ΕΦΗΒΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ
Αρχίζοντας το θέρος, ο πνευματικός κάματος της σπουδάζουσας εφηβείας, με το πέρας των εξετάσεων, έρχεται να διασκεδαστεί στους αγρούς και στις εξοχές, στα «μεγάλα ντέφια των κάμπων», σε δασωμένες πλαγιές κι ακρογιαλιές κυματοφίλητες, στις ανοιχτές αγκάλες τ’ ουρανού που όλο υπόσχεται την πιο παλιά κληρονομία ∙όμως, εμείς περνάμε στοχαστικοί, πλάι απ’ τους ψιθύρους των αόρατων αγγέλων του, αρκούμενοι σε αυτό που ως τώρα έδωσε να είμαστε. Περιδιαβαίνουμε τα τοπία, τρεφόμενοι την ευμορφία της φύσης και των υπέροχων έργων του ανθρώπου στ’ αρχαία μνημεία του πνεύματος και στων απλών ανθρώπων τη σοφία.
Ο τόπος συνάθροισής μας είναι το οροπέδιο των Μουσών. Εδώ, καθένας μας που φθάνει, αντί χαιρετισμού, απαγγέλλει ένα εκφραστικό του ποίημα. Γιατί είναι της ψυχής γλυκός ησυχασμός στης αρμονίας τον ρυθμό να εμπιστεύεται τις σκέψεις και τους στοχασμούς της. Κι η εκλέπτυνση αυτή του πνεύματος, μες’ απ’ τον δρόμο του κάλλους, δείχνει της αρετής τα μάκρη, που στη ζωή καλείται ο άνθρωπος να διανύσει.
Ο Ποιητής
Ν’ ακούς αγάλματα πέτρινα και ρυάκι Εμπεδοκλέους είναι μαγεία.
Προπαντός αν περπατείς γυμνόπους .
( Ελύτης)
Ο
Ορφικός Ύμνος
ΜΟΥΣΩΝ θυμίαμα
λίβανον
Μνημοσύνης και Ζηνός εριγδούποιο
θύγατρες,
Μούσαι Πιερίδες μεγαλώνυμοι,
αγλαόφημοι,
θνητοίς οις κε παρήτε, ποθεινόταται,
πολύμορφοι,
πάσης παιδείας αρετήν γεννώσαι
άμεμπτον ∙
θρέπτειραι ψυχής, διανοίας
ορθοδότειραι,
και νόου ευδυνάτοιο καθηγήτειραι
άνασσαι,
αι τελετάς θνητοίς ανεδείξατε
μυστιπολεύτους,
Κλειώ τ’, Ευτέρπη τε, Θάλειά τε,
Μελπομένη τε,
Τερψιχόρη τ’, Ερατώ τε, Πολύμνιά τ’,
Ουρανίη τε,
Καλλιόπη συν μητρί, μαλ’ ευδύνατοι
θεαί αγναί ∙
αλλά μόλοιτε, θεαί, μύσταις, πολυποίκιλοι,
αγναί,
εύκλειαν ζήλον τ’ ερατόν πολύυμνον
άγουσαι.
Της Μνημοσύνης και του βροντερού Διός
θυγατέρες
δοξασμένες Μούσες Πιερίδες
με την λαμπρή φήμη
σ’όσους θνητούς παραβρεθείτε, περιπόθητες,
πολύμορφες
σεις που γεννάτε την άμεπτη αρετή κάθε παιδείας ∙
τροφοί της ψυχής, σωστές οδηγήτριες
της διανοίας
και του δυνατού νου βασίλισσες καθοδηγήτρες
σεις που αναδείξατε στους ανθρώπους
μυστηριακές τελετές,
Κλειώ και Ευτέρπη και Θάλεια
και Μελπομένη,
και Τερψιχόρη και Ερατώ και Πολύμνια
και Ουρανία,
και η μητέρα (μου) Καλλιόπη μαζί, πολύ ισχυρές
θεές αγνές
αλλά είθε να προσέλθετε στους μύστες, πολυποίκιλοι
αγνές
φέρνοντας καλή φήμη και ζήλον αξιέραστον και
πολυύμνητον.
Ποιητικές Καταθέσεις:
Άνεμοι Τρωάδες
Είναι ένας πόλεμος η ζωή μας,
μιά Τροία εφτάψυχη π’ ανασταίνεται
κάθε φορά από την στάχτη της .
Παλεύουμε βίαια άλλοτε, κι άλλοτε πάλι νωθρά
για την ίδια την πάλη – ο αγώνας είναι
που μας τραβάει-.
Καραδοκούμε τον άνεμο, να τον κλείσουμε
στα νυσταγμένα πανιά μας,
να ξεφύγουμε την ήρεμη, μαγνητική Αυλίδα
-ό,τι μας δένει με την καθημερινότητα-
έστω κι αν χρειασθεί χυμένο
το καυτό αίμα μιας κόρης.
Ο αγώνας είναι που μας τραβάει,
ταξιδευτά επάνω στ’ άρματα του Αιόλου
μας φέρνει αντίμαχους μπροστά στην πόλη.
Μια πόλη ντυμένη το έκτο της το φόρεμα
νυφιάτικο μαζί μα και νεκρώσιμό της
φτιαγμένο με τα δάκρυα τ’ άπλυτα της Εκάβης.
Ο πόλεμος είναι στη φύση μας ∙ κι αν ακόμη
δεν ήταν έτσι, όμως θα γινόταν φύση μας
γιατί έτσι το θέλουμε.
Πολεμούμε για το ίδιο το πνεύμα του πολέμου,
ριψοκινδυνεύουμε στις παγίδες του θανάτου
-γιατί το θάνατο κάναμε μόνη επιδίωξη
αγαπώντας υπερβολικά τη ζωή-
Κι όμως το ξέρουμε καλά το τέλος ∙
καθαρή ανεβαίνει η φράση από τους αιώνες
αντίμαχη στο χρόνο ∙
κι όμως το ξέρουμε το τέλος ∙
ο Αγαμέμνων μονολογεί με συντριβή :
«ως άχθος ημίν εγένετο πόλις Φρυγών τε
Ελένη τε »
«Τι βάρος που μας έγινε η πόλη των Φρυγών
και η Ελένη».
Τ’ αγριόκρινα του Σουνίου
Τα είδα το πρωινό
καταμεσής στη στράτα
να ορίζουν μια γραμμή
π’ αρχή δεν είδα να ’χε
μήτε τέλος.
Κι ήταν τ’ αχνάρια απ’ την πορεία των αστεριών
προς το μεγάλο βράχο, τον αδελφό του πέλαγου,
που λούζεται στο κύμα.
Ήταν μικρά, κοντόλαιμα,
με μόνο χάρισμά τους το χρώμα τους το αυγινό
και τις χρυσές κηλίδες της γύρης
πλεγμένες σε ανεμικές, λευκές κλωστές.
Και θαύμασα τη στάση τους
ενάντια στον άνεμο
κι ένιωσα τ’ άρωμά τους
θυσία στην ανάσα μου.
Τα ταπεινά αγριόκρινα
στις στράτες του Σουνίου
δεν θα ’βρεις με καλοκαιριά.
Μόνο τις μέρες τις ηλιόσπαρτες
κι ανεμοϋφασμένες
μες στου χειμώνα την καρδιά
θα τά βρεις,
ραντισμένα με δάκρυα της παγωνιάς
να ορίζουν μιά γραμμή,
αχνάρια από την πορεία των αστεριών
που ξέπεσαν απ’ τις ουράνιες τροχιές
και μυστικό προσκύνημα κινήσανε
στους πεθαμένους, πέτρινους θεούς
της Ελλάδας.
Στον τόνο μιας σιωπής
Μέρες πλανιόμουν
στις μακρινές πεδιάδες του Χεβάρ,
του ποταμού των θείων οραμάτων,
με πόδια βέβηλα ξεσχίζοντας
το μέτωπο της κατάθλιψης
που βάραινε τον ίσκιο των αγγέλων.
Άστραφτε ο ουρανός ∙
σε κάθε αναλαμπή
έχωνε βαθιά τα νύχια ο θεός
από καθάριο ασήμι καμωμένα,
σπάραζε το στερέωμα.
Κι ωστόσο, κάπου απ’ το Νοτιά,
κατέβαινε κάτι σαν μουσική.
Ήταν το κλάμα του ανέμου
λαβωμένου από την αδιαφορία του χρόνου.
Και το ’ξερα ∙ απ’ την αυγή
δεν θά ’ρχονταν γαλάζιος καβαλλάρης
του ονείρου μου το μουσκεμένο πέπλο ν’ ανεμίσει ∙
γιατί ήρθαν τσακισμένα
και γείρανε στα πόδια μου
τα τρία κέρινα πουλιά
που μ’ άφησαν προσμένοντας
κινώντας για τη δύση.
Θλίψη, φωτιά κι απαντοχή…
Και η βροχή, πόσο το βάρηνε
το πέπλο μου της προσμονής.
Το ’μπλεξε μες στα δάχτυλα των θάμνων
το κύλησε στα λασπονέρια
και το ’σχισε μικρά-μικρά κομμάτια,
να φανερώνουνε το πέρασμά μου…
Το τραγούδι του ήλιου
Μες απ’ τα δάκρυα της αυγής
σε βλέπω ν’ ανεβαίνεις,
ήλιε, συ, βασιλιά,
κι από του χρόνου τις στροφές
τ’ αράθυμο κουβάρι σου
να ξετυλίγεις φωτεινός.
Τρέξε, ήλιε, και πρόφτασε ∙
γκρεμίζεται ο κόσμος μας,
καθημερινά βουλιάζει
στα χάρτινα θεμέλια του
τρέξε, εσύ, και χτίσε,
με φως χτίσε την αγάπη.
Πεθαίνουν οι άνθρωποι.
Πεθαίνουν,ήλιε,οι άνθρωποι∙
στάσου και κοίταξε.
Μείναν κενά παράσημα
στο μέτωπο της γης,
μες σε καπνό και στάχτη.
Κι είναι τρομαχτικός
στη σύλληψή του ο σωρός,
όμοιος με τα λιθάρια.
Κενά, χωρίς ζωή.
Κι είναι ετούτος ο σωρός
η στάχτη της ιδέας
και ο καπνός που
ατέλειωτος μακραίνει
είν’ η πραγμάτωση.
Πεθαίνουν, ήλιε, οι
άνθρωποι∙
τρέξε και πρόφθασε.
Ξεράθηκαν οι κάμποι
κι είν’ οι σοδειές ανύπαρκτες.
Αριά και πού το μέτωπο της γης
χαράζει λιποτάκτης
ένας ξερότοπος.
Τις νύχτες πνίγεται
το νανούρισμα της μάνας
και τ’ άγουρο γελάκι του παιδιού
Μόνο τα νυχτοπούλια
ακούει το φεγγάρι και θλιμμένο
αργοκυλά στη δύση δακρυσμένο.
Τρέξε και θυσιάσου ήλιε,
πεθαίνουν οι άνθρωποι ∙
δώσε τη ζεστασιά σου
να λιώσει το ατσάλι στην καρδιά,
να λιώσουν τα όπλα τα ψυχρά,
τα σκληρά όπλα,
που πολεμούν τον αδελφό.
Κι ας γίνει η μάζα η άμορφη
και κρύα του λιωμένου ατσαλιού
θεία μορφή κι ασύλληπτη
σε φαντασία και σχήμα.
Ας γίνει αυτή το είδωλο
το πρώτο της ειρήνης
κι ας το λατρέψουμε εμείς
με το κεφάλι μας ψηλά
κι ένα ζευγάρι άσπρα περιστέρια
μες στα μάτια.
Στην άκρη της νύχτας εμείς
θ’ αρχίσουμε μία νέα προσπάθεια.
Περιπλανήσεις
Στρίγγλα ψυχή, τι παραδέρνεις
στον ερημωμένο μου δρόμο;
Χάθηκα, εξατμίστηκα
και πια δεν υπάρχω στα μάτια των αδυνάτων.
Οι δρόμοι πού ’φερναν σε μένα βρήκαν συνέχεια
και χρησίμεψαν σα μέσο
για κάποιες ανόητες πλατείες
με φώτα-κεριά και μάσκες,
πολλές μάσκες, παρέλαση
από μασκαρεμένα πρόσωπα.
Άδειες κούκλες από βιτρίνα
καταστήματος σκοτεινού
μες σε στενά βρεμένα
πίσω από τοίχους γίγαντες
εργοστασίων.
Μυρωδιά νοτισμένου άχυρου
κι ασυτηλίνης των πανηγυριών.
Φρίκη. Κενό. Και θέλω ν’
αναπνεύσω.
Όμως, όπου κι αν πάω, όσες
πόρτες,
παράθυρα κι αν ανοίξω
εσείς με κατατρέχετε,
πρόσωπα της ματαιότητας εσείς,
κι έρχεστε και εκπνέετε
στο πρόσωπό μου ασετιλίνη.
(Και τι τις θέλω τις αγάπες τις ανόητες;)
Χώμα, πικρέ μου δημιουργέ, γιατί να θέλω
να δένω το λαιμό μου με λουριά
που άλλων τα πόδια κατευθύνουν.
Ουρανέ, μάρτυρας είσαι συ,
αχτίδες μου και συννεφιές. Να ’ταν
ποτέ να μην αντάμωνα πρόσωπα
που με το μέτωπο στη λάσπη δουλέψανε
στιγμή-στιγμή, λεπτό-λεπτό,
με πλήρη ανευθυνότητα,
το παρελθόν.
Συνέπεια
Να’ μαστε
τώρα
έτοιμοι για τη δοκιμασία.
Φρεσκολουστήκαμε,
ντυθήκαμε τα γιορτινά μας
και
να’ μαστε
Τώρα
έτοιμοι για τη μάχη …
Εξαντλήσαμε όλες τις προφάσεις
μιας
επερχόμενης ήττας.
Οι κολασμένοι
Θεέ μου, ως πότε Θέ μου,
θα στάζουνε σκοτάδι
οι σταυροί μας ∙
ως πότε θα σκάβουν τις πληγές μας
με τα ράμφη τους
τα λαίμαργα πουλιά του ολέθρου;
Αχνίζουν κόλαση οι γκρεμοί
κι η έρημος η απέραντη
με σιδερένιο κλοιό μας σφίγγει το κεφάλι.
Όπου πατούμε βουλιάζει
στην λάβα των αιώνιων ηφαιστείων.
Μικρές, κοφτές γλώσσες πυρκαγιάς
με δάχτυλα άπληστα ζητούμε
να βαστηχτούμε ∙ ό,τι αγγίζουμε-
μια κρύα πνοή και σβήνει.
Χανόμαστε στον τροπικό ωκεανό
πατώντας σ’ ένα λεπτό κομμάτι
πάγου.
Σκιές λεπρών αραχνοϋφασμένες
πλανιόμαστε σε γη επαγγελίας.
Η μοίρα μας μια γύφτισσα
με σκονισμένα πόδια
καταπατά τα ιερά μας.
Ρίχνει, ξεσχίζει τα είδωλά μας.
Σαρκάζει με χείλια ματωμένα
με βρώμικα, ανάκατα μαλλιά.
Λάμια μας σέρνει τ’ ανάσκελα
από τ’ ακρόποδά μας
έτσι που όλη τ’ ουρανού η οργή
να μας χτυπά στο μέτωπο,
στα μάτια και στα σπλάχνα·
έτσι που τα κομμάτια του μόχθου
μας
να μένουν πίσω σκαλωμένα σ’
αγκωνάρια.
Ως πότε πια θα στάζουνε
σκοτάδι οι σταυροί μας;
Ως πότε θ’ αλυχτούν σκυλιά
στο νυχτωμένο δρόμο μας;
Ναι, είν’ καταδικασμένος ο Σίσυφος
να κουβαλά μια πέτρα μες στον Άδη
κι εκείνη να γκρεμίζεται,
-κι είναι ο Άδης δίχως μιαν αυγή−
Μα εμείς σε ποιον αγρό
φυτρώσαμε ζιζάνια, κι είναι
προορισμένο ένα χέρι να μας ξεριζώσει;
Και δε γυρέψαμε, θεέ μου,
Και δε γυρέψαμε παρά μονάχα
μια ασημιά, μικρή νεροσταγόνα,
τόση που να χωρά ο ήλιος
να στήσει παραθύρι. Να ’βγει η αυγή
και να τ’ ανοίξει διάπλατα μες στ’ όνειρο.
Σεισμός και
ο χορός των συμπάντων
Είχαμε ξεχαστεί
Στους ήχους ενός ύμνου μακρινού παραδομένοι
−γλυκιά η νάρκη της καθημερινότητας
και βέβαιος ο δρόμος− όταν
ξάφνου
οι ώρες μας,
τακτικές καθαρίστριες σιδηροδρομικών σταθμών,
σταμάτησαν. Τρανταχτήκαμε.
Η καρδιά στάματησε, σφίχτηκε ∙
πόνεσε η καρδιά να σπάσει. Ετούτη η γη να μας βαστάξει δεν το θέλησε.
−Και τα σύννεφα πού κινούνται;
−Βορριάς τα σπρώχνει ή Νοτιάς μοναχικός;
−Δεν υπάρχουν θεοί, να το ξέρετε.
−Ούτε Θεός μοναδικός υπάρχει.
−Μονάχα το Σύμπαν μ’ όλη την άδεια του σχολαστικότητα
ή ίσως και πολλά-πολλά σύμπαντα συντροφιασμένα
−Όμως, εδώ, που ο αγέρας μ’ έριξε, υπάρχω.
Και τούτο είναι σίγουρο για μένα.
Βλέπω το φως και τη βροχή,
βροχή τ’ αστέρια τ’ ουρανού
όπου δεν έχει σύνορα για τη ματιά μου.
Λέω: φύλλο χρυσό και σκοτωμένο κόκκινο
μες στο ρυάκι. Αγέρας, θάλασσα,
άσπρα πουλιά, σοφοί βράχοι.
Λέω : Ήλιος, λουλούδι, νησί γαλάζιο,
μάννα φωτιά…
Δεν λέω τίποτα!…
Μονάχα βλέπω κι αιστάνομαι.
−Δώστε μου μάτια, δώστε μου
κι άλλα μάτια, θεοί ανύπαρκτοι, να βλέπω,
θεοί που σα γεννήθηκα σας κάρφωσαν
αρρώτητα επάνω στην καρδιά μου,
για συντροφιά στην τρέλλα μου.
Αιμορραγεί η πληγή, δε νιώθετε;
Είναι πλατιοί οι ορίζοντες.
Μάτια, να βλέπω, ψυχή μου, μάτια
και στόματα γλυκά για το τραγούδι :
«Τα φύλλα του φθινοπώρου κλείνουν
τους πεθαμένους ήλιους του καλοκαιριού.
Ό,τι και μια φορά μονάχα ζει
ποτέ του δεν πεθαίνει».
Στον τόπο που ο αγέρας μ’ έρριξε
με τα μελτέμια του καιρού θα γίνω ένα.
Θεός εγώ μοναχικός, μ’ άλλους μαζί απείρους
π’ αναζητούν το σχήμα τους τυφλά μες
στο σκοτάδι,
θα περπατήσω τις ανοικτές
σα ροδοξανθισμένα ζεστά ψωμιά ερήμους,
θα πιω τις χιλιοτραγουδίστρες θάλασσες,
θα χορέψω στα πέπλα της φωτιάς,
θεός εγώ σ’ ένα μονάχο ανοιγόκλεισμα
στα βλέφαρα του κόσμου.
Τρεις Βαθμίδες
Χθες
ήθελα να γυρίσω τον τροχό του χωρόχρονου
για να γελάσω και να κλάψω, όπως κάποτε,
για όλα εκείνα τα παράπονα
που δεν εμπιστευόμουν στην προσευχή μου.
Ω πικρή χαρά να κλαίω το βράδυ
με την ιδέα ότι μ’ αδικούσανε!…
Σήμερα
είμαι ήσυχη…
Δεν μπορεί σήμερα να πεθάνω,
γιατί περιμένω κάτι μεγάλο
κι εύχομαι να αργεί να’ρθει
για να μπορώ να ζήσω περιμένοντας.
Τώρα
έρχομαι να σβήσω όλα τα κεριά
που αιώνες μου στερούσαν την όραση!
Χαράζει
Την ώρα ετούτη, την τόσο κρίσιμη,
την τόσο αδιάφορη στην ιστορία του χάους,
σαν τι να προσμένω, μοναχικός ταξιδιώτης,
από τις τύχες τ’ απείρου.
Ο αγώνας μου γκρέμισε τα τέσσερα καρφιά,
τους τύραννους της λάγνας όρασης,
και με γαλάζια κορδέλα ένωσε
και γη και ουρανό.
Την ώρα αυτή της έκστασης
σαν τι να προσμένω αφουγκράζοντας
τους στοχασμούς της γης.
Την αγάπη μού δίδαξε ο μικρός σπόρος
την ώρα που έσκαγε από το χώμα,
κι εκείνα τα νυσταγμένα πουλιά,
που τραβούν στη Δύση,
τον δρόμο μού δείξαν προς τον Θεό.
Αόρατους ιστούς πλέξαν τ’ αστέρια
και με τράβηξαν από την αγορά
με τις φτηνές πραμάτειες και τις μυίγες.
−Ακροβατώ σ’ ένα κομμάτι ουρανό
κι έχω για σπίτι τ’ άπειρο−
Με ρίζες τα πόδια μ’ έδεσαν στο χώμα
να μην μπορώ ν’ αναστηθώ.
Φύσα, γλυκέ μου αγέρα,
κι από του χρόνου τις στροφές
ξύπνησε την κοιμισμένη στάχτη
να την υφάνουν στ’ όνειρο τ’ αστέρια.
Μεμιάς θα λάμψουν
δυο λευκά φτερά στους ώμους,
θα λύσω ξέπλεκα μαλλιά
με δροσιά και φύκια ραντισμένα
και την ιστορία θα γράψω της ζωής
σκαλίζοντας κύκλους κενούς,
σαν τη διάφανη πεταλούδα
γύρω από το νέκταρ – Φως.
Θεούς κι ανέμους προκαλώ
−και δαίμονες και ξωτικά
είναι καιρός που ’χω νικήσει –
μη στείλουν όλου του κόσμου τον χαλασμό
ενάντια μου, μόν’ άσπλαχνα
με όπλο τους να με νικήσουν την αγάπη.
Είναι καιρός που σέρνω τα βήματά μου
σ’ αυτά τα έλη – μάτια της φθοράς –
Είμαι νεκρή για κάποια μακρινά αστέρια
κι όμως το τραγούδι των ηλιαχτίδων
μιλά για τη ζωή μου.
Σ΄ εσένα, ανθέ της χίμαιρας,
κρεμώ την ύπαρξή μου ∙
κι αν το λιβάνι σύμβασης
την όψη σου μαράνει,
δεν θα αγγίσει ούτε πτυχή
της τρίμορφης ψυχής μου.
Με μια φωνή μικρού πουλιού,
τραγούδι τ’ αρχαγγέλου,
χρυσή κλωστή σε κλάδο πέτρινο
θε να κρεμάσω
την ε λ π ί δ α !…
Περπατώντας στα διαστήματα, νιώθουμε μια πλέρια βεβαιότητα ότι, βαδίζο-ντας μέσα στο σώμα του κόσμου, γνωρίζουμε και τον κόσμο και τον εαυτό μας καλύτε-ρα.
Ολοένα μακρυνόμαστε στις εξοχές των στοχασμών, όπου οι σκέψεις φανερώ-νονται σαν πεταλούδες στον αέρα, κάθε μια κι έναν ήλιο ανάβοντας μέσα μας.
Και ιδού,
Αντίκρυ μας προβάλλει ο Ποιητής, αιώνιος αναζητητής της ουσίας του κόσμου, μ’ ένα καλαμένιο ραβδί στο χέρι, κοιτάζοντας χάμω, βλέπει των επάνω την αντανάκλαση. Μας χαιρετά:
«Βαθιά στο χώμα και βαθιά μέσα στο σώμα μου θα ψάξω να βρω
ποιος είμαι»
(Οδυσσέας Ελύτης)
Λέει και συνεχίζει τον εκστατικό του περίπατο κατά εκεί, απ’ όπου προβάλλει άλλος διανοητής, στον Ήλιο τον λόγο απευθύνοντας :
«Ε, συ, μακρινό αστέρι,
πόσο πιο ευτυχισμένο θα ήσουν
αν δεν υπήρχαν όλα ετούτα
που φωτίζεις;»
(Φρειδερίκος Νίτσε) Σ
Συγκλονισμένος, κατασταλάζει εντός του τις δονήσεις της μοναξιάς τού πριν τη δημιουργία Δημιουργού ο φιλόσοφος ανεβαίνοντας με αυταπάρνηση ολοένα προς το φως, να βρει απάντηση στο ερώτημά του.
Μα ευθύς άλλος Ποιητής με φλογισμένο βλέμμα μας κατευοδώνει:
«Δαχτυλίδια τα πάντα, τόνα στ’ άλλο χαλκάς,
και κρατεί και κρατιέται κάθε πλάσμα, όπου πας»
«Πού ειν’ η Αλήθεια; Μην πλανάν εσέ
βαθιονόητα λόγια τάχα ∙
την πηγή της δεν τη βρίσκεις
μέσα σου, Άνθρωπε, μονάχα.
Θα τη βρεις παντού στο ταίριασμα
-ω αρραβώνας λυτρωτής!-
της καρδιάς σου και του νου σου
με τα πάντα της ζωής.
Ύψωσε τον τρίτο εσύ Όλυμπο,
βάλε εκεί την Επιστήμη (…)
Ποιο χαμόγελο, ποιο ασήμι,
( . . . )
Η καρδιά το θάμα αν είναι,
της καρδιάς το μάτι ο νους.
Άναρχος ο Κόσμος κι άσωστος ∙
Κι ο Ήλιος μες στη λαμπεράδα
του τεράστιου Γαλαξία
μια λιγνή κι αυτός λαμπάδα.
Κι απ’ τον Ήλιο αργά ξεχώρισε
φλόγα μες στο Χάος, και να!
Στους αιώνες των αιώνων
φλόγα η Γη κι ολογυρνά.
Κάτω απ’ τους δυσκολοξήγητους
κι ολοσιδερένιους Νόμους
η Γη τρέχει με τις ώρες,
μες στους κύκλους, μες στους
δρόμους
και χορεύει τον αστέρινο
το χορό στοχαστική,
και γνωρίζει αυτή πώς ήρθε
και πού πάει το ξέρει αυτή.
(…)Γιατί πάντα από μια Δύναμη
θ’ ανασταίνεται η ζωή.
Στρατολάτισσα και πάντα
στον αιώνιο δρόμο η Γη!
Ω Μοίρα,
εγώ μαζί σου επάλεψα και τα φτερά σου επήρα
και δεν περνώ με τους περαστικούς.
Βάρα, λυράρη, για τους νιους την ορφική σου λύρα.»
(Κωστής Παλαμάς)
Στον απόηχο αυτής της λύρας ανηφορίζουμε, αναζητώντας την πηγή της Μουσικής της. Πάνω
στο ρίγος της κορυφογραμμής βηματίζοντας, βρισκόμαστε κατενώπιον του Αλαφροΐσκιωτου :
«Μάνα, ποιο φως με βύζαξες
κι είναι η καρδιά μου αστέρι;»
«Ανέβηκα-φίλος
ανήφορων-όλες
τις κορφές που αγναντεύουν τα πέλαγα,
γαληνή άγγιξε όλα η ορμή μου ∙
το γεράκι που επέρνα,
το σύννεφο στον αγέρα,
το διάστημα
που είχει ζώσει βαθιά το κορμί μου.
Πόσο φως εποτίστηκεν
η κρυφή δύναμή μου!!
Το τρεχαντήρι και το πέλαγο
με το ίδιο όνειρο εκοιμάτο.
Γέλιο και φως μέσα στις φλέβες μου
εκύλα .Οι παπαρούνες πλήθια
στα στάχια μέσα εκοκκινίζανε.
Κι έλεα πως είναι από τα στήθια,
από το γαίμα μου που εθέριευεν
ο οσκρός και το κρασί το άκρατο,
του γέλιου του βαθιού ένα πλάνεμα,
το μέγα κύμα το φλογάτο!
Και είδα. Η ματιά μου ξάστερη
στο γαλανό τρικυμισμένο αγέρι.
Στο μέτωπό μου ακούμπησε
κρουσταλλιασμένο ο άνεμος το χέρι.
Και χύθη μέσα μου η ψυχή
η αρχαία, που με το μέλι έχω αναθρέψει,
ν’ απλώσει αιθοροκύμαντη
τη μουσική μου σκέψη.
…Τη γέννα μου
στα κρύα βουνά την κήρυξες
και στη μεγάλη πλάση.
Αν είμ’ ο αλαφροΐσκιωτος,
και μέσα μου η αστροφεγγιά
της γης έχει γελάσει,
κράξε ∙ αλαφριά, ω πανάρχαιον
αιώνιο πνεύμα, μέσα μου
ακόμα είν’ η ορμή μου ∙
με τη ζωή αν με μάγεψες
και με καλείς ψηλότερα,
εδώ είναι το κορμί μου!
(. . . )
Δεν είσαι πια μ’ όσα φωτάει ο ήλιος
λέει μεμιάς ο κρύφιος Θεός βαθιά μου,
απολυτρώνοντας τα παραμιλητά μου,
μοιάζεις στα βάθη μέσα να ’σαι του ήλιου
ψυχή πυρόζωη, μοιάζεις να ’σαι μέσα
στον ήλιο, κ’ είν’ απόξω, απόξω οι φλόγες
που φωτούν τ’ άλλα αστέρια και τον κόσμο.
Θωρείς τ’ αστέρια ∙ αυτά δεν σε θωρούνε.
Βλέπεις τον κόσμο ∙ ο κόσμος δεν σε βλέπει.
Μοιάζεις κλεισμένος όλος μες στον ήλιο
του πάθους σου, κι αυτούθε να τοξεύεις
εκεί που δεν ανάτειλαν ακόμα
της δημιουργίας τα πείσματα!
( . . . )
Πίσω σου ο κόσμος καίεται σαν τρωάδα,
κι η πυρκαϊά του αντιφεγγάει στα βάθη
των περασμένων…
Μα Συ ολοένα λύνεσαι απ’ το χρόνο.
Ασ’ την ανίδεη και χοντροκομμένη
γενιά στους στοχασμούς της, που ’ναι ψέμα
και που ’ν ερείπιο, και βυθίσου ακέριος
στ’ άναρχο ρίγος που χιμάει στο νου Σου,
απ’ όπου δεν ανάτειλαν ακόμη
της δημιουργίας τα πείσματα, να λάμψει
στο κορμί και στο Νου Σου η τέλεια λάμψη
της Σκέψης και το τέλειο Γεννηθήτω!
(Άγγελος Σικελιανός)
Και ιδού άλλος Ποιητής προβάλλει, του λόγου για να πάρει τη σκυτάλη :
Αχ εύκολο δεν είναι το κορμί
με τα φτερά του νου να σμίξει τα φτερά του.
Μα ο καθένας ειν’ έτσι γεννημένος,
ψηλά η ψυχή του να χιμά και μπρός,
όταν απάνω στο γλαυκό χαμένος
τον ηχερό λαλεί σκοπό ο κορυδαλός ∙
όταν ο αετός τετράπλατος σαλεύει
απάνω από πεύκα και γκρεμνά,
κι από κάμπους και θάλασσες ψηλά
ο γερανός τον τόπο του γυρεύει.
( . . . )
Το δρόμο πια
των αστεριών άμα κατέχεις,
και για οδηγό τη φύση αν έχεις,
τότε η ψυχή σου θα νοεί
πνεύμα με πνεύμα πώς μιλεί.
Του κάκου η σκέψη μοναχά
τ’ άγια σημεία σου εξηγά …
( . . . )
Θεός μην είμαι; Ο νους φωτίζεται!
Στις καθαρές γραμμές εδώ
στη δράση της η φύση μού εμφανίζεται.
Τώρα μόλις τι λέει ο σοφός νοώ:
«Ο μαγικός ο κόσμος δεν εκλείστη ∙
κλειστός ο νους σου είναι, η καρδιά νεκρή!
Ακούραστος να λούσεις, ξύπνα μύστη,
το γήινο στήθος μες στη ροδαυγή!»
(Κοιτάζει το σημείο)
Πώς όλα στο όλο υφαίνονται μαζί,
το ένα στ’ άλλο ενεργεί και ζει!
Πώς δύναμες ουράνιες αραδιάζουν
απάνω κάτω και χρυσούς κάδους αλλάζουν!
Με φτερά, που ευτυχία ευωδιάζουν,
από τα ουράνια τη γη σχίζοντας περνούνε
και με αρμονία το σύμπαν πλημμυρούνε!
Τι όραμα! Όμως α! όραμα μόνο!
Πού θα σε πιάσω, ω δίχως τέλος φύση;
Και σένα στήθος, κάθε ζωής βρύση
που πίνει κι ουρανός και γη! Η ξερή
καρδιά μου εσένα λαχταρεί –
τρέχεις, ποτίζεις κι άδικα εγώ λιώνω!
(. . . )
Αχ! σπούδασα φιλοσοφία
και νομική και γιατρική
κι αλί μου και θεολογία
με κόπο και μ’ επιμονή.
Και να με εδώ με τόσα φώτα,
εγώ ο μικρός, όσο και πρώτα!
(. . . )
Γράφει εδώ : «Πρώτα ήταν ο Λόγος!» Πριν αρχίσω
σκοντάφτω κιόλας! Ποιος βοηθά να προχωρήσω;
Τόσο το Λόγο ν’ ανεβάσω αξίζει;
Σωστά το πνεύμα να με φωτίζει;
πρέπει άλλη εξήγηση να δώσω.
Είναι το νόημα : «πρώτα ήταν ο Νους!». Ωστόσο
σκέψου καλά την πρώτη τούτη λέξη,
η πένα σου πολύ μην παρατρέξει!
Τάχα είν’ ο Νους που έχει τα πάντα πλάσει;
Πρέπει να γράψω : «Πρώτα ήταν η Δράση!»
Όμως, ενώ το γράφω, κάτι πίσω
δεν με αφήνει ούτε ’δω να σταματήσω.
Βοηθά το πνεύμα! Φως μου φέγγει, ας μη διστάξει
η πένα μου να γράψει : «Πρώτα ήταν η Πράξη!»
( . . . )
Γνώση τη λεν κι αυτή! Ποιος θα τολμήσει
το πράγμα να το πει με τ’ όνομά του;
Οι λίγοι που γνωρίσαν κατιτί απ’ αυτά,
που ήταν μικροί και την καρδιά τους δε φιμώσαν,
μα σκέψη και αίσθημα στον όχλο φανερώσαν,
πεθάναν πάντα στο σταυρό και στη φωτιά.
( . . . )
Μα εσείς, τ’ αληθινά θεϊκά παιδιά,
τη ζωντανή χαρείτε αστέρευτη ομορφιά!
Η ορμή παντοτινά που δρα και ζει
με της αγάπης ας σας σώζει τους φραγμούς,
κι ό,τι ως όραμα εμπρός σας τρεμοσβεί –
στεριώστε το μ’ αιώνιους στοχασμούς!
(Γκαίτε)
Περπατώντας σ’ ένα πάρκο, στην καρδιά της Ευρώπης, δυο νέοι, μέσα στα χρώματα του δειλινού συνεπαρμένοι, στοχάζονται τον κόσμο και του ανθρώπου τη θέση μες σε αυτόν, γοητευμένοι.
Και να, ο ένας, Νικόλας Τέσλα τ’ όνομά του, τον λόγο τον ποιητικό απαγγέλει σ’ ευχαριστία προς την όλη πλάση, του Γκαίτε τους βηματισμούς ακολουθώντας, μέσα στην έμπνευση της Φύσης :
«Στην πρασινάδα μέσα κοίτα τις σκεπές
πώς πέφτοντας ο ήλιος τις φλογίζει.
Γέρνει και φεύγει – η μέρα ξεψυχά – τρέχει εκεί κάτω
νέα ζωή να δώσει. Ω, πού φτερό από εδώ να με σηκώσει,
κατόπι του να ορμώ παντοτινά!
Όνειρο ωραίο, ωστόσο εκείνος σβήνει. Αχ
Εύκολο δεν είναι στο κορμί με τα φτερά του νου
να σμίξει τα φτερά του».
Λέει ∙ κι ευθύς, σαν σε όραμα, ο νέος χαράζει μ’ ένα ραβδί στην άμμο σχέδιο πρωτότυπο, μεγαλοφυές, από καιρόν ζητούμενο μες στα όνειρά του, και λέει στον φίλο του :
«Κοίτα εδώ τον κινητήρα μου.
Κοίταξέ με τώρα που θα τον αντιστρέψω».
Αυτός είναι ο πρώτος επαγωγικός κινητήρας «στρεφόμενου
μαγνητικού πεδίου», που μπορεί να παράγει ρεύμα εναλλασσόμενο
ηλεκτρικό και στον πλανήτη όλον ν’ ανάψει τα φώτα του
πνεύματος, την ανθρωπότητα λυτρώνοντας απ’την βαριάν ανάγκη»
Και μες στης γνώσης την οδοιπορία εκλεκτικός Ποιητής δίνει
σοφή τη συμβουλή :
«Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι ∙
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
−Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος (…)
Πάντα στο νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει ∙
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι
Χωρίς αυτήν δε θα ’βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
(Κωνσταντίνος Καβάφης)
Πλησιάζουμε τον Άγιο που σκάβει ένα πηγάδι, νερό να βρει για τις μελλού-μενες γενιές :
−Παιδιά μου, η ζωή του ανθρώπου, η ζωή ολόκληρος είναι εν
απέραντον άγραφον τελάρον, το οποίον αρχίζει και τελειώνει με την
ύπαρξίν μας. Από ημάς εξαρτάται τι μέλλει να αναπαραστήσει το
τελάρον αυτό εις το τέλος. Εκεί θα φανεί ο άνθρωπος, όστις θα
παρουσιάσει με δύναμιν, θέλησιν και υπομονήν, προπαντός
υπομονήν , έργα τέλεια ακατάλυτα, αιώνια, δια τους επερχομένους.
Την ημέραν αι χείρες μας κεντούν, διαγράφουν εκεί ανά μιαν
βελονιάν. Αν αυτή τοποθετείται καλώς εις το τελάρον, αν
χρησιμοποιεί την κατάλληλον κλωστήν, το κατάλληλον χρώμα, τότε
τα πάντα βαίνωσιν προς εκτέλεσιν του θείου προορισμού(…)
Η ρομφαία σου ρομφαία μου. Όχι, ποτέ, δεν έχει «Γιατί» στο Θεό.
Εμείς θαμποβλέπουμε. Εκείνος είναι ο οφθαλός που βλέπει τα πάντα.
Η αρχή του πόνου βρίσκεται στην άσκηση της ελευθερίας του ανθρώ-
που. Ένα μέγα μέρος των βασάνων προέρχεται βέβαια κι από ατομι-
κή θέληση, από λάθη, από απαραίτητες συμπτώσεις ή καταστάσεις
του «πεπερασμένου». Κάθε άνθρωπος «καθίσταται άξιος της ελευ-
θερίας, του υψίστου δώρου του Δημιουργού του. Ο Κύριος αιμο-
στάζει στο σταυρό, για να απελευθερώσει το δημιούργημά Του από
το νόμο της φθοράς, για να του δώσει την ευκαιρία ελεύθερος να
πορευθεί στον δρόμο της Βασιλείας. Ιλιγγιά ο νους εμπρός στο σε-
βασμό του Θεού προς το υψηλό δώρο που χάρισε στην κορωνίδα της
δημιουργίας Του. Οι άνθρωποι, αντίθετα, επιζητούν και πασχίζουν
και χαμοκυλιούνται, να καταργήσουν την ελευθερία, να τη σπρώξουν
σε καλούπια, να της αλλάξουν την ποιότητα, να τη μεταβάλλουν σε
καθιερωμένο σχήμα.
Αιώνια επιθυμία του Ουράνιου Πατέρα είναι το πλάσμα άνθρωπος να
καλλιεργήσει στο χωράφι της καρδιάς του το υπέροχο λουλούδι της
ελευθερίας και να πορευτεί στην ωριμότητα συχνά-πυκνά με το
μεγάλο δάσκαλο και σύντροφο, τον πόνο. Με «πλήρη γνώσιν και
πείραν των ακανθών και ζιζανίων»
(Άγιος Νεκτάριος)
Ποιος είναι αυτός που ψάλλει ύμνους δοξαστικούς στο βράχο επάνω μετέωρος με ολάνοιχτα τα χέρια, ζωντανός σταυρός;
«Φτωχούλη του Θεού» τον είπαν :
«Δοξασμένος να ’σαι, Κύριε, για όλα Σου τα πλάσματα.
Και ξέχωρα για τον κυρ αδελφό μας τον Ήλιο, που μας φέρνει
τη μέρα και μας φωτίζει η χάρη του ∙ και που είναι όμορφος
κι αστραφτερός και με τη μεγάλη του λάμψη μαρτυράει για Σένα,
Κύριε. Δοξασμένος να ’σαι, Κύριε, για τον αδελφό τον Άνεμο
και για τον αέρα, για το σύννεφο, για τη γαλήνη, και για όλους
τους καιρούς που μας χάρισες!
Δοξασμένος να ’σαι, Κύριε, για το αδέλφι μας το Νερό,
το ταπεινό κι αγαπημένο και πάναγνο.
Δοξασμένος να ’σαι, Κύριε, για την αδελφή τη Φωτιά, που
με αυτή φωτίζεις τη νύχτα, κι είναι ωραία, δυνατή και χαρούμενη.
Δοξασμένος να ’σαι, Κύριε, για την αδελφή μας και τη μάνα μας τη
Γης, που μας θρέφει και μας αναβαστάει στον κόρφο της και γεννάει
περίσσια οπωρικά και λουλούδια και δέντρα!
Δοξολογείτε κι ευλογείτε τον Κύριο, ευχαριστείτε και υπηρετείτε
Αυτόν με βαθειά ταπεινοσύνη!» (…)
Δοξασμένος να ’σαι Κύριε και για την αδελφή Αρρώστια ·
είναι καλή, αυστηρή, πονάει τον άνθρωπο και βοηθάει
την ψυχή να γλιτώσει απ’ τη σάρκα!
Δοξασμένος να ’σαι Κύριε για όλους που συγχωρούν τους εχθρούς
τους από την πολλήν αγάπη τους για Σένα.
Μακάριοι όσοι υποφέρουν την αδικία και τον διωγμό, απ’ την
πολλήν αγάπη στην Ειρήνη.
Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, γιατί από Σένα, Κύριε, θα στεφανωθούν.
Φτώχεια, Ειρήνη, Αγάπη, τίποτ’ άλλο αδέλφια μου.
Όσο υπάρχουν στον κόσμο λουλούδια και παιδιά και πουλιά, μη
φοβάσθε όλα θα πάνε καλά.
Τι είναι η αγάπη, αδελφοί μου; δεν είναι μονάχα συμπόνια μήτε
καλοσύνη ∙ στη συμπόνια είναι δυο, αυτός που πονάει κι αυτός που
συμπονάει ∙ στην καλοσύνη είναι δυό, αυτός που δίνει κι αυτός που
δέχεται ∙ μα στην αγάπη είναι ένας, σμίγουν οι δυο και γίνονται ένα,
δεν ξεχωρίζουν ∙ το εγώ κι εσύ αφανίζονται ∙
αγαπώ θα πει χάνομαι.
(Άγιος Φραγκίσκος) *
(Σημείωση:Νίκος Καζαντζάκης «Ο φτωχούλης του Θεού»)
Εκεί που ισορροπούν τα στοχαστικά βάθη της ερημιάς στους κύκλους των περιστροφικών τους χορών, κατασταλάζουν μυστικά τον λόγο της Αληθείας και άλλοι σοφοί διερμηνευτές :
−«Το μυστικό των μυστηρίων του Θεού είναι η Αγάπη»
(Ρούμι)
−«Κοίτα την αντανάκλαση του σύμπαντος μέσα στον ίδιο σου τον
εαυτό και αυτήν του εαυτού σου μέσα σε όλους τους άλλους και
πραγματοποίησε, τελικά, το αξίωμα της Πατρότητας του Θεού και
της αδελφοσύνης του ανθρώπου».
«Αυτοκυριαρχία, αυτοεξάγνιση, αυτοθυσία καλλιεργούν την
κοσμική συνειδητότητα ή ενημερότητα της πραγματικότητας που
διαπερνά τα πάντα».
(Γιόγκι)
−Ο δε Μακάριος Νικόδημος ο Αγιορίτης γράφει :
«Ω Αγάπη άκτιστος ! Ω Αγάπη γλυκεία ! Τι θέλεις εσύ από εμένα;»
«Η κάθοδος λοιπόν του πνεύματος, της δροσοσταλίδας του αιωνίου και αϊδίου, εισέρχεται σαν κίνητρο μέσα στον άνθρωπο και τον διαφεντεύει όταν συντονισθεί μαζί του ο άνθρωπος ζώο με το μέσα του ενυπάρχον πνεύμα.
Αυτή η ακτίνα της Ουσίας, η οποία βρίσκεται παντού και πάντοτε δίχως να επιμερίζεται και να διαχωρίζεται, φέρει μαζί της όλη τη γνώση και την δύναμη, είναι μια ιδιότητα δηλαδή της πάμπλουτης σε ιδιότητες Θείας φύσης.
Να γιατί ανά κάθε στιγμή που αποφασίζομε, βρίσκομε μέσα μας Εκείνον που δεν είναι καθόλου μακριά μας, κατά Παύλο. Ναι. Η αγάπη η άκτιστη του Αγίου Νικοδήμου, εισέρχεται μέσα στο Είναι μας και μένει πάντα στην καρδιά μας, αρκεί να το ζητήσομε.
…Εις Νους, εν Πνεύμα της Προνοίας είναι ο κρατών των όντων τας ηνίας.Ο Νους αυτός, το Πνεύμα, είναι οι ιδιότητες Εκείνου, όπως είναι οι πνοές του πνεύματος, η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Αυτές οι ιδιότητες της Ουσίας-Νου είναι το σύμβολο, οι αριθμοί στην εσωτερική πλευρά της Αριθμοσοφίας, ενώ στην εξωτερική είναι ποσοτικές σχέσεις και αναλογίες, καθώς και άλλου τύπου χαμηλοσύμβολα.
Ώστε λοιπόν ο αριθμός στην εσωτέρα υπόστασή του είναι μία ιδιότητα, ένα συμβολικό παράγωγο του πνεύματος, μια όψη της αΐδιας Ουσίας.
Είναι κατά συνέπεια το αυτοδύναμο Πνεύμα ο αριθμός, το οποίο με την γνωστή επιβολή του για αρμονία, πραγματοποιεί σ’ όλα τα Σύμπαντα και σ’ όλες τις διαστάσεις ανάτυπα των σκέψεων Εκείνου, σ’ όλους τους προκαθορισμένους τύπους και μ’ όλους τους τρόπους.
Ποια είναι λοιπόν η δύναμη αυτή που σπέρνει αδιάκοπα πρώτα τα σύμπαντα στην εσωτερική ή εξωτερική δημιουργία και ύστερα τις σκέψεις της και την εκτέλεσή τους;
Εν Ον, μία Θεότης.
Εις Νους, Εν Πνεύμα της Προνοίας.
Το πνεύμα είναι ο εκτελεστής κάθε επιθυμίας Του.
Τι είναι αυτό το πράγμα;
Είναι, κατά τον Μέγα Πυθαγόρα, το Είδος.
Το Είδος έχει μέσα του τη δύναμη, ώστε μονάχα με μία σκέψη του δημιουργεί κάθε Μορφή. Παίρνει το Θείο Σχέδιο και το πραγματοποιεί απόλυτα και απαράλλαχτα, όπως μέσα του έχει αρχικά διατυπωθεί, από την Υπερούσια Σύλληψη.
(Νικόλαος Μαργιωρής)
−Για να φθάσεις να βρίσκεις ευχαρίστηση στα πάντα,
να επιθυμείς να μη βρίσκεις ευχαρίστηση σε τίποτα.
Για να φθάσεις να κατέχεις τα πάντα,
να επιθυμείς να μην κατέχεις τίποτα.
Για να φθάσεις να είσαι τα πάντα
να επιθυμείς να είσαι τίποτα.
(Άγιος Ιωάννης του Σταυρού)
−Ο εξαγνισμός, η θεία δικαιοσύνη, η ταπείνωση, η αγάπη, η υπακοή,
η ακτημοσύνη και όλες οι αρετές είναι το ίδιο πράγμα. Ο Χριστός
θέλει να έχομε παντού «μηδέν» στη θέληση για τον εαυτό μας. Και
να ξέρεις ότι, ακόμα κι αν αποκτήσεις μια μόνον αρετή, τις βρίσκεις
όλες μέσα ∙ όπως και στα πάθη.
Ο εξαγνισμός θέλει την ψυχή αγνή και καθαρή από θέλημα.
(Όσιος Παΐσιος)
−«Μέσα από την πιο πλατιά αρετή μας ένας ανασηκώνεται
απελπισμένος, και φωνάζει : «Στενή είναι η αρετή, δεν μπορώ ν’
αναπνέψω ∙ μικρός, στενός είναι ο Παράδεισος, δε με χωράει ∙ σαν
άνθρωπος μου φαίνεται ο Θεός σας, δεν τον θέλω!»
Ακούω την άγρια κραυγή κι ανατινάζουμαι. Μέσα μου η
αγωνία που ανηφορίζει συντάζεται, για πρώτη φορά, σε ακέραι-
η ανθρώπινη φωνή, στρέφεται κατά πρόσωπο και με φωνάζει –
καθαρά, με τ’ όνομά μου, με τ’ όνομα του γονιού μου και της
ράτσας μου!
Είναι η μεγάλη κρίσιμη στιγμή. Είναι το σύνθημα της Πορείας.
Αν δεν ακούσεις την Κραυγή τούτη να σκίζει τα σωθικά σου, μην
ξεκινήσεις!
Ξακλούθα με υπομονή, με υποταγή την ιερή θητεία σου στον
πρώτο, στο δεύτερο, στον τρίτο βαθμό της προετοιμασίας.
Κι αφουγκράζου : Στον ύπνο, στον έρωτα, στη δημιουργία, σε
μιαν αφιλόκερδή σου σιωπή, ξάφνου μπορεί ν’ ακούσεις την
Κραυγή και να κινήσεις.
Ως τώρα έρεε η καρδιά μου, ανέβαινε, κατέβαινε με το
Σύμπαντο. Μα ως άκουσα την Κραυγή, το σπλάχνο μου και το
Σύμπαντο χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα.
Κάποιος μέσα μου κιντυνεύει, σήκωσε τα χέρια του και μου
φωνάζει: «Σώσε με !». Κάποιος μέσα μου ανεβαίνει, παραπατάει
και φωνάζει : «Βοήθεια!».
Ποια στράτα από τις δυο αιώνιες να διαλέξω; Ξαφνικά νογώ,
από την απόφασή μου τούτη κρέμεται όλη μου η ζωή ∙ κρέμεται
όλη η ζωή του Σύμπαντου.
Από τις δυο στράτες, διαλέγω τον ανήφορο, γιατί κατά κει με
σπρώχνει η καρδιά μου. «Απάνω! Απάνω!» φωνάζει η καρδιά μου,
και την ακολουθώ μ’ εμπιστοσύνη.
Νιώθω, αυτό ζητάει από μένα η τρομερή αρχέγονη κραυγή.
Πηδώ στο πλευρό της! Ταυτίζω τη μοίρα μου μαζί της.
Κάποιος μέσα μου αγωνίζεται ν’ ανασηκώσει ένα βάρος, ν’
αναμερίσει τη σάρκα και το νου, νικώντας τη συνήθεια, την
τεμπελιά και την ανάγκη.
Δεν ξέρω από πού έρχεται και πού πάει. Μέσα στο εφήμερο
στήθος μου αδράχνω την πορεία του, αφουγκράζομαι το αγκομα-
χητό του, ανατριχιάζω αγγίζοντάς τον.
Ποιος είναι; Στήνω το αυτί, θέτω σημάδια, οσμίζομαι τον
αγέρα. Ανηφορίζω, ψάχνοντας προς τ’ απάνω, αγκομαχώντας!
Αρχίζει η φοβερή, η μυστική Πορεία.
(Νίκος Καζαντζάκης)
Σημείωση: Νίκου Καζαντζάκη «Ασκητική» (σ. 28)
Σε μία σύναξη ανθρώπων, που ήρθαν στις ερημιές ν’ ακούσουν τον λόγο της Αληθείας, μιλά
λευκοντυμένος. Φωτεινός ασκητής :
−Πριν από πολύν καιρό, πριν από τη μεγάλη πλημμύρα, οι Μεγάλοι
βάδιζαν στη γη και τα γιγαντιαία δένδρα, αυτά που τώρα είναι
μόνον θρύλος, ήταν η κατοικία και το βασίλειό τους.
Ζούσαν πολλές γενιές, γιατί έτρωγαν από το τραπέζι της Γήινης
Μητέρας και κοιμόντουσαν στα χέρια του Ουρανίου Πατέρα. Δεν
γνώριζαν αρρώστιες, γερατειά ή θάνατο. Στους Υιούς των
Ανθρώπων κληροδότησαν όλο το μεγαλείο των βασιλείων τους,
ακόμα και την κρυφή γνώση του Δένδρου της Ζωής που έστεκε στη
μέση της Αιώνιας Θάλασσας. Αλλά τα μάτια των Υιών των
Ανθρώπων ήταν τυφλά από τα οράματα του διαβόλου και από
υποσχέσεις για δύναμη, για δύναμη που κατακτά με αίμα. Και τότε,
ο Υιός του Ανθρώπου έκοψε τα χρυσά νήματα που τον δένουν με τη
Γήινη Μητέρα του και τον Ουράνιο Πατέρα του, οι σκέψεις του και
τα συναισθήματά του ήταν ένα με το Νόμο, και άρχισε να χρησι-
μοποιεί μόνο τις δικές του σκέψεις, τα δικά του συναισθήματα και
τις πράξεις του, κάνοντας εκατοντάδες νόμους εκεί που πριν δεν
ήταν παρά μόνον Ένας.
Έτσι, οι Υιοί των Ανθρώπων αυτοεξορίσθηκαν από την κατοι-
κία τους, και από τότε έχτισαν πίσω τους πέτρινα τείχη, που δεν
τους επέτρεπαν να ακούν τον στεναγμό του ανέμου στα ψηλά
δένδρα των δασών πέρα από τις πόλεις τους.
Αλήθεια σας λέω, το βιβλίο της Φύσης είναι μία Ιερή Γραφή κι
αν θέλετε οι Υιοί του Ανθρώπου να σώσουν τους εαυτούς τους και
να βρουν την παντοτινή ζωή, διδάξτε τους πώς να διαβάζουν και
πάλι από τις ζωντανές σελίδες της Γήινης Μητέρας. Γιατί στο
καθετί που υπάρχει ζωή είναι γραμμένος και ο νόμος. Είναι
γραμμένος στο γρασίδι, στα δένδρα, στα βουνά, στα πουλιά του
ουρανού και στα ψάρια της θάλασσας. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι
γραμμένος μέσα στον Υιό του Ανθρώπου. Μόνον όταν επιστρέψει
στον κόρφο της Γήινης Μητέρας του θα βρει την παντοτινή ζωή και
το Ρήμα της Ζωής που οδηγεί στον Ουράνιο Πατέρα. Μόνον έτσι το
σκοτεινό πράγμα του μέλλοντος δεν θα γίνει πραγματικότητα.»
(Εσσαίος)
(Από το βιβλίο του Δημ. Κουτσούκου«Τα Μυστήρια των Εσσαίων»)
Ζυγώνει τώρα ο Φιλόσοφος με τ’ άγρυπνά του βήματα:
−Ο κόσμος αυτός ο αιώνια ατελής μιας αιώνιας αντίφασης η εικόνα,
και όχι μάλιστα πλέρια εικόνα – μια μεθυσμένη ευφροσύνη του
ανώριμου δημιουργού της : έτσι κάποια φορά μου φάνηκε ο κόσμος.
Αχ αδελφοί μου, εκείνος ο θεός που δημιούργησα ήταν ανθρώ-
πινο έργο και παραφροσύνη, ωσάν όλους τους θεούς! Άνθρωπος
ήταν, φτωχό μονάχα κομμάτι ανθρώπου κι Εγώ : από την ίδια μου
την τέφρα και τη φλόγα ανάβρυσε αυτό το φάντασμα κι αληθινά δεν
ήρθε από κανέναν άλλον κόσμο! Ναι, το Εγώ αυτό και η αντίφαση
αυτού του Εγώ και η σύγχυση μιλάει νομιμότατα για το Είναι του,
αυτό που δημιουργεί, βούλεται, εκτιμάει κι είναι το μέτρο και η αξία
των πραγμάτων.
Καινούργια περηφάνεια με δίδαξε το Εγώ μου κι αυτή διδάσκω
στους ανθρώπους : να μη χώνουν το κεφάλι τους στην άμμο των
ουρανίων πραγμάτων, μα να σηκώνουν λεύτερα το γήινο κεφάλι,
που το νόημα της γης δημιουργεί.
Η μανία του λογικού ήταν ομοίωμα θεού και ήταν η αμφιβολία
Αμάρτημα.
Άρρωστοι κι ετοιμοθάνατοι ήταν εκείνοι που περιφρόνησαν το
σώμα και τη γης κι ανακάλυψαν τα ουράνια και τους σωτήριους
αιμάτινους θρόμβους : μα και τούτα τα γλυκά και σκοτεινά
δηλητήρια, από το σώμα κι από τη γης τα δανείστηκαν.
Και το μυστικό τούτο μου είπε η ίδια η ζωή : κοίτα, εγώ είμαι
κάτι που πρέπει να ξεπερνιέται ολοένα»
(Φρειδερίκος Νίτσε)
Ένα ρίγος διαπερνά κυματιστά το πλήθος, που ανοίγεται κι απ’ ανάμεσά τους προβάλλει κι έρχεται λευκοντυμένος ο ζων Λόγος, φεγγοβόλος, πλήρης χάριτος, ευμορφίας και αγαθότητος
– «Ώσπερ γαρ η αστραπή εξέρχεται από ανατολών, και φαίνεται
έως δυσμών, ούτως έσται και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου»*:
Ιησούς :«Τέκνα μου, δεν γνωρίζετε ότι η Γη και όλα όσα κατοικούν σ’ αυτήν
δεν είναι παρά μια αντανάκλαση της Βασιλείας του Ουράνιου Πα-
τέρα; Και όπως εσείς βυζαίνετε και βοηθιέστε από τη μάνα σας,
όταν είστε μικρά παιδιά, αλλά πηγαίνετε με το πατέρα σας στους
αγρούς όταν μεγαλώνετε, έτσι και οι Άγγελοι της Γήινης Μητέρας
καθοδηγούν τα βήματά σας προς εκείνον που είναι ο Πατέρας σας
και προς όλους τους Αγίους Αγγέλους του, ώστε να μπορέσετε να
γνωρίσετε την πραγματική σας κατοικία και να γίνετε αληθινά
Τέκνα του Θεού. Όσο είμαστε παιδιά βλέπουμε τις αχτίνες του
ήλιου αλλά όχι τη δύναμη που τον δημιούργησε, όσο είμαστε μικρά
παιδιά ακούμε τους ήχους του ρυακιού να τρέχει, αλλά όχι και την Αγάπη που το δημιούργησε, όσο είμαστε παιδιά βλέπουμε τ’
αστέρια, αλλά όχι και το χέρι που τα σκόρπισε σ’ ολόκληρο τον
ουρανό, σαν τον γεωργό που σκορπίζει τη σπορά του. Μόνον με τις
Επικοινωνίες με τους Αγγέλους του Ουράνιου Πατέρα θα μάθουμε
να βλέπουμε το αόρατο, ν’ ακούμε αυτό που δεν ακούγεται και να
λέμε λόγια που δεν λέγονται.
Η πρώτη Επικοινωνία είναι με τον Άγγελο της Δύναμης, που
γεμίζει με θερμότητα τον ήλιον και καθοδηγεί το χέρι του ανθρώ-
που σ’ όλα του τα έργα (…)
Η δεύτερη Επικοινωνία με τον Άγγελο της Αγάπης, του οποίου
τα θεραπευτικά ύδατα ρέουν σ’ένα ατέλειωτο ποτάμι από τη
θάλασσα της Αιωνιότητας
Η τρίτη Επικοινωνία είναι με τον Άγγελο της Σοφίας, που
λευτερώνει τον άνθρωπο απ’ το φόβο, πλαταίνει την καρδιά και
ησυχάζει τη συνείδησή του.
Η τέταρτη Επικοινωνία είναι με τον Άγγελο της Αιώνιας Ζωής,
που φέρνει στον άνθρωπο το μήνυμα της αιωνιότητας.
Η πέμπτη Εποινοινωνία είναι με τον Άγγελο της Εργασίας,(…)
ο άνθρωπος του Θεού που έχει ανακαλύψει το καθήκον του δεν θα
ζητήσει τίποτε άλλο.
Η έκτη Επικοινωνία είναι με τον Άγγελο της Ειρήνης, το φιλί
του οποίου χαρίζει ηρεμία και το πρόσωπό του μοιάζει με την
επιφάνεια των γαλήνιων υδάτων, όπου αντανακλάται η σελήνη.
Η έβδομη Επικοινωνία είναι με τον Ουράνιο Πατέρα, ο οποίος
υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει για πάντα (…)
Οι Υιοί του Φωτός θα μάθουν τι κρύβεται στη χλόη, γιατί έχουν
ταχθεί να βοηθήσουν τους Υιούς του Ανθρώπου. Μ’ αυτόν τον τρό-
πο διδασκόμαστε από τη Γήινη Μητέρα, μέσα απ’ αυτή τη χούφτα
σιταριού στο απλό δοχείο,το ίδιο πήλινο δοχείο που χρησιμοποιείτε
για να πίνετε γάλα και να μαζεύετε μέλι από τις μέλισσες. Τώρα το
δοχείο είναι γεμάτο από πλούσιο μαύρο χώμα, ανακατεμένο με πα-
λιά φύλλα και υγρασία απ’ τη δροσιά του πρωινού, το πιο πολύτιμο
δώρο του Αγγέλου της Γης.
Έβρεξα μια χούφτα σιτάρι, ώστε ο Άγγελος των Υδάτων να μπει
μέσα του. Και ο Άγγελος του Αέρα το αγκάλιασε, όπως και ο Άγ-
γελος του Ήλιου, και η δύναμη των τριών Αγγέλων αφύπνισε τον
Άγγελο της Ζωής μέσα στο σιτάρι, και κάθε σπυρί φύτρωσε και
έβγαλε ρίζες. Ύστερα έβαλα το αφυπνισμένο σιτάρι στο χώμα του
Αγγέλου της Γης, και η δύναμη της Γήινης Μητέρας και όλων των
αγγέλων της πέρασε μέσα σ’ αυτό, κι όταν ο ήλιος υψώθηκε τέσ-
σερις φορές, οι σπόροι έγιναν φυτά. Αλήθεια σας λέω, δεν υπάρχει
θαύμα μεγαλύτερο απ’ αυτό.
Και οι αδελφοί κοίταξαν με σεβασμό τους τρυφερούς μίσχους στα χέρια
του Ιησού, και ένας απ’ αυτούς ρώτησε :
«Διδάσκαλε, ποιο είναι το μυστικό του χορταριού που κρατάς στα
χέρια σου; Γιατί είναι διαφορετικό από εκείνο το γρασίδι που
σκεπάζει τους λόφους και τα βουνά.
Και ο Ιησούς απάντησε :
«Δεν είναι διαφορετικό, Υιοί του Φωτός. Η χλόη, όλα τα δένδρα, όλα
τα φυτά, σε κάθε μέρος του κόσμου, είναι μέρος του βασιλείου της
Γήινης Μητέρας. Έχω όμως ξεχωρίσει σ’ αυτό το δοχείο ένα μικρό
μέρος του βασιλείου της Μητέρας σας, ώστε να μπορέσετε να το
αγγίξετε με τα χέρια του πνεύματος και να μπορέσει η δύναμή της
να εισχωρήσει στο σώμα σας. Γιατί, σας λέω αλήθεια, υπάρχει το
Άγιο Ρεύμα Ζωής που γέννησε τη Γήινη Μητέρα και όλους τους
αγγέλους της. Το Ρεύμα Ζωής είναι αόρατο για τα μάτια των Υιών
των Ανθρώπων, γιατί βαδίζουν στο σκοτάδι και δεν βλέπουν τους
Αγγέλους της ημέρας και της νύχτας που τους περιβάλλουν και
αιωρούνται από πάνω τους. Όμως, οι Υιοί του Φωτός έχουν βαδίσει
επτά χρόνια με τους Αγγέλους της ημέρας και της νύχτας και τώρα
τους προσφέρονται τα μυστικά της επικοινωνίας με τους αγγέλους.
Και τα μάτια του πνεύματός σας θα ανοιχτούν, και θα δείτε, θα
ακούσετε και θα αγγίξετε το Ρεύμα της Ζωής που έδωσε ζωή στη
Γήινη Μητέρα. Και θα εισέλθετε στο Άγιο Ρεύμα της Ζωής, και
αυτό θα σας μεταφέρει με απεριόριστη τρυφερότητα στην αιώνια
ζωή, στο βασίλειο του Ουρανίου Πατέρα σας».
«Πώς θα το κάνομε αυτό, Διδάσκαλε;»,
ρώτησαν μερικοί με έκπληξη.
«Τι μυστικά πρέπει να γνωρίζομε, για να μπορέσουμε να δούμε, ν ν ν’ ακούσουμε και να αγγίξουμε αυτό το Άγιο Ρεύμα της Ζωής;»
Ο Ιησούς δεν απάντησε, αλλά έβαλε τα χέρια του γύρω από το φυτρωμένο χορτάρι στο δοχείο, απαλά, σα ν’ ακουμπούσε στο μέτωπο ενός μικρού παιδιού. Και έκλεισε τα μάτια του και τριγύρω του φάνηκαν κύματα φωτός να τρεμοπαίζουν στον ήλιο, όπως η ζέστη του καλοκαιριού κάνει το φως να τρεμοπαίζει στον ασυννέφιαστο ουρανό. Και οι Αδελφοί γονάτισαν, σκύβοντας το κεφάλι με σεβασμό μπροστά στη δύναμη των αγγέλων που εκπορευόταν από την καθιστή φιγούρα του Ιησού. Κι εκείνος παρέμεινε σιωπηλός, με τα χέρια του κλειστά σαν σε προσευχή, γύρω από το χορτάρι.
Και κανένας δεν ήξερε αν είχε περάσει μια ώρα ή ένας ολόκληρος χρόνος, γιατί ο χρόνος έμεινε στάσιμος και ήταν, λες και όλη η δημιουργία κρατούσε την ανάσα της. Και ο Ιησούς άνοιξε τα μάτια του, και καθώς άρχισε να μιλάει, ευωδιές λουλουδιών γέμισαν τον αέρα και τον χώρο.
«Εδώ βρίσκεται το μυστικό, Υιοί του Φωτός, εδώ, στο ταπεινό
γρασίδι. Εδώ είναι το μέρος που συναντιέται η Γήινη Μητέρα και ο
Ουράνιος Πατέρας, εδώ είναι το Ρεύμα της Ζωής που γέννησε όλη
τη δημιουργία. Αλήθεια σας λέω, μόνο στον Υιό του Ανθρώπου έχει
δοθεί να βλέπει, να ακούει και να αγγίζει το Ρεύμα της Ζωής που
ρέει ανάμεσα στο βασίλειο της Γης και των Ουρανών. Βάλτε τα
χέρια σας γύρω απ’ το τρυφερό χορτάρι του Αγγέλου της Γης και θα
δείτε και θ’ακούσετε και θ’ αγγίξετε τη δύναμη όλων των αγγέλων».
Και ένας-ένας όλοι οι αδελφοί στάθηκαν με σεβασμό μπροστά στη δύναμη των αγγέλων, κρατώντας στα χέρια τους το τρυφερό χορτάρι. Κι ο καθένας αισθάνθηκε το Ρεύμα της Ζωής να μπαίνει στο σώμα του με την ορμή που έχει ένα ποτάμι μετά την ανοιξιάτικη καταιγίδα. Και η δύναμη των αγγέλων κύλησε στις παλάμες τους, στα χέρια τους, και τους συγκλόνισε σαν τον βοριά που ταρακουνάει τα κλαδιά των δένδρων. Και όλοι τους θαύμασαν τη δύναμη του ταπεινού γρασιδιού, που περιέχει όλους τους αγγέλους και τα βασίλεια της Γήινης Μητέρας και του Ουράνιου Πατέρα. Και κάθισαν μπροστά στον Ιησού για να τους διδάξει.
Και ο Ιησούς είπε :
«Κοιτάξτε, Υιοί του Φωτός, το ταπεινό γρασίδι. Δείτε που μέσα του
περιέχονται όλοι οι Άγγελοι της Γήινης Μητέρας και του Ουράνιου
Πατέρα. Γιατί τώρα έχετε μπει μέσα στο Ρεύμα της Ζωής, και αυτό
θα σας μεταφέρει με τον καιρό στην αιώνια ζωή που υπάρχει στο
βασίλειο του Ουράνιου Πατέρα σας. Γιατί μέσα στο χορτάρι
υπάρχουν όλοι οι Άγγελοι.
Μακάρια τα Τέκνα του Φωτός που έχουν σοφία στον νου, γιατί θα
δημιουργήσουν ουρανούς. Ο νους του σοφού είναι ένας καλά
οργωμένος αγρός που αποφέρει αφθονία και επάρκεια. Γιατί, αν
δείξετε σ’ έναν σοφό μια χούφτα σπόρους, εκείνος θα δει με το μάτι
του νου του έναν αγρό με χρυσό σιτάρι. Αν, όμως, δείξετε σ’ έναν
ανόητο μια χούφτα σπόρους, εκείνος θα δει μόνον αυτό που υπάρχει
μπροστά του και θα το θεωρήσει μάλιστα σαν άχρηστα βότσαλα.
Όπως ο αγρός του σοφού ανθρώπου δίνει αφθονία καρπών, ενώ ο
αγρός του ανόητου δίνει σοδειά από πέτρες και μόνο, το ίδιο συμ-
βαίνει και με τις σκέψεις μας. Όπως το δεμάτι του χρυσού σιταριού
υπάρχει κρυμμένο μέσα στο μικροσκοπικό σπόρο, έτσι και η
βασιλεία των ουρανών βρίσκεται κρυμμένη στις σκέψεις μας. Αν
αυτές είναι γεμάτες από τη Δύναμη, την Αγάπη και τη Σοφία των
Αγγέλων του Ουρανίου Πατέρα, θα μας μεταφέρουν στην Ουράνια
Θάλασσα. Αν όμως είναι λερωμένες με διαφθορά, μίσος και άγνοια,
θα αλυσοδέσουν τα πόδια μας σε κολώνες πόνου και βασάνων.
Κανένας δεν μπορεί να υπηρετεί δυο αφέντες, ούτε οι κακές σκέψεις
μπορούν να κατοικούν σ’ έναν νου που είναι γεμάτος από το Φως
του Νόμου. Εκείνος που έχει βρει την Ειρήνη με τον νου του, έχει
μάθει να πετά πέρα από τα βασίλεια των Αγγέλων.
Γνωρίστε αυτή την Ειρήνη με το νου σας,
λαχταρείστε αυτή την ειρήνη με την καρδιά σας,
εκπληρώστε αυτή την ειρήνη με το σώμα σας».
(Ιησούς)
Κι ως είπε τα λόγια ετούτα, ένας-ένας πώς σκόρπισαν
σαν φωτεινές ακτίνες στο σώμα του κόσμου.
(Από το βιβλίο του Δημ. Κουτσούκου«Τα Μυστήρια των Εσσαίων»:τα αρχαία χειρόγραφα ,
που βρέθηκαν διατηρημένα μέσα σε σωλήνες στο Κούμραν, στις όχθες της Νεκράς Θάλασσας ,
όπου κατοικούσαν οι ασκητικοί Εσσαίοι)
Ο Ποιητής
Άστραψε φως και γνώρισεν ο νιός τον εαυτό του
(Διονύσιος Σολωμός)
« Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών και κύμβαλον αλαλάζον.Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν,αγάπην δε μη έχω,ουδέν ειμί. Και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω,ουδέν ωφελούμαι. Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία · πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. Είτε δε προφητείαι,καταργηθήσονται·είτε γλώσσαι, παύσονται· είτε γνώσις καταργηθήσεται· εκ μέρους γαρ γιγνώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν· όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται. Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην· ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου.Βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον · άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην. Νυνί δε μένει πίστις , ελπίς , αγάπη, τα τρία ταύτα· μείζων δε τούτων η αγάπη.»*
Σημείωση: Το κείμενο αυτό απαντάται στα αρχαία χειρόγραφα της Εσσαϊκής Αδελφότητας του Κουμράν της Νεκρής Θάλασσας (βλ.και Δ. Κουτσούκου«Τα Μυστήρια των Εσσαίων») και στου Αποστόλου Παύλου την Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολή.
Ανηφορίζοντας μια κατάφυτη πλαγιά, με αμπέλια στα χαμηλώματα, πιο πάνω ελιές, συκιές, δάφνες και πιο ψηλά πεύκα, έλατα, κισσούς, ανθισμένες αγριοτριανταφυλλιές και πλήθος μυριστικών, συναντούμε στην κορυφή βωμό σμιλεμένο στην πέτρα κι ολόγυρα ανθρώπους ευσεβείς ν’ ανάβουν με κλαδιά φωτιά από του ήλιου τις ακτίνες σε κρύσταλλο επί του βωμού και ν’ αποθέτουν θυμιάματα λιβανομάνναν προσφέροντας σπονδές : οίνον, έλαιον και καρπούς, υμνολογώντας τον Ήλιο και την Γαία: Λυκόσουρα Αρκαδίας, η αρχαιότερη πόλη του κόσμου, με βωμούς αφιερωμένους στην Δήμητρα, στην Δέσποινα Αρτέμιδα και στη Μεγάλη Μητέρα.
Ορφικός Ύμνος Ηλίου
−«Κλύθι μάκαρ, πανδερκές έχων αιώνιον
όμμα,
Τιτάν χρυσαυγής, υπερίων, ουράνιον
Φως,
αυτοφνής, ακάμας, ζώων ηδεία
πρόσοψι ∙
δεξιέ μεν γενέτωρ ηούς, ευώνυμε
νυκτός ∙
κράσιν έχων ωρών, τετραβάμοσι ποσσί
χορεύων,
εύδρομε, ροιζήτωρ, πυρόεις, φαιδρωπέ,
διφρευτά,
ρόμβου απειρεσίου δινεύμασιν οίμον
ελαύνων ∙
ευσεβέσιν καθοδηγέ καλών, ζαμενής
ασεβούσιν,
χρησολύρη, κόσμου τον εναρμόνιον
δρόμον έλκων ∙
έργων σημάντωρ αγαθών, ωροτρόφε
κούρε,
κοσμοκράτωρ, συρικτά, πυρίδρομε,
κυκλοέλικτε,
φωσφόρος, αιολόδεικτα, φερέσβιε,
κάρπιμε, Παιάν ∙
αϊθαλής, αμίαντε, χρόνου πάτερ
αθάνατε Ζεύ,
εύδιε, πασιφαής, κόσμου το
περίδρομον όμμα,
σβεννύμενον λάμπον τε καλαίς ακτίσι
φαειναίς ∙
δείκτα δικαιοσύνης, φιλονάματε, δέσποτα
κόσμου,
πιστοφύλαξ αεί πανυπέρτατε, πάσιν
αρωγέ ∙
όμμα δικαιοσύνης, ζωής φως ∙ ω
ελάσιππε,
μάστιγι λιγυρή τετράορος άρμα
διώκων,
κλύθι λόγων, ηδύν δε βίον μύστησι
πρόφαινε ∙
Άκουσε μακάριε, που έχεις μάτι αιώνιον που βλέπει τα πάντα,
Τιτάν που λάμπεις ωσάν χρυσός, που βαδίζεις υψηλά,
ουράνιον φως,
Συ είσαι αφ’ εαυτού γεννημένος, ακαταπόνητος,
των ζωντανών γλυκύ θέαμα
και είσαι της μεν αυγής δεξιός γεννήτορας,
της δε νυκτός αριστερός ∙
ο οποίος κρατείς την συνένωσιν των εποχών
χορεύοντας με τέσσερα πόδια,
καλόδρομος (ταχύς), ορμητικός, πύρινος με
χαρωπόν βλέμμα,
του απέραντου ρόμβου την οδόν διέρχεσαι
με περιστροφικές κινήσεις ∙ καθοδηγείς
τους ευσεβείς ανθρώπους στις καλές πράξεις
και στους ασεβείς επιδεικνύεις δυσμένειαν ∙
συ έχεις χρυσή λύρα, έλκοντας (σύροντας)
τον εναρμόνιον δρόμον του κόσμου ∙
είσαι τούτος που επισημαίνεις τα καλά έργα, συ είσαι ο νέος
που τρέφεις τις εποχές,
κοσμοκράτωρ, αυλητή, που διατρέχεις δια του πυρός,
που περιφέρεσαι κυκλικώς,
που φέρεις το φως της ζωής, που φανερώνεσαι με ποικίλες μορφές,
που φέρεις την ζωή, καρποφόρε, Παιάν ∙
αειθαλής, αμόλυντος, πατέρα του χρόνου
αθάνατε Ζεύ,
που είσαι καθαρός, που λάμπεις σε όλους, είσαι το
κυκλικώς περιφερόμενο μάτι του κόσμου
που σβήνει και λάμπει με ωραίες λαμπερές ακτίνες ∙
εσύ που δείχνεις την δικαιοσύνη, που αγαπάς το νερό,
δέσποτα του κόσμου
πιστός φύλακας (της αληθείας), ο αιώνιος υπέρτατος
βοηθός σε όλους ∙
μάτι της δικαιοσύνης, φως της ζωής ∙
συ που οδηγείς τους ίππους
και κατευθύνεις με λιγερή μάστιγα τέθριππον
άρμα,
άκουσε τους λόγους, και φανέρωσε στους μύστες
ευχάριστην ζωήν.
Δεκαεφτά δέντρα φυτρωμένα στην πέτρινη στέγη ναΐσκου της Αγίας Θεοδώρας Αρκαδίας, οκτακόσια χρόνια τώρα σημαίνουν το θαύμα της ζωής!
Τοπία της βάφτισης μέσα στο φως!
(…)
Αριστόξενος* :
«Ο Ινδός Φραώτης που μύησε τον Απολλώνιο στα μυστήρια των Βραχμάνων λέγει : «Στους Έλληνες ο καθένας φιλοσοφεί και (…) παραφθείρει την φιλοσοφία. Σ’ εμάς (τους Ινδούς) όμως λίγοι ασχολούνται με τη φιλοσοφία και δοκιμάζονται ως εξής: πρέπει ο νέος όταν τύχει να γίνει 18 ετών, να έλθει προς το ποταμό Ύφασι κοντά σε άνδρες, προς τους οποίους συ προσήλθες (ο Απολλώνιος), λέγοντας δημοσίως πρωτύτερα ότι θα ευχόταν να φιλοσοφήσει, για να είναι δυνατόν σε όσους επιθυμούν να τον εμποδίσουν, εάν δεν φοιτά καθαρός. Καθαρόν δε ονομάζω (…) εκείνον στον οποίον δεν παρουσιάζεται καμία κατηγορία προς τον πατέρα και τη μητέρα (…) και να μην είναι υβριστής (τις) ή ακρατής ή χρηματιστής άδικος. Όταν δε καμία ουλή σ’ αυτούς αναφαίνεται, ούτε κανένα στίγμα, ουδόλως εξετάζουν πλέον αυτόν τον ίδιο το νέο και τον ελέγχουν πρώτα μεν εάν είναι μνημονικός, έπειτα εάν είναι από τη φύση του ντροπαλός και όχι προσποιούμενος (πλαττόμενος*). Τούτο, μήπως είναι μέθυσος, μήπως είναι λαίμαργος (λίχνος**), μήπως αλαζονικός, μήπως φιλόγελος, μήπως θρασύς, μήπως εριστικός, εάν είναι υπάκουος στον πατέρα, στην μητέρα, στους διδασκάλους, στους παιδαγωγούς, σε όλους, μήπως είναι κακός με τις ώρες του. Τα σχετικά με τους προγόνους του τα συζητούν με μάρτυρες (…).Τα σχετικά με τους εφήβους παρατηρώντας τους τα μαθαίνουν (αναμανθάνουσι). Διότι οι οφθαλμοί ερμηνεύουν πολλά από τα ανθρώπινα ήθη, (…) από τα οποία και σοφοί και φυσικοί άνδρες, όπως ακριβώς μέσα σε κάτοπτρο σαν είδωλα παρατηρούν τους νους των ανθρώπων …».
Μετά την δοκιμασία αυτή, φοιτούν προπαρασκεάζονται στους Βραχμάνους, των οποίων η μεν σοφία είναι θαυμαστή, η δε δύναμη αφάνταστα μεγάλη (…) αυτοί δεν πολεμούν με όπλα, αλλά με κεραυνούς και «διοσημίες» χτυπούν όσους τους επιτίθενται και πάντοτε τους αποκρούουν με τον τρόπο αυτό, διότι είναι ιεροί και θεοφιλείς (…)
Ατείχιστοι, τετειχισμένοι, από τα ιερά όπλα και«ουδέν κεκτημένοι τα πάντα έχουσι», ό,τι χρειαστούν αμέσως, από την πηγή, τους παρέχεται.
(Αριστοξένου «Βίος Απολλωνίου Τυανέως»)
Ταξιδεύουμε κατά τη Δύση του Ήλιου. Απ’ την αντικρινή στεριά ο Εμπεδοκλής μας στέλνει μήνυμα τούτα τα λόγια :
Εμπεδοκλής: Η γένεση και η φθορά είναι στην πραγματικότητα ένωση (μίξις) και χωρισμός (διάλλαξις) από αιώνιες κι αναλλοίωτες βασικές ουσίες «ριζώματα πάντων» : πυρ, αιθήρ, αήρ, ύδωρ, γαία. Καθένα απ’ αυτά τα στοιχεία μπορεί να μεταβληθεί στο άλλο ή να ενωθεί μ’ αυτό, για να κάνει ένα καινούργιο.
Πώς μπαίνουν σε κίνηση τα βασικά στοιχεία; Δυο κινητικές δυνάμεις υπάρχουν : μια που ενώνει (Φιλότης, Αφροδίτη, Αρμονίη, Στοργή, Αγάπη) και αυτή που χωρίζει (Νείκος, Κότος, Μίσος). Οι δυνάμεις αυτές δεν ενεργούν πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Τα στοιχεία βρίσκονται σ’ ατέλειωτη αλλαγή. Άλλοτε τα ενώνει η Αγάπη (Φιλότης), άλλοτε τα χωρίζει το Μίσος (Νείκος). Στην πρώτη απ’ αυτές τις καταστάσεις, σαν τέλεια μίξη όλων των στοιχείων, ο κόσμος σχηματίζει το σφαιρόμορφο σύνολο, τον Σφαίρο, που περιγράφεται σαν μακάριος θεός, γιατί κάθε μίσος είναι φυγαδευμένο απ’ αυτό.
Το αντίθετο σ’ αυτήν είναι ο τέλειος χωρισμός των στοιχείων. Ανάμεσα στ’ άκρα αυτά βρίσκονται οι κοσμικές καταστάσεις που επιτρέπουν να γεννιούνται και χάνονται τα καθέκαστα όντα.
Κατά τον σχηματισμό του σημερινού κόσμου η Φιλότητα, μέσα στα στοιχεία που τα είχε χωρισμένα το Νείκος, γέννησε πρώτα μια δίνη, που σιγά σιγά άπλωσε κι τ’ αγκάλιασε όλα. Από το μίγμα αυτό χώρισε με την περιδίνηση πρώτα ο αγέρας ή αιθέρας, που σχημάτισε τον ουράνιο θόλο, έπειτα η φωτιά, που πήρε την θέση της άμεσα κάτω απ’ αυτόν.
Από το χώμα στραγγίχτηκε με μια περιφορά το νερό κι απ’ αυτό πάλι εξατμίστηκε ο αγέρας ο κατώτερος ατμοσφαιρικός. Ο ουρανός αποτελείται από δυο μισά : ένα πύρινο, άλλο σκοτεινό ραντισμένα με πύρινα κομμάτια(…) Ο ήλιος είναι καθρέφτης της ουράνιας φωτιάς : μαζεύει τις αχτίδες της ουράνιας φωτιάς και τις στέλνει πίσω, όπως το φεγγάρι τις αχτίδες του ήλιου. Η γη και ο κόσμος μένουν στη θέση τους από την ταχύτητα της περιστροφής. Από την γη βλάστησαν φυτά, ζώα, άνθρωπος, με βαθμιαία ανέλιξη. Η ποιότητα της νόησης ρυθμίζεται ανάλογα με την ποιότητα του σώματος και ιδιαίτερα του αίματος που είναι η καθαυτή έδρα της νόησης.
Πάνω απ’ το βασίλειο της ύλης, υψώνεται το βασίλειο των μακαρίων πνευμάτων (δαιμόνων).
Στον άνθρωπο απαγορεύεται η κρεοφαγία, τα κουκιά, οι δάφνες… Απαγορεύεται ο πόλεμος, ως γέννημα διχόνοιας.
Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις ελευθερώνεται η ψυχή (δαίμων) από τα κακά.
Η θεότητα είναι Άγιον Πνεύμα «Φρην ιερός».
Κατηφορίζοντας νοτιότερα, στην άμμο της παραλίας των Συρακουσών ο Αρχιμήδης σχεδιάζει τις αρμονίες των ουρανίων σφαιρών, γυρεύοντας τους νόμους της τάξης του Κόσμου.
Στην ξαφνική τυφλή βία του ρωμαίου στρατιώτη, ο Αρχιμήδης αντιτείνει:
−«Μη μου τους κύκλους τάραττε».
Η ζωή του μέσα στους κύκλους της Παγκόσμιας Αρμονίας. Ταύτιση ατόμου και κόσμου. Δεν ξεχωρίζονται.
−«Μη μου ταράζεις τους κύκλους»
Ο Αντίκτυπος της πράξης μέσα στην αιωνιότητα :
Η άλογη βία κατά του φωτεινού πνεύματος.
Όμως, και ποια συνάφεια μπορεί να έχει ο οραματιστής εφευρέτης φιλόσοφος με τον ιμπεριαλιστή στρατιώτη; Αυτά που ο ένας δημιουργεί, ο άλλος τα γκρεμίζει και σκοτώνει τον πνευματικό δημιουργό. Κι ως φαίνεται, χιλιάδες χρόνια μετά, η έκκληση του Αρχιμήδη δεν βρήκε ευήκοα ώτα, για να εισακουσθεί απ’ τους επίδοξους χοντρανθρώπους της απληστίας.
Εδώ και πάντα μέσα στην Ιστορία :
«Μη μου ταράζεις τους κύκλους»
Η Πορεία των Εφηβικών Αναζητήσεων συνεχίζεται, με την πανίσχυρη ορμή της Γνώσης, που χαρακτηρίζει τον Άνθρωπο, επιτελώντας τον σκοπό της ύπαρξής του. Η αιώνια εφηβεία της Γνώσης μας χαρίζει και τα πνευματικά έργα, που παραθέτονται εδώ, σε μια αέναη αναφορά του Ανθρώπου με τον Κόσμο…
(Απόσπασμα από το βιβλίο Ἡ ΥΛΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ – Οι Φρουροί των Ονείρων του Κρόνου”
αφιερωμένο στην αιώνια εφηβεία)