Γιορτή Ενηλικίωσης
Ο Ποιητής
«Α, η γλυκειά προστασία
που αγρυπνούσε στο πλευρό μας
ζεσταίνοντας
τα γυμνά πουλιά των ονείρων μας».
(Γ. Ρίτσος)
Αυτό το πρωινό έχει μία διαπεραστική ενέργεια, που αλαφραίνει το κορμί σε μια αεικίνητη εγρήγορση, έτοιμη για όλα. Μυρίζει κάθε κόκκος γης και αγέρα, τα πλάσματα διαχέουν ένα λεπτό άρωμα σύμμεικτο από τη μοναδικότητα του καθενός. Και μια σιωπή ακινητεί όλο ένταση στο βάθος του βόμβου της ημέρας.
Η μεγάλη γιορτή της ενηλικίωσης : πανάρχαιο έθιμο στις αρχέγονες μητρίδες και πατριές, έγινε γρανάζι στην κοινωνική λειτουργία, μια συμβολική κληροδότηση κοινωνικών ιδιοτήτων, με έδρα την οικογένεια, όπου η μητέρα μυεί την κόρη στην ανάληψη των ρόλων, που πρέπει να παίξει από δω και πέρα και όμοια μυεί ο πατέρας τον γιό. Το τελετουργικό όμως κρατιέται μυστικό, μονάχα παραδίνεται με όμοιο τρόπο, από την μυημένη κόρη, που γίνεται μητέρα, ή τον μυημένο γιό, που γίνεται πατέρας, στην ενηλικίωση της κόρης της ή του γιού του αντίστοιχα.
Γι’ αυτό τον λόγο, τούτη την ημέρα, η χαρά, η περιέργεια, η ανεβασμένη ευθύνη ροδίζουν με έξαψη το πρόσωπο, κι ο τόπος όλος λες κι ανοίγεται, να χωρέσει τα φτερωτά βήματα της προσδοκίας.
Η μητέρα, μέσα στο σοβαρό ένδυμα σπάνιων περιστάσεων, μπαίνει σιγανά και σταθερά στη μεγάλη σάλα. Κρατά ένα κομψό σκαλισμένο κουτί, εμπρός στο στήθος της, και μου γνέφει χαμογελώντας να την πλησιάσω. Οι άλλοι περιμένουν μ’ ένα σταματημένο χαμόγελο. Φοράω το λευκό φουστάνι της παράδοσης, όπως το φόρεσε κι εκείνη κι όλες, οι γυναίκες του σογιού μας και οι αναρίθμητες της γης στην ώρα ετούτη. Έχω υακίνθους στα μαλλιά-αυτούς εγώ τους διάλεξα.
Η μάνα ανοίγει, με αργή σημαίνουσα κίνηση, το χειροτεχνημένο καπάκι. Οι άλλοι με ραίνουν ανθοπέταλα, για την απόλαυση της ζωής, και ρύζια, για την αφθονία των αγαθών. Τραγουδούν ένα τραγούδι, για μένα πρωτάκουστο. Το χέρι της μητέρας σηκώνει μες απ’ το κουτί τον πολύτιμο θησαυρό της ακριβοφυλαγμένης παράδοσης. Κρατάω την ανάσα : Κάτι με τραβάει πιο βαθιά μέσα μου, για ν’ ανοιχτώ δυναμικά έξω, στην κατάσταση, να την αφομοιώσω ως την άκρη-άκρη της. Να προλάβω, να κλείσω αστραπή τα μάτια, για να κρατηθούν ορθάνοιχτα στην πρώτη θέαση αυτής της πολύτιμης κληροδότησης. Με όλα τα μόριά μου θα την κρατήσω, θα την υπερασπίσω και θα την παραδώσω ακέρια, όπως πρέπει, στην ώρα της.
Το ανασηκωμένο χέρι της μητέρας βουτάει μαλακά στο κουτί και σηκώνει βαρυσήμαντα μία μάσκα : ένα προσωπείο σχεδόν διάφανο, πανομοιότυπο με τα χαρακτηριστικά της μητέρας. Είναι το δικό της πρόσωπο που πρέπει να φορέσω.
Οι άλλοι πετούν φούχτες επάνω μου ρύζια και ροδοπέταλα. Η μητέρα παραμερίζει τρυφερά στο πλάι τα μαλλιά μου και προσαρμόζει το προσωπείο επάνω στο δικό μου πρόσωπο. Οι άλλοι χειροκροτούν χαρούμενοι σε κύκλο ολόγυρά μας. Πλησιάζουν κοντά να με συγχαρούν. Γίνονται ασφυχτικοί στους εναγκαλισμούς.
Εγώ κλονίζομαι, να βλέπω μέσα από γυαλί τον κόσμο. Στρέφω τα μάτια με απόγνωση, κάπου να πιαστώ, να σταθμίσω τα πράγματα. Ήταν τόσο απρόσμενη η έκπληξη αυτή.
Αχ, ο καθρέφτης πυρπολεί το δράμα :
Η μητέρα κοιτάζει σταθερή μεσ’ απ’ αυτόν, στο δικό μου είναι ∙ κι είναι ξανά εκεί στο πλάι μου, ο εαυτός της όρθιος χαμογελώντας. Κι εγώ πουθενά.
Ασφυκτιώ μέσα στο βάρος τόσων εντολοδόχων προσδοκιών, χιλιάδες φορές ξαναπαιγμένων ρόλων : ήχοι, νόρμες, συμβόλαια, πόνοι και ηδονές : όλα επαναλαμβάνονται αμέτρητες φορές σε διαστελλόμενους κύκλους, ξανά και ξανά τα ίδια. Μεγαλώνει ολοένα ο θόρυβός τους, καταλύοντας τις αντιστάσεις. Σπάνε όλα τα κρύσταλλα του μπουφέ. Η λάμπα της οροφής γίνεται εκκρεμές που μεγαλώνει τις ταλαντώσεις του. Οι κουρτίνες αιθερίζονται μετέωρες έξω απ’ τ’ ανοιγμένα παράθυρα. Όλοι συγκλίνουν παρόντες εδώ. Κι εγώ πουθενά.
Πετάω τη μάσκα στο πάτωμα. Όλα σταματημένα. Μαζεύω τον χαμένο μου εαυτό και τρέχω έξω απεγνωσμένη. Τα δάχτυλά μου ψάχνουν με αγωνία το πρόσωπο:
είμαι – εδώ – εγώ – τώρα.
Ορμάω στους δρόμους απελπισμένη μαζί κι ελεύθερη.
Ο Ποιητής
Και να ’σαι όπως γεννήθηκες :
το κέντρο του κόσμου.
( Ελύτης)
Για τον Αυτοσχεδιασμό της Πραγματικότητας : ΜΥΣΤΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
* * *