Η Απολογία του Σωκράτη
Συγκλονισμένοι από την ταραχή του φιλοσοφικού κύκλου των Αθηνών εισερχόμαστε στο μεγάλο λαϊκό δικαστήριο, όπου δικάζεται ο άριστος των ανθρώπων, ο Σωκράτης, διαβλημένος από τρεις ψευδομάρτυρες που απαίτησαν την θανάτωσή του.
Από την « Απολογία Σωκράτη»
«Ας ξαναπιάσομε λοιπόν απ’ την αρχή ποια είν’ εκείνη η κατηγορία που έχει γεννήσει όλες τις διαβολές εναντίον μου… ΕΙΝΑΙ ΕΝΟΧΟΣ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΝΕΙ, ΓΙΑΤΙ ΓΥΡΕΥΕΙ ΟΣΑ ΚΡΥΒΕΙ Η ΓΗ ΚΑΙ ΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΔΙΚΟ ΛΟΓΟ ΤΟΝ ΚΑΝΕΙ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ…
(…)Ίσως όμως κάποιος από σας θα μου έλεγε: Μα λοιπόν ποια είναι η δική σου δουλειά, Σωκράτη; και γιατί σου έχουν βγάλει αυτές τις διαβολές;
(…)Πήγα σε κάποιον απ’ αυτούς που περνούν για σοφοί (…) ήταν ένας από τους πολιτικούς (…) και εξετάζοντάς τον μου φάνηκε πως ο άνθρωπος αυτός περνάει για σοφός στους άλλους και μάλιστα στον εαυτό του, μα στ’ αλήθεια δεν είναι. Κι ύστερα προσπάθησα να του αποδείξω ότι νομίζει πως είναι σοφός, δεν ήταν όμως. Από τότε κι αυτός με εχθρεύτηκε και άλλοι πολλοί που ήταν μπροστά (…) Ύστερ’ απ’ αυτόν πήγα σε άλλον(…) τα ίδια πάλι και απαράλλαχτα βρήκα. Κι έγινα μισητός και σε τούτον και σε άλλους(…)
Απ’ αυτήν λοιπόν την εξέταση που έκανα, ω άνδρες Αθηναίοι, έχουν γεννηθεί εναντίον μου πολλές έχθρες, τόσο δυσάρεστες και βαριές, που μου γέννησαν ένα σωρό διαβολές και μου έβγαλαν και τ’ όνομα πως είμαι σοφός. Γιατί οι περισσότεροι που βρέθηκαν μπροστά μου κάθε φορά, νομίζουν πως είμαι σοφός σ’ εκείνα που βγάζω ανήξερους τους άλλους κι η αλήθεια όμως είναι πως, όπως φαίνεται ο Θεός είναι σοφός κι αυτό είπε και στο χρησμό, πως η ανθρώπινη σοφία πολύ λίγο αξίζει και ίσως-ίσως και τίποτε… «Εκείνος, ω άνθρωποι, είναι σοφότερος απ’ όλους σας, όποιος, σαν τον Σωκράτη, έχει καταλάβει αληθινά πως η σοφία του δεν αξίζει τίποτε». Αυτά λοιπόν κι εγώ ακόμη και τώρα τριγυρνώ και ζητώ κι εξετάζω, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, σε δικούς μας και ξένους, όποιους νομίζω απ’ αυτούς πως είναι σοφοί κι όταν καταλάβω πως δεν είναι, κάνοντας το θέλημα του Θεού, του αποδείχνω καθενός πως σοφός δεν είναι. Και, μ’ αυτές τις φροντίδες ούτε για τον τόπο μου έμενε καιρός να κάμω τίποτε σημαντικό, ούτε για την οικογένειά μου, μόνο βρίσκομαι πάντα σε μεγάλη φτώχεια, για την αγάπη του Θεού.
(…)Στη θέση που διαλέξει κανένας, γιατί μόνος του τη νομίζει καλύτερη, ή που θα τοποθετηθεί απ’ τον αρχηγό του, πρέπει να μένει σταθερός, κατά τη γνώμη μου, με κάθε κίνδυνο, χωρίς να λογαριάζει καθόλου ούτε το θάνατο, ούτε άλλο τίποτε μπροστά στην ατιμία.
(…)Γιατί πρέπει να ξέρετε καλά, αν με καταδικάσετε εμένα σε θάνατο, έναν τέτοιον άνθρωπο, όπως ο ίδιος σας είπα τον εαυτόν μου, περισσότερο θα βλάψετε τον εαυτό σας παρά εμένα. Εμένα σε τίποτε δεν θα με έβλαπτε ούτε ο Άνυτος ούτε ο Μέλητος. Γιατί ούτε θα μπορούσαν να το κάμουν · δεν είναι δυνατόν, νομίζω τον καλύτερο άνθρωπο να τον βλάψει ο χειρότερος. Ίσως μπορεί να τον θανατώσει ή να τον εξορίσει ή να τον ατιμάσει. Αυτά όμως ίσως αυτός και κανένας άλλος τα νομίζουν για μεγάλα κακά · εγώ δεν τα νομίζω, αντιθέτως θεωρώ πολύ περισσότερο κακό να κάνει κανένας αυτό που κάνει αυτός, δηλαδή να θέλει να θανατώσει άδικα έναν άνθρωπο.
Τώρα λοιπόν, ω άνδρες Αθηναίοι, εγώ κάθε άλλο κάνω παρά ν’ απολογούμαι για τον εαυτόν μου, όπως νομίζετε εσείς, μα απολογούμαι για σας, μήπως αμαρτήσετε στο θεό για το χάρισμα που σας έκαμε, με την καταδικαστική σας ψήφο. Γιατί, αν με θανατώσετε, δε θα βρείτε εύκολα άλλον σαν εμένα, κολλημένο από τον θεό στην πόλη, αν και είναι αστείο να το πούμε έτσι, σα σε μεγάλο και δυνατό άλογο, μα νωθρό απ’ το πάχος του, που για να ξυπνήσει έχει ανάγκη από μια αλογόμυγα. Σαν τέτοια μου φαίνεται πως με κόλλησε κι εμένα ο θεός στην πολιτεία, να σας ξυπνώ και να σας πείθω και να σας πειράζω(…) Παραμέλησα εγώ τα δικά μου πράγματα κι ανέχομαι να βλέπω τους ανθρώπους μου αμελημένους τόσον καιρό και να κοιτάζω πάντα τα δικά σας συμφέροντα(…) να σας παρακινώ να επιμελείσθε την αρετή(…) χωρίς κανένα μισθό(…) έχοντας μάρτυρα για την αλήθεια τη φτώχεια μου.
(…)Ούτε όμως νόμισα πως για τον κίνδυνο του θανάτου έπρεπε να κάνω τίποτε ανελεύθερο, ούτε τώρα μεταμελούμαι, που έτσι απολογήθηκα, αλλά πολύ περισσότερο προτιμώ να πεθάνω με τέτοια απολογία, παρά να ζήσω με τον άλλο τρόπο (…) Ο αγαθός άνθρωπος δεν μπορεί να πάθει κανένα κακό, ούτε όσο ζει ούτε όταν πεθάνει(…) Πιστεύω στο εσωτερικό μου πνεύμα και κατά συνέπεια, πρέπει να πιστεύω και στους θεούς που είναι τα μεγάλα πνεύματα του σύμπαντος. Πιστέυω στους θεούς περισσότερο απ’ τον καθένα από τους κατηγόρους μου.
Τώρα, όμως, ώρα είναι να πηγαίνω εγώ για να πεθάνω και σεις για να ζήσετε. Ποιος από μας πηγαίνει στο καλύτερο κανένας δεν το ξέρει, παρά μόνον ο Θεός.»
Το χρυσάφι των Περσών κυκλοφορούσε σαν δηλητήριο για ν’ αγοράσει δημαγωγούς και άρχοντες.
Ο σοφιστής είναι η αντίθετη πλευρά και η ζωντανή άρνηση του φιλοσόφου, όπως ο δημαγωγός είναι η αρνητική πλευρά του πολιτικού, ο υποκριτής του ιερέα(…)
Ένας ποιητής χωρίς ταλέντο, ένας πλουτοκράτης κακός και φανατικός, ένας ξεδιάντρωπος δημαγωγός κατάφεραν να καταδικαστεί ο άριστος των ανθρώπων: ο άμεμπτος πολίτης, ο άφοβος στρατιώτης για την υπεράσπιση της πόλης του, ο ακριβοδίκαιος κριτής, ο πιστός και ανιδιοτελής φίλος, ο απόλυτος κύριος των παθών του, ο διερευνητής της ανασυγκρότησης του κόσμου επί της αρετής .
―«Οι πολλοί παραποιούν τον ένα», λέει ο Ποιητής* που τριγυρνά στους έρημους δρόμους της πόλης, όπου η αγνωμοσύνη του πλήθους έπληξε το ωραιότερο πνευματικό της βλαστάρι.
—————————————————————————————————————————— Σημείωση: Ο Ποιητής Οδυσσέας Ελύτης