούν οι άνθρωποι όλες τις τέχνες»…
(Αισχύλου «Προμηθεύς Δεσμώτης»)
Θεατρική παράσταση Αισχύλου “ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ”
{youtube}kcWdcGwd844{/youtube}
«δῆσε δ’ ἀλυκτοπέδησι Προμηθέα ποικιλόβουλον,
δεσμοῖς ἀργαλέοισι, μέσον διά κίον’ ἐλάσσας
και οἱ ἐπ’ αἰετόν ὦρσε τανύπτερον · αὐτάρ ὅ γ’
ἧπαρ ἢσθιεν ἀθάνατον, το δ’ ἀέξετο ἴσον ἁπάντῃ
νυκτός, ὅσον πρόπαν ἧμαρ ἔδοι τανυσίπτερος ὄρνις,
τον μεν ἄρ’ Ἀλκμήνης καλλισφύρου ἃλκιμος υἱος
Ἡρακλέης ἔκτεινε…»
(Ησίοδος «Θεογονία» στ.521-52)
«έδεσε τον ποικιλόβουλο Προμηθέα με ενοχλητικά
αφόρητα δεσμά, αφού κίνησε με μεσαίον κίονα
και ώρισε πάνω απ’ αυτόν μακρυφτέρουγο αετόν · αλλ’ αυτός
του έτρωγε το αθάνατον ήπαρ, όμως αυτό αυξανόταν εξίσου όλη
τη νύχτα, όσο την προηγούμενη ημέρα έτρωγε ο μακρυφτέρουγος όρνις,
αυτόν λοιπόν ο άλκιμος γιος της Αλκμήνης, η οποία έχει ωραία σφυρά,
ο Ηρακλής τον σκότωσε…»
«… ἢρεσεν οὖν μοι και ἐν τῷ μύθῳ ὁ Προμηθεύς μᾶλλον τοῦ Ἐπιμηθέως · ᾧ χρώμενος ἐγώ και προμηθούμενος ὑπέρ τοῦ βίου τοῦ ἑμαυτοῦ παντός πάντα ταῦτα πραγματεύομαι»: «μου άρεσε λοιπόν και στον μύθο ο Προμηθέας μάλλον παρά ο Επιμηθέας ·αυτόν χρησιμοποιώντας εγώ (ως παράδειγμα) και λαμβάνοντας πρόνοια για όλον τον βίον μου, πραγματεύομαι αυτά…» (Σωκράτης)
« Ο Προμηθεύς είναι θεός, ο οποίος φέρει προς θέαση την ορατήν φύση δια της πύρινης τροφοδοσίας. Είναι η δύναμη και προμήθεια του πυρός διά του οποίου δύνανται να λάμψουν οι Αστέρες και να δομηθεί το ανθρώπινο σώμα με τη νοητική ικανότητα.
Άνθρωπος σημαίνει αυτόν, ο οποίος ως δύναμη ΑΝ: ευρίσκεται άνω, σε ΘΡΩ: θέα ροής (φωτός) επί γηίνου (υλικού) χώρου και ΠΟΣ: τροφοδοτεί πυρ τον χώρο, ο οποίος πάλλεται(Σ). Η λέξη άνθρωπος αναφέρεται πρωτίστως στους αστέρες που ακτινοβολούν και, στη συνέχεια, αποδίδεται στο νοήμον ον του πλανήτη μας, του οποίου η σκέψη μετέχει στον πύρινο χορό των θεϊκών αστέρων που ξετυλίγουν το πρόγραμμα της Δημιουργίας.
Χορός είναι η ίδια η ομήγυρις και τα ίδια τα πρόσωπα που εξετέλεσαν τους άθλους ή σε περίπτωση θανάτου, αφηγητές και μιμητές των άθλων ωρίζονταν άλλοι που εγνώριζαν τόσο το συμβάν όσο και το ήθος του ήρωος. Η συγκέντρωση έκλεινε δια των συμπερασμάτων, τα οποία ανακοίνωνε ο κορυφαίος, δηλαδή ο άριστος, ο ηγέτης της ομηγύρεως, χορού, λαού. Ο κορυφαίος εν συνεχεία ήταν δυνατόν να χα-ράξη, με βάση «τα τ’ έοντα πρό τ’ έοντα τα μέλλοντα, να ομιλήση για την σημασία της χά-ριτος στη ζωή όλων των μελών της ομηγύρεως, να χα-ρακτηρίση τα εξέχοντα χα-ρίσματα των μελών και, τέλος να καλέση όλους να σχηματίσουν έναν κύκλο πιάνοντας το χέ-ρι ο ένας του άλλου και ν’ αρχίσει η χα-ρά δια του χορού. Η ανάλυση της λέξεως χορός ακριβώς αποκαλύπτει την χαρά(«χ») της ομηγύρεως(«Ο»), η οποία ρέει («Ρ») στον χώρο («Ο») με κινήσεις παλινδρομικές(«Σ»).»
(Από το βιβλίο του Η.Τσατσόμοιρου «Ιστορία Γενέσεως της Ελληνική Γλώσσας»
Στη μεγάλη ορχήστρα της Γης η ανθρώπινη δραματουργία συνεχίζεται:
ΧΟΡΟΣ
Άδωρο δώρο η χάρη τους τι τ’ όφελος, αλήθεια
και ποια από τους λιγόζωους βοήθεια;
Δεν το είδες; πόσο αδύναμο κι αμήχανο
τυφλό σα μέσα σ’όνειρο σαλεύει
τ’ ανθρώπινο κοπάδι παγιδευμένο;
Όμως του Δία την πάνσοφη αρμονία
βουλή θνητού δεν την παρασαλεύει.
(Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης»)
Ο Ποιητής
Απ’ τις αλύσεις μου έκανα ο Προμηθέας φτερά
αετών, ράμφη περιστεριών απ’ τα καρφιά μου!
(Ήλεκτρος Μπούμης)