Η τελευταία Διδαχή του Σωκράτη
Οι τελευταίες ημέρες και νύκτες του μεγάλου φιλοσόφου
περνούν μέσα στο δεσμωτήριο, ώσπου να επιστρέψει το ιερό πλοίο των Αθηναίων,
η Πάραλος, από την Δήλο, όπου κατά το έθιμο επήγε να τιμήσει τον Θεό Απόλλωνα.
Τον πρώτο εσπερινό, μετά την επιστροφή του πλοίου, θα διώξουν απ’ τον κόσμο μας τον Σωκράτη, δίνοντάς του το δηλητηριώδες κώνειο.
Χαράματα, ο φίλος του Σωκράτη Κρίτων τον επισκέπτεται στο δεσμωτήριο:
*ΚΡΙΤΩΝ: Είναι λοιπόν βέβαιο απ’τις ειδήσεις πως το πλοίο θα φθάσει σήμερα κι αύριο θα θανατωθείς.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Η ώρα η καλή, Κρίτων. Αν έτσι θέλουν οι θεοί, ας γίνει. Δε νομίζω όμως ότι θα έλθει σήμερα αλλά αύριο. Τούτο μου δείχνει τ’ όνειρο που είδα…
Μου φάνηκε πως μια γυναίκα καλοπλασμένη κι όμορφη, λευκοφορεμένη, με πλησίασε, με φώναξε με τ’ όνομά μου και μου είπε: «Σωκράτη, την τρίτη ημέρα θα φτάσεις στην εύφορη Φθία».
ΚΡΙΤΩΝ: Παράξενο το όνειρό σου, Σωκράτη.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Κι όμως, ολοφάνερο, όπως μου φαίνεται, Κρίτων
(…) Γιατί να νοιαζόμαστε εμείς τόσο πολύ για τη γνώμη του κόσμου; Οι σώφρονες άνθρωποι, αυτοί που αξίζει να προσέχουμε τη γνώμη τους περισσότερο, θα κρίνουν πως αυτά έγιναν έτσι, όπως ακριβώς θα έχουν γίνει(…) Από τις γνώμες που έχουν οι άνθρωποι σε άλλες πρέπει να δίνομε μεγάλη σημασία και σε άλλες να μη δίνομε (…) Πρέπει να παραδεχόμαστε τις σωστές γνώμες (…) Σωστές δεν είναι οι γνώμες των γνωστικών ανθρώπων και λαθεμένες των ανθρώπων που δεν έχουν φρόνηση; (…) Και για το δίκαιο και για το άδικο, και για το άσχημο και για το όμορφο, για το καλό και για το κακό, που γι’ αυτά συζητούμε τώρα εμείς στοχαστικά, τίνος τη γνώμη πρέπει ν’ ακολουθούμε και να σεβόμαστε; Τη γνώμη των πολλών που είναι ανίδεοι ή τη γνώμη του ενός και ειδικού («ἐπαΐονος»), αν υπάρχει κάποιος που να καταλαβαίνει απ’ αυτά, τον οποίο πρέπει και να ντρεπόμαστε και να τον σεβόμαστε περισσότερο απ’ όλους τους άλλους μαζί; Γιατί, αν δεν ακολουθήσουμε τη γνώμη του, θα βλάψουμε και θα καταστρέψουμε εκείνο που με τη δικαιοσύνη γίνεται καλύτερο και με την αδικία αφανίζεται ολότελα (…) Μα τότε αξίζει να ζούμε με κατεστραμμένο εκείνο που η αδικία το βλάπτει και η δικαιοσύνη το ωφελεί; (…) Δεν πρέπει λοιπόν, αγαπημένε μου, να νοιαζόμαστε τόσο πολύ για το τι θα πει ο πολύς ο κόσμος, αλλά τι θα πει εκείνος που γνωρίζει για τα δίκαια και τα άδικα, ο ένας, στην ουσία η ίδια η αλήθεια (…) Ο άνθρωπος πρέπει να δίνει πολύ μεγάλη σημασία όχι απλώς στη ζωή αλλά στην έντιμη ζωή(…) Η έντιμη, η ηθική και η δίκαιη η ζωή είναι το ίδιο πράγμα.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να αδικούμε ποτέ και με κανέναν τρόπο. Δεν πρέπει ο άνθρωπος ν’ ανταποδίδει την αδικία ούτε να κάνει κακό σε κανένα, ακόμη κι αν του κάνουν οι άλλοι ό,τι θέλουν.
(…) Αν εμείς φύγομε από εδώ χωρίς να πείσουμε την Πολιτεία, βλάπτουμε κάποιους και μάλιστα εκείνους που δεν πρέπει να βλάψουμε καθόλου ή όχι; (…) Την ώρα που εμείς ετοιμαζόμαστε να δραπετεύσουμε απ’ εδώ, ή πες την όπως θέλεις μια τέτοια πράξη, αν έρθουν οι Νόμοι και η Πολιτεία, σταθούν ξαφνικά μπροστά μας και μας ρωτήσουν «Για πες μας, Σωκράτη, τι έχεις στο νου σου να κάνεις; Άλλο τίποτε ή σκέπτεσαι, μ’ αυτό το έργο που αποτολμάς, να αφανίσεις και μας τους Νόμους κι ολόκληρη την Πολιτεία; Όσο σου περνά απ’ το χέρι; Ή φαντάζεσαι πως είναι δυνατόν να στέκεται όρθια και να μην έχει αναποδογυριστεί εκείνη η Πολιτεία όπου οι αποφάσεις των δικαστηρίων δεν ισχύουν καθόλου αλλά ακυρώνονται και καταργούνται από οποιονδήποτε πολίτη;
(…) Πες μας, λοιπόν, τι παράπονο έχεις από μας κι από την Πολιτεία και πας να μας καταστρέψεις; (…)
Αλήθεια, τόση είναι η σοφία σου, ώστε δεν έχεις καταλάβει ότι και από τη μητέρα και από τον πατέρα κι από τους άλλους προγόνους το πιο πολύτιμο το πιο σεβαστό, το πιο ιερό, το ανώτερο αγαθό είναι η πατρίδα, σύμφωνα με την κρίση των Θεών και των γνωστικών ανθρώπων; (…) έχομε χρέος να εκτελούμε όσα προστάζει η Πολιτεία και η Πατρίδα ή, αν έχομε άλλη γνώμη, να την πείθουμε ποιο είναι το πραγματικό δίκαιο.
Εμείς, βέβαια, σε φέραμε στον κόσμο, σε αναθρέψαμε, σε μορφώσαμε, σου μεταδώσαμε απ’ όλα τα αγαθά που μπορούσαμε και σε σένα και σε όλους τους άλλους πολίτες · όμως δε σε κρατάμε εδώ στην πόλη με τη βία, όπως δεν κρατάμε και κανέναν πολίτη. Απεναντίας, δίνουμε το δικαίωμα και το διαλαλούμε, όποιος Αθηναίος θέλει, μόλις μεγαλώσει και αποκτήσει πολιτικά δικαιώματα και μελετήσει την κατάσταση της Πολιτείας κι εμάς τους Νόμους, αν δεν του αρέσουμε, είναι ελεύθερος να πάρει τα πράγματά του και να πάει όπου θέλει.
(…) Αν η πόλη μας δεν σου άρεσε, τόσο πολύ, δεν θα έμενες εδώ ούτε περισσότερο από κάθε άλλον Αθηναίο, (…) κι αν ήθελες, την ώρα της δίκης σου, είχες το δικαίωμα να προτείνεις για ποινή σου την εξορία(…) συ όμως προτιμούσες το θάνατο από την εξορία.
(…) Τώρα, βέβαια, θα φύγεις από τον κόσμο τούτο, αν φύγεις, αδικημένος, όχι από εμάς τους Νόμους, αλλά από τους ανθρώπους. Αν όμως δραπετεύσεις απ’ εδώ, ανταποδίδοντας τόσο αδιάντροπα το άδικο με το άδικο και το κακό με το κακό, θα καταπατήσεις τις υποσχέσεις σου και τις συμφωνίες που έκανες μαζί μας και θα βλάψεις εκείνους που καθόλου δεν έπρεπε να βλάψεις: και τον εαυτόν σου και τους φίλους σου και την Πατρίδα σου και μας τους Νόμους (…) οι Νόμοι του Άδη δεν θα σε καλοδεχτούν, επειδή θα ξέρουν πως θέλησες να καταστρέψεις και μας εδώ (…)
Ας κάνομε έτσι που λέω, αφού ο θεός αυτό το δρόμο μας δείχνει να ακολουθήσομε»… (Σημείωση:Πλάτωνος «Κρίτων»)
Απόγευμα, στο δεσμωτήριο του Σωκράτη δεκατέσσερις φίλοι του παραστέκουν στις τελευταίες ώρες του, υποβάλλοντάς του ερωτήσεις για τα πιο σοβαρά θέματα του ανθρώπου, αγωνιώντας να κρατήσουν μια σπίθα της θείας πνευματικότητας του σοφού, ως ιερή κληρονομία και παρακαταθήκη για τις μελλούμενες γενιές.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ*: Πολλές φορές στην περασμένη μου ζωή έβλεπα το ίδιο όνειρο· κάθε φορά εμφανιζόταν με διαφορετική μορφή, αλλά πάντοτε μου έλεγε τα ίδια λόγια. «Σωκράτη, να ασχολείσαι με τη Μουσική και αυτή να έχεις έργο σου». Κι εγώ νόμιζα πως το όνειρό μου με παρακινούσε και με ενθάρρυνε σε εκείνο ακριβώς που έκανα στον περασμένο χρόνο της ζωής μου. Όπως ενθαρρύνουν τους δρομείς στο στίβο, έτσι νόμιζα κι εγώ πως ενθαρρύνει και μένα το όνειρό μου, να συνεχίσω αυτό ακριβώς που έκανα, δηλαδή να ασχολούμαι με τη μουσική, γιατί είχα την ιδέα ότι η φιλοσοφία είναι η πιο μεγάλη μουσική, κι εγώ αυτήν καλλιεργούσα.
Τώρα όμως, αφού και η δίκη έγινε και η γιορτή του θεού εμπόδιζε το θάνατό μου, νόμισα πως έπρεπε, αν τυχόν το όνειρό μου με πρόσταζε να ασχολούμαι με τη μουσική, όπως την εννοεί ο πολύς κόσμος (…) να εκτελέσω την εντολή του, γιατί νόμισα πως είναι ασφαλέστερο να μην φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο, πριν να εκπληρώσω το καθήκον μου προς την θεία εντολή, γράφοντας ποιήματα και υπακούοντας στο όνειρο. Έτσι λοιπόν έγραψα πρώτα τον ύμνο στον Θεό, στον οποίο ήταν αφιερωμένη αυτή η θυσία. Έπειτα από τον ύμνο στο θεό, σκέφθηκα ότι ο ποιητής, αν βέβαια θέλει να είναι αληθινός ποιητής πρέπει να δουλεύει επάνω σε μύθους κι όχι σε λογικές σκέψεις(…) Κι έκανα ποιήματα τους μύθους του Αισώπου(…)
Για την εξάλειψη του φόβου του θανάτου από την ψυχή πρέπει να αναζητούμε άνδρα ικανόν να μας διδάξει για ποιο πράγμα πρέπει να φοβούμεθα περισσότερο, μήπως πάθει ή καταστραφεί, για το σώμα ή για την ψυχή. Η ψυχή είναι ομοιογενής και δεν διασπάται, ενώ το σώμα αποτελούμενο από ανομοιογενή στοιχεία διαλύεται. Διότι η μεν ψυχή ομοιάζει με το θείον, το δε σώμα με το θνητόν.
Εν κατακλείδι, θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα.Ο αληθής φιλόσοφος προσπαθεί διαρκώς να βρει την αλήθεια, να αποκτήσει φρόνηση. Όμως, τον εμποδίζουν οι αισθήσεις και τον απατούν, καθώς και οι ανάγκες και τα πάθη του σώματος. Γι αυτό περιφρονεί το σώμα (ηδονές, υλικά) και στρέφεται στην ψυχή. Επιδιώκει να χωρίσει την ψυχή από το σώμα, άρα επιδιώκει τον θάνατο. Γι’ αυτό δεν φοβάται ούτε αγανακτεί αλλά αισθάνεται χαρά · επειδή η ψυχή ελευθερωμένη από τα δεσμά του σώματος θα γνωρίσει την αλήθεια, θα αποκτήσει την φρόνηση που κλείνει μέσα της όλες τις αρετές.(…)
Η ακάθαρτη ψυχή, που ήταν προσηλωμένη στις υλικές επιθυμίες και ηδονές όταν χωριστεί από το σώμα τιμωρείται.
Η αγνή ψυχή, λυτρωμένη από επιθυμίες-ηδονές φτάνει και μένει στους θεούς.
Ο αληθής φιλόσοφος επιζητεί τις πνευματικές απολαύσεις, τα γνήσια στολίδια της ψυχής: σωφροσύνη, δικαιοσύνη, ανδρεία, ελευθερία, αλήθεια. Γι’ αυτό δεν φοβάται τον θάνατο, βαδίζει με θάρρος και αισιοδοξία, με πίστη για την τύχη της ψυχής του.
(…) Για όσους είναι προτιμότερος ο θάνατος, ίσως πάλι σου φαίνεται παράξενο, ότι σ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν επιτρέπεται από τον θείο νόμο να κάνουν οι ίδιοι στον εαυτό τους αυτή την ευεργεσία, αλλά πρέπει να περιμένουν κάποιον άλλο ευεργέτη.
(…) Λοιπόν, στις απόκρυφες διδασκαλίες, λέγεται γι’ αυτά τα ζητήματα ένας λόγος , ότι δηλαδή εμείς οι άνθρωποι βρισκόμαστε σ’ ένα είδος φυλακής και δεν πρέπει κανείς να ελευθερώνει τον εαυτό του ούτε να δραπετεύει απ’ αυτή τη φυλακή. Ο λόγος αυτός μου φαίνεται έχει νόημα βαθύ, μα δεν είναι εύκολο να το συλλάβει κανείς (…) δεν πρέπει ο άνθρωπος να αφαιρεί μόνος του τη ζωή του, πριν να του στείλει ο θεός κάποια αναπόφευκτη ανάγκη ακριβώς σαν αυτή που παρουσιάζεται τώρα σε μας.
(…) Εγώ λοιπόν, Σιμμία και Κέβη, αν δε φανταζόμουν πρώτα-πρώτα ότι θα πάω σ’ άλλους θεούς και σοφούς και καλούς κι έπειτα σ’ ανθρώπους που πέθαναν καλύτερους από τους εδώ, θα είχα άδικο να μην αγανακτώ για το θάνατό μου. Όμως να ξέρετε καλά ότι ελπίζω να πάω κοντά σε καλούς άντρες και βέβαια αυτό δεν θα το ισχυριζόμουν πολύ, αλλά για το ότι θα πάω κοντά σε θεούς δεσπότες πολύ αγαθούς, να ξέρετε καλά ότι θα το ισχυριστώ περισσότερο από κάθε τι άλλο.
(…) Λοιπόν για την απόκτηση της φρόνησης(…) το σώμα είναι εμπόδιο και όχι, αν κάποιος το έχει συνεργάτη του στην έρευνά του; Άραγε δίνει η όραση και η ακοή κάποια ωφέλεια στους ανθρώπους ή γίνονται αυτά που θρυλούν, οι ποιητές, ότι ούτε ακούμε ούτε βλέπουμε τίποτε με ακρίβεια; (…) Πότε, λοιπόν, η ψυχή αγγίζει την αλήθεια; Διότι όταν επιχειρεί να ερευνήσει κάτι σε συνεργασία με το σώμα, ξεγελιέται από αυτό.(…)
Όποιος από εμάς προετοιμασθεί να διανοηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και με τη μεγαλύτερη ακρίβεια ό,τι εξετάζει, αυτός μόνο θα μπορέσει να φτάσει πολύ κοντά στη γνώση αυτού (…)
Επομένως εκείνος θα φθάσει στην πιο καθαρή γνώση, όποιος, όσο αυτό είναι δυνατό, φτάσει με τη διάνοιά του στο καθετί, χωρίς να παρεμβάλλει κάθε φορά κατά τη διανοητική λειτουργία του ούτε την όραση ούτε καμιά άλλη αίσθηση, χωρίς να παρασύρει με τη σκέψη του καμιά αίσθηση, αλλά χρησιμοποιώντας μόνη της καθαρά τη διάνοιά του επιχειρεί να κατανοήσει το καθένα από τα όντα στην απόλυτη καθαρότητά του, αφού απαλλαγεί, όσο γίνεται περισσότερο, από την επίδραση των ματιών, των αφτιών και γενικά όλου του σώματος, επειδή αυτό ταράζει την ψυχή και δεν την αφήνει να αποκτήσει την αλήθεια και τη φρόνηση, όταν έχει συμμετοχή (…)
Λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, από όλα αυτά δημιουργείται αναπόφευκτα για τους γνήσιους φιλοσόφους κάποια τέτοια αντίληψη, ώστε στις μεταξύ τους συζητήσεις να λεν τέτοια περίπου: « Φαίνεται ότι κάτι σαν μονοπάτι μας δίνει διέξοδο κατά την έρευνά μας με το λογικό, ότι, όσο έχουμε το σώμα μας και όσο η ψυχή μας είναι αναμειγμένη με το κακό αυτό, ποτέ δεν θα αποκτήσουμε ικανοποιητικά αυτό που επιθυμούμε και λέμε ότι αυτό είναι η αλήθεια. Διότι το σώμα προκαλεί σε μας αναρίθμητες φροντίδες εξαιτίας της αναγκαίας τροφής, κι ακόμη, αν το βρουν κάποιες αρρώστιες, μας εμποδίζουν από την ανίχνευση του όντος. Μας γεμίζει δε με έρωτες, με επιθυμίες, φόβους , με κάθε είδους είδωλα (φανταστικές εικόνες) και με πολλήν φλυαρία, ώστε, όπως συνήθως λένε στ’ αλήθεια, πραγματικά εξαιτίας του δεν επιτρέπεται σε μας να σκεφθούμε με φρόνηση ποτέ τίποτε. Διότι και πολέμους και επαναστάσεις και μάχες προκαλεί όχι τίποτε άλλο παρά το σώμα και οι επιθυμίες του· διότι όλοι οι πόλεμοι γίνονται για την απόκτηση υλικών αγαθών και αναγκαζόμαστε να αποκτήσουμε υλικά αγαθά εξαιτίας του σώματος όντας δούλοι στην υπηρεσία του (θεραπεία). Και εξαιτίας του , με όλα αυτά δεν έχομε καιρό ν’ ασχοληθούμε με την φιλοσοφία. Και το χειρότερο απ’ όλα (είναι) ότι και εάν κάποιος από εμάς δεν έχει φροντίδα γι’ αυτό και στραφούμε στο να εξετάσομε κάτι, πάλι στις αναζητήσεις μας παντού προκαλεί θόρυβο μπαίνοντας στη μέση και ταραχή και ενοχλεί, ώστε να μη δυνάμεθα εξαιτίας του να ιδούμε καθαρά την αλήθεια. Αλλά πραγματικά έχει δειχθεί από μας ότι, εάν σκοπεύομε κάποτε να γνωρίσομε καθαρά κάτι, πρέπει να απαλλαχθούμε απ’ αυτό και πρέπει με την ίδια την ψυχή μας να ιδούμε τα ίδια τα πράγματα. Και τότε, όπως φαίνεται, θα έχομε αυτό που επιθυμούμε και που ισχυριζόμαστε ότι είμαστε εραστές του, δηλαδή την φρόνηση, όταν αποθάνομε, όπως η λογική μας δείχνει, όχι όμως όσο ζούμε. Διότι, εάν δεν είναι δυνατόν και μαζί με το σώμα να γνωρίσομε καθαρά τίποτε, τότε το ένα από τα δύο(συμβαίνει) ή πουθενά δεν είναι δυνατόν να αποκτήσο με τη γνώση ή όταν πεθάνουμε ·διότι τότε η ψυχή θα είναι αυτή καθεαυτήν, χωρίς το σώμα, όχι όμως πρωτύτερα. Και όσο ζούμε, έτσι, όπως φαίνεται, θα είμαστε πολύ κοντά στη γνώση, αν, όσο περισσότερο γίνεται δεν έχουμε καμιά συνάφεια και επικοινωνία με το σώμα μας, παρά μόνο όσο αυτό είναι εντελώς αναγκαίο, και αν δεν επηρεαζόμαστε από την φύση του, αλλά μένουμε καθαροί από αυτό, ωσότου ο ίδιος ο Θεός μας λυτρώσει από τα δεσμά του. Έτσι καθαροί και απαλλαγμένοι από την αφροσύνη του σώματος, όπως είναι φυσικό, θα είμαστε μαζί με καθαρούς και θα γνωρίζομε μόνο με τον ίδιο τον εαυτόν μας όλο το ειλικρινές. Και τούτο είναι ίσως η αλήθεια· μήπως βέβαια δεν είναι θεμιτόν να εγγίσομε το καθαρό με κάτι μη καθαρό». Τέτοια νομίζω, Σιμμία, είναι αναγκαίο και να λέγουν αναμεταξύ τους και να πιστεύουν όλοι όσοι με σωστό τρόπο είναι φιλομαθείς.
Λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, αν αυτά είναι αληθινά, φίλε μου, υπάρχει μεγάλη ελπίδα σ’ όποιον φτάσει εκεί όπου εγώ τώρα πηγαίνω, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, να αποκτήσει αυτό για το οποίο έχομε κοπιάσει στη ζωή που περάσαμε, (έτσι) ώστε, η αποδημία βέβαια, η οποία τώρα μεν έχει προσταχθεί, γίνεται με αγαθήν ελπίδα, και για κάθε άλλον άνδρα ο οποίος θεωρεί ότι έχει προετοιμάσει την διάνοιά του σαν αποκαθαρμένη. – Βέβαια, πολύ, είπε ο Σιμμίας. – Κάθαρση, λοιπόν, δεν είναι τούτο; συμβαίνει, πράγμα που λέγεται από παλιά στον λόγο, δηλαδή το να αποχωρίζεται όσο πιο πολύ (γίνεται) η ψυχή από το σώμα, και ο εθισμός της να περισυλλέγεται από παντού από το σώμα, να συγκεντρώνεται και να μένει μόνη της, όσο γίνεται, και τώρα και αργότερα σαν λυτρωμένη από τα δεσμά του σώματος; ― Βέβαια, είπε ο Σιμμίας― Λοιπόν ονομάζεται θάνατος αυτό, δηλαδή η λύση και ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα; ― Βεβαιότατα, είπε ο Σιμμίας. – Και βέβαια όπως είπαμε, εκείνοι που δείχνουν επίμονα διάθεση να τη λυτρώσουν είναι πάντοτε και μόνοι όσοι φιλοσοφούν σωστά και αυτή είναι ακριβώς η άσκηση των φιλοσόφων, δηλαδή η λύση και ο χωρισμός από το σώμα ή όχι; ― Έτσι είναι, είπε ο Σιμμίας.
― Λοιπόν, όπως έλεγα στην αρχή, θα είναι γελοίο ένας άντρας να ζει έτσι προετοιμάζοντας τον εαυτόν του να είναι όσο γίνεται πιο κοντά στο θάνατο και, όταν αυτός φτάσει, να αγανακτεί;
― Είναι γελοίο · πώς όχι; ― Επομένως, πραγματικά, Σιμμία, όσοι φιλοσοφούν σωστά εξασκούνται στο πώς θα πεθάνουν και ο θάνατος γι’ αυτούς σε σύγκριση με άλλους ανθρώπους είναι κάτι που ελάχιστα τους φοβίζει. Κρίνε το από τα ακόλουθα. Αν δηλαδή από κάθε άποψη βρίσκονται σε πάλη με το σώμα και αν επιθυμούν να έχουν την ψυχή τους εντελώς μόνη καθ’ εαυτήν, και αν αυτό γίνει, φοβούνται και αγανακτούν, αυτό δεν θα ήταν απόλυτος παραλογισμός να μην πηγαίνουν ευχαριστημένοι εκεί, όπου φτάνοντας έχουν την ελπίδα να πετύχουν εκείνο που λαχταρούσαν σ’ όλη τη ζωή τους, και λαχταρούσαν την φρόνηση, και να είναι απαλλαγμένοι από ό,τι τους συνόδευε, με το οποίο βρίσκονται σε πάλη; (…)(Σημείωση:Πλάτωνος «Φαίδων»)
{youtube}lrLai1cCxPY{/youtube}
Λοιπόν και η σωφροσύνη, την οποία και οι πολλοί ονομάζουν σωφροσύνη, δηλαδή το να μην πτοείται (ο άνθρωπος) από τις επιθυμίες, αλλά να αδιαφορεί γι’ αυτές και να είναι κόσμιος, άραγε δεν ταιριάζει μόνο σ’ αυτούς που προπάντων παραμελούν το σώμα τους και ζουν φιλοσοφημένα; (…)
Ξέρεις, είπε ο Σωκράτης, ότι όλοι οι άλλοι θεωρούν ότι ο θάνατος είναι ένα μεγάλο κακό; ― Βέβαια, είπε οΣιμμίας. – Λοιπόν όσοι ανδρείοι από αυτούς αντιμετωπίζουν το θάνατο δεν τον αντιμετωπίζουν από φόβο μήπως πάθουν μεγαλύτερα κακά;― Έτσι είναι, είπε ο Σιμμίας― Επομένως, επειδή φοβούνται και από δειλία είναι όλοι ανδρείοι, εκτός από τους φιλοσόφους · βέβαια είναι παράλογο να είναι κάποιος ανδρείος από φόβο και από δειλία…
Καλότυχε Σιμμία, φοβούμαι μήπως δεν είναι αυτός ο ορθός τρόπος ανταλλαγής στο θέμα της αρετής, δηλαδή να ανταλλάσσει κάποιος ηδονές με ηδονές, λύπες με λύπες, φόβο με φόβο, μεγαλύτερα με μικρότερα, σαν να είναι ανταλλαγή νομισμάτων · μήπως είναι εκείνο μόνο το «νόμισμα» σωστό, με το οποίο πρέπει να ανταλλάσσονται όλα αυτά, η φρόνηση · μήπως αυτό προσδιορίζει όλη την αξία και με αυτό «αγοράζονται» και «πουλιούνται» και η ανδρεία και η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη. Γενικά η αληθινή αρετή υπάρχει μόνο με τη φρόνηση, είτε προσθέτονται είτε αφαιρούνται και οι ηδονές και οι φόβοι και όλα τα παρόμοια ·αν όμως χωρίζονται από τη φρόνηση και ανταλλάσσονται μεταξύ τους, φοβάμαι μην είναι απατηλή εικόνα η τέτοια αρετή, μην είναι πραγματικά ταιριαστή για «ανδράποδα» και δεν έχει μέσα της τίποτε υγιεινό και αληθινό· μην είναι στην πραγματικότητα μια κάθαρση για όλα αυτά η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη και η ανδρεία, μην είναι κάποια κάθαρση και η ίδια η φρόνηση. Φαίνεται μάλιστα ότι δεν είναι ασήμαντοι όσοι καθιέρωσαν για μας τις μυστηριακές τελετές, αλλ’ ότι πραγματικά γίνεται από παλιά κάποιος υπαινιγμός, ότι όποιος φτάσει στον Άδη «αμύητος» και «ατέλεστος» θα βρίσκεται μέσα σε βόρβορο, ενώ αυτός που έχει μυηθεί και υποβληθεί στις τελετουργικές διαδικασίες φτάνοντας εκεί θα κατοικήσει μαζί με τους θεούς. Διότι, όπως λεν όσοι είναι επικεφαλής των τελετουργικών διαδικασιών, «πολλοί ναρθηκοφόροι, αλλά λίγοι, Βάκχοι». Αυτοί κατά τη γνώμη μου, δεν είναι άλλοι παρά όσοι έχουν φιλοσοφήσει σωστά. Ένας λοιπόν, από αυτούς κι εγώ, όσο ήταν δυνατό, δεν παρέλειψα τίποτα στην ζωή μου, αλλά με κάθε τρόπο προθυμήθηκα να γίνω. Αν η προσπάθειά μου ήταν σωστή και αν κατάφερα κάτι, αυτό θα το επιβεβαιώσω, όταν φτάσω εκεί, αν θέλει ο θεός, λίγο αργότερα, όπως μου φαίνεται.
Αυτή λοιπόν είναι η απολογία μου, Σιμμία και Κέβη, ότι εύλογα δεν στεναχωρούμαι και δεν αγανακτώ εγκαταλείποντας και εσάς και όσους εδώ δεσπόζουν, επειδή νομίζω ότι και εκεί όχι λιγότερο από εδώ θα συναντήσω και δεσπότες αγαθούς και φίλους.
(…) Ο Κέβης είπε: «Σωκράτη, όλα τ’ άλλα μου φαίνεται ότι λέγονται καλά, αλλά τα σχετικά με την ψυχή προξενούν μεγάλη δυσπιστία στους ανθρώπους, μήπως, όταν χωρισθεί από το σώμα, δε βρίσκεται πια πουθενά, αλλά καταστρέφεται και χάνεται την ίδια ημέρα κατά την οποία πεθαίνει ο άνθρωπος, μήπως χωρισμένη από το σώμα και βγαίνοντας έξω σκορπίζεται σαν πνοή ανέμων ή σαν καπνός, ανοίγει φτερά και φεύγει και πια δεν υπάρχει πουθενά. Διότι, εάν βέβαια αυτή είναι κάπου συγκεντρωμένη στον εαυτό της και απαλλαγμένη από τα κακά αυτά που τώρα δα μας περιέγραψες, υπάρχει μεγάλη και καλή ελπίδα, Σωκράτη, ότι είναι αληθινά αυτά που λες. Αλλ’ αυτό ίσως, ότι δηλαδή εξακολουθεί η ύπαρξη της ψυχής, όταν πεθαίνει ο άνθρωπος, και ότι έχει κάποια δύναμη και φρόνηση χρειάζεται και παρηγοριά και πίστη μεγάλη».
Ο Σωκράτης είπε: Ας εξετάσουμε το ζήτημα αυτό έτσι κάπως αν δηλαδή, όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι, οι ψυχές τους βρίσκονται στον Άδη ή όχι. Υπάρχει λοιπόν, κάποια παλιά παράδοση, που την έχομε μνημονεύσει, ότι υπάρχουν εκεί οι ψυχές που έφτασαν απ’ εδώ και ξανάρχονται εδώ και γίνονται από εκείνους που έχουν πεθάνει. Αν έτσι είναι αυτά, δηλαδή να ξαναγίνονται οι ζωντανοί από τους πεθαμένους, κάτι άλλο θα συμβαίνει ή οι ψυχές μας θα είναι εκεί; διότι βέβαια δεν θα ξαναζούσαν, αν δεν υπήρχαν και αυτό είναι ικανοποιητική απόδειξη ότι υπάρχουν αυτά, αν πραγματικά γίνει φανερό ότι οι ζωντανοί δεν προέρχονται από πουθενά αλλού παρά από τους πεθαμένους. Αν όμως δεν συμβαίνει αυτό, θα χρειαστεί άλλη απόδειξη. – Βέβαια, είπε ο Κέβης.
― Λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, αν θέλεις να το καταλάβεις καλύτερα, μην το εξετάσεις μόνο στις περιπτώσεις των ανθρώπων, αλλά και στις περιπτώσεις όλων των ζώων και των φυτών και γενικά όλων όσα γεννιούνται, για να δούμε για όλα αυτά αν γεννιούνται έτσι, δηλαδή όχι από πουθενά αλλού παρά τα αντίθετα από τα αντίθετά τους, σε όσα βέβαια υπάρχει το αντίθετό τους ;Για παράδειγμα, το ωραίο είναι αντίθετο στο άσχημο και το δίκαιο στο άδικο και άλλα αναρίθμητα βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Ας εξετάσουμε λοιπόν αυτό· άραγε όσα έχουν κάτι αντίθετό τους, αυτό δεν γίνεται από πουθενά αλλού παρά από το αντίθετό τους; Για παράδειγμα όταν κάτι γίνεται μεγαλύτερο, δεν είναι απαραίτητο από μικρότερο που ήταν πρωτύτερα να γίνεται μεγαλύτερο; (…) ανάμεσα σε όλα αυτά τα μεταξύ τους αντίθετα, αν είναι δύο, υπάρχουν δύο γενέσεις, μια από το πρώτο στο δεύτερο και μια από το δεύτερο στο πρώτο (…) Λοιπόν και με τον χωρισμό και με την σύνθεση, με την ψύξη και με τη θέρμανση και γενικά με την αντίθεση, έστω κι αν δεν χρησιμοποιούμε σε κάποιες περιπτώσεις έτσι τις λέξεις, έτσι γίνονται αυτά με φυσικό τρόπο πραγματικά παντού, δηλαδή γίνεται σε κάθε ζεύγος αντιθέτων το ένα από το άλλο και το ίδιο σε αντίστροφη διεύθυνση; ― Βέβαια, είπε ο Κέβης.
―Λοιπόν; Υπάρχει κάτι αντίθετο προς την ζωή, όπως το να είσαι ξυπνητός με τον ύπνο;― Βέβαια, είπε ο Κέβης―Τι; ― Ο θάνατος, είπε – Λοιπόν, αν αυτά είναι αντίθετα, να γίνονται το ένα από το άλλο και, αφού είναι δύο, να υπάρχουν μεταξύ τους δύο γενέσεις; … Λέω ότι το ένα ζεύγος αντιθέτων αποτελείται από τον ύπνο και από τον ξύπνο, ότι ο ύπνος προέρχεται από την εγρήγορση και η εγρήγορση από τον ύπνο και η άλλη από την εγρήγορση(…) Λοιπόν είπε ο Σωκράτης, μίλησε μου και συ για τη ζωή και για το θάνατο. Δεν υποστηρίζεις ότι ο θάνατος είναι κάτι αντίθετο προς τη ζωή; ― Βέβαια – Υποστηρίζεις ότι γίνεται το ένα από το άλλο; Ναι ― Τι γίνεται λοιπόν από ό,τι είναι ζωντανό; ―Το πεθαμένο, είπε ― Και τι γίνεται από το πεθαμένο; ― Είναι φυσικό, είπε, να παραδεχθώ ότι γίνεται το ζωντανό. – Επομένως, Κέβη, από όσους πέθαναν γίνονται όσα και όσοι ζουν; ― Έτσι φαίνεται, είπε. – Επομένως, είπε ο Σωκράτης, οι ψυχές μας είναι στον Άδη; ― Έτσι φαίνεται ― Λοιπόν από τις δύο γενέσεις που σχετίζονται μ’ αυτά η μια δεν είναι ξεκάθαρη; Διότι ο θάνατος είναι ξεκάθαρος βέβαια ή όχι; ― Βέβαια, είπε ― Τι λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, θα κάνουμε; Δεν θα βάλουμε απέναντί του την αντίθετη γένεση, αλλά στην περίπτωση αυτή η φύση θα είναι χωλή; ΄Η είναι φυσικό να αποδώσουμε στο θάνατο μια αντίθετη γένεση; ―Οπωσδήποτε πρέπει, είπε – Ποια είναι αυτή; ― Η αναβίωση, είπε – Λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, αν βέβαια υπάρχει αναβίωση, θα υπάρχει και γένεση από τους πεθαμένους προς τους ζωντανούς, δηλαδή αυτή η αναβίωση; ― Βέβαια – Επομένως παραδεχόμαστε και στην περίπτωση αυτή ότι οι ζωντανοί γεννιούνται από τους πεθαμένους όχι λιγότερο απ’ όσο οι πεθαμένοι από τους ζωντανούς; Αν αυτό είναι βάσιμο, μας αποδεικνυόταν με τρόπο ικανοποιητικό ότι είναι απαραίτητο να βρίσκονται κάπου οι ψυχές, απ’ όπου να ξαναγυρνούν στη ζωή ― Νομίζω, Σωκράτη, είπε, ότι είναι φυσικό αυτό με βάση όσα έχουμε παραδεχτεί.
― Δες το λοιπόν έτσι, Κέβη, είπε ο Σωκράτης, ότι δικαιολογημένα έχουμε συμφωνήσει, κατά την γνώμη μου. Αν δηλαδή δεν αντιστοιχούσε μια γένεση σε μιαν άλλη, ώστε η κίνησή τους να ήταν κυκλική, αλλ’ υπήρχε γένεση σε ευθεία γραμμή, δηλαδή μόνο από το ένα στο απέναντι του, και αν δεν υπήρχε επιστροφή στο πρώτο ούτε καν καμπή, να ξέρεις ότι όλα τα πράγματα θα κατέληγαν στο ίδιο σχήμα, θα έπεφταν στην ίδια κατάσταση και θα σταματούσε η συνεχής δημιουργία.
―Πώς το εννοείς, ρώτησε, αυτό;― (…) Αν όλα τα πράγματα αποτελούσαν μιαν σύνθεση και αν δεν υπήρχε ξεχώρισμά τους, γρήγορα θα γινόταν ό,τι έλεγε ο Αναξαγόρας «Όλα τα στοιχεία ήταν μαζί». Επίσης, φίλε Κέβη, αν πεθαίνουν όλα όσα πήραν την χάρη να ζήσουν και αν μετά το θάνατό τους έμεναν νεκρά σ’ αυτό το σχήμα και δεν ξαναζούσαν, άραγε δε θα ήταν πολύ φυσικό να πεθάνουν όλα και να μη ζει τίποτε; Διότι αν τα ζωντανά δημιουργούνταν από κάτι άλλο και όχι από τα πεθαμένα και αν όσα ζούσαν πέθαιναν, ποιος τρόπος θα υπήρχε να μην εξαφανισθούν όλα μέσα στον θάνατο; ― Κανένας τρόπος, Σωκράτη, είπε ο Κέβης, δεν μου φαίνεται · νομίζω ότι όσα λες είναι εντελώς αληθινά – Είναι, Κέβη, είπε ο Σωκράτης, κατά τη γνώμη μου, έτσι περισσότερο από κάθε άλλο, και μένουμε σύμφωνοι σ’ αυτά χωρίς να έχουμε εξαπατηθεί. Πραγματικά υπάρχει αναβίωση και οι ζωντανοί γεννιούνται από τους πεθαμένους και υπάρχουν οι ψυχές των πεθαμένων, και είναι σε καλύτερη κατάσταση οι καλές ψυχές και σε χειρότερη οι κακές.
― Εξάλλου, Σωκράτη, είπε παίρνοντας τον λόγο ο Κέβης, σύμφωνα με το επιχείρημα, αν είναι αληθινό, που συ συχνά αναφέρεις, ότι δηλαδή για μας τους ανθρώπους η μάθηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ανάμνηση, πρέπει να έχουμε μάθει κάπου όσα τώρα θυμούμαστε. Αυτό όμως είναι αδύνατο, αν δεν υπήρχε κάπου η ψυχή μας, πριν πάρει εδώ την ανθρώπινη μορφή. Επομένως και με αυτόν τον τρόπο φαίνεται ό,τι η ψυχή είναι κάτι αθάνατο.
―Επομένως, με βάση τις αισθήσεις πρέπει να καταλάβουμε ότι όλα τα αισθητά επιθυμούν να ταυτισθούν με την έννοια της ισότητας και ότι υπολείπονται έναντι εκείνης ή το λέμε διαφορετικά; ― Όχι, αλλά έτσι. – ―Επομένως, είπε ο Σωκράτης, πριν αρχίσουμε να βλέπουμε, να ακούμε και να αντιλαμβανόμαστε με τις άλλες αισθήσεις μας, έπρεπε να είχαμε γνώση της έννοιας της ισότητας τι τέλος πάντων είναι, αν σκοπεύαμε να ανάγουμε τις ισότητες που προκύπτουν από τα δεδομένα των αισθήσεων προς εκείνη και να λέμε ότι όλα αυτά έχουν βέβαια την τάση να ταυτισθούν με εκείνη, αλλά είναι κατώτερα από εκείνην;
―Αυτό, Σωκράτη, είναι φυσικό επακόλουθο αυτών που έχουν προαναφερθεί – Λοιπόν, μόλις ήρθαμε στον κόσμο, αρχίσαμε αμέσως και να βλέπουμε και να ακούμε και να έχουμε τις άλλες αισθήσεις; ― Βέβαια ―Έπρεπε όμως, υποστηρίζουμε, να είχαμε από πριν γνώση της έννοιας της ισότητας; ― Ναι ― Επομένως, όπως φαίνεται, είναι φυσικό να την έχουμε πάρει, προτού γεννηθούμε; ― Έτσι φαίνεται, είπε ο Σιμμίας.
―Λοιπόν, αν αποκτήσαμε τη γνώση της έννοιας αυτής πριν έρθουμε στον κόσμο, ξέραμε και πριν από τη γέννησή μας και αμέσως μετά τη γέννησή μας όχι μόνο την ισότητα, αλλά και την έννοια και του μεγαλύτερου και του μικρότερου και όλα τα παρόμοια; Διότι τώρα δε συζητούμε μόνο για την ισότητα παρά και για την έννοια του ωραίου, του καλού, του δίκαιου, του οσίου και, όπως συνήθως λέω, για όλα όσα χαρακτηρίζουμε με την διατύπωση «αυτό το οποίο είναι (στην πραγματικότητα)», και όταν κάνομε ερωτήσεις και όταν δίνομε απαντήσεις. Επομένως είναι φυσικό να έχομε αποκτήσει τη γνώση όλων αυτών πριν από τη γέννησή μας. Έτσι είναι αυτά, είπε ο Σιμμίας – και, αν αποκτώντας τη μια φορά δεν τη λησμονούσαμε κάθε φορά θα γεννιόμασταν κάθε φορά με τη γνώση αυτή και θα την διατηρούσαμε σε όλη τη ζωή μας. Διότι αυτό ακριβώς είναι η γνώση · δηλαδή να αποκτά κάποιος γνώση, να την κρατεί και να μην τη χάνει ή δεν λέμε, Σιμμία, λήθη αυτό ακριβώς , δηλαδή την απώλεια της γνώσης; ― Οπωσδήποτε, Σωκράτη, είπε – Αν βέβαια, αφού χάσαμε με τη γέννησή μας, νομίζω, τη γνώση που είχαμε προτού να γεννηθούμε και ύστερα, στηριγμένοι στις αισθήσεις μας ξαναποκτούμε τις γνώσεις που είχαμε σε προγενέστερη χρονική περίοδο, δε συμπεραίνουμε από αυτό ότι αυτό που ονομάζουμε μάθηση είναι η ξαναπόκτηση μιας γνώσης που την είχαμε; Αν αυτό το ονομάσομε ανάμνηση, δεν θα ήταν σωστή η ονομασία; ― Βέβαια.
―Διότι μας φάνηκε δυνατό αυτό τουλάχιστον, δηλαδή, όταν αντιληφθεί κάποιος κάτι ή με την όραση ή με την ακοή ή με μια άλλη αίσθηση, να βάλει στο νου του με αφορμή αυτό κάτι άλλο που είχε λησμονήσει και πλησιάζει σ’ αυτό, είτε ανόμοιο είτε όμοιο. Επομένως, αυτό που λέω, συμβαίνει το ένα από τα δύο, ή δηλαδή γεννηθήκαμε έχοντας γνωρίσει αυτά και όλοι τα ξέραμε σ’ όλη μας τη ζωή ή αργότερα για όσους λέμε ότι μαθαίνουν, αυτοί δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να τα θυμούνται, κι έτσι η μάθηση θα είναι ανάμνηση.― Έτσι ακριβώς είναι το πράγμα, Σωκράτη.
―Λοιπόν, Σιμμία, ποιο από τα δύο προτιμάς: ότι ερχόμαστε στον κόσμο κατέχοντας αυτή τη γνώση ή ότι αργότερα θυμούμαστε εκείνα που είχαμε γνωρίσει πρωτύτερα; ― Δε μπορώ, Σωκράτη, τη στιγμή αυτή να επιλέξω.
Σωκράτης: Πότε οι ψυχές μας απόκτησαν τη γνώση αυτών; Όχι βέβαια από τότε που γεννηθήκαμε άνθρωποι – Όχι βέβαια, είπε – Επομένως, σε προηγούμενο χρόνο; ― Ναι, είπε – Επομένως υπήρχαν, Σιμμία, οι ψυχές και πρωτύτερα, πριν πάρουν τη μορφή ανθρώπου, όντας χωρισμένες από τα σώματα, και είχαν φρόνηση― Εκτός αν, Σωκράτη, αποκτούμε αυτές τις γνώσεις τη στιγμή που ερχόμαστε στον κόσμο, διότι μόνο αυτός ο χρόνος μας μένει ακόμη. ―Ας είναι έτσι, φίλε μου. Αλλά τότε σε ποιο άλλο χρόνο τις χάνουμε; Διότι, όπως συμφωνήσαμε πριν από λίγο, γεννιόμαστε χωρίς να τις έχουμε. Ή τις χάνουμε στον ίδιο ακριβώς χρόνο κατά τον οποίο τις αποκτούμε; Ή μπορείς να πεις κάποιον άλλο χρόνο; ―Με κανένα τρόπο Σωκράτη. Αντίθετα, χωρίς να το καταλάβω είπα κάτι που δεν έχει περιεχόμενο.
― Επομένως, λοιπόν, Σιμμία, έτσι έχει για μας το θέμα. Αν υπάρχουν όσα πάντοτε θρυλούμε, το απόλυτο ωραίο, το απόλυτο αγαθό και όλη αυτού του είδους η πραγματικότητα και σ’ αυτήν αναφέρουμε όλα τα αντικείμενα των αισθήσεών μας ανακαλύπτοντας ότι αυτή υπήρχε πρωτύτερα και ήταν δική μας και αν εξομοιώνουμε αυτά μ’ εκείνη, έτσι, όπως υπάρχουν και αυτά τα απόλυτα στοιχεία, αν υπήρχε και η ψυχή μας, προτού έρθουμε στον κόσμο εμείς (…) είναι εξίσου αναγκαίο λογικά να προϋπάρχουν αυτά τα απόλυτα στοιχεία και οι ψυχές μας, προτού έρθουμε στον κόσμο, και ότι, αν δεν αληθεύουν τα πρώτα, δεν αληθεύουν και τα δεύτερα; (…)
(…) Είναι λοιπόν έτσι τα πράγματα και είναι εξίσου αναγκαίο λογικά να προϋπάρχουν αυτά τα απόλυτα στοιχεία και οι ψυχές μας, προτού έρθουμε στον κόσμο, και ότι, αν δεν αληθεύουν τα πρώτα, δεν αληθεύουν και τα δεύτερα;
―Με θαυμαστό τρόπο, Σωκράτη, είπε ο Σιμμίας, έχω τη γνώμη ότι υπάρχει η ίδια λογική αναγκαιότητα και ότι έτσι ωραία κορυφώνεται το επιχείρημα, ότι είναι αλληλένδετα η ψυχή μας πριν από τη γέννηση μας και τα απόλυτα στοιχεία για τα οποία τώρα κάνεις λόγο. Διότι, βέβαια, κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει τίποτε εναργέστερο από αυτό, ότι όλα αυτά υπάρχουν στον ανώτατο δυνατό βαθμό το απόλυτο ωραίο, το απόλυτο αγαθό και όλα όσα τώρα δα έλεγες(…) Νομίζω, ωστόσο, ότι και ο Κέβης έχει πεισθεί επαρκώς σ’ αυτό, ότι η ψυχή μας υπήρχε, προτού έρθουμε εμείς στον κόσμο.
Αν όμως θα εξακολουθεί να υπάρχει, και όταν πεθάνουμε, αυτό, Σωκράτη, ούτε και σε μένα φαίνεται ότι έχει αποδειχθεί, αλλά ακόμη ορθώνεται μπροστά μας αυτό που έλεγε πριν από λίγο ο Κέβης, δηλαδή η αντίληψη του κόσμου, ότι μόλις πεθάνει ο άνθρωπος, διασκορπίζεται η ψυχή του και ότι αυτό είναι το τέλος της ύπαρξής της. Διότι τι εμποδίζει να δημιουργείται αυτή και να συναποτελείται από κάπου αλλού και να υπάρχει, πριν ενσαρκωθεί σε ανθρώπινο σώμα και, όταν φτάσει σ’ αυτό και έπειτα αποχωρισθεί από αυτό, τότε να τελειώνει και να καταστρέφεται;― Σωστά τα λες, Σιμμία, είπε ο Κέβης. Φαίνεται ότι έχει αποδειχθεί το μισό μόνο απ’ όσο πρέπει να αποδειχθεί, δηλαδή ότι υπήρχε η ψυχή μας, προτού έρθουμε στον κόσμο· πρέπει όμως επιπρόσθετα να αποδείξουμε ότι, κι όταν πεθάνουμε, θα εξακολουθεί να υπάρχει η ψυχή μας, όπως υπήρχε, προτού έρθουμε στον κόσμο, αν είναι να ολοκληρωθεί η απόδειξή μας.― Σιμμία και Κέβη, είπε ο Σωκράτης, έχετε την απόδειξή του και αμέσως, αν θέλετε να συνδυάσετε αυτό το επιχείρημα μ’ εκείνο που παραδεχτήκαμε πριν από αυτό, το ότι δηλαδή κάθε ζωντανό προέρχεται από το πεθαμένο. Διότι, αν υπάρχει η ψυχή και πρωτύτερα και αν είναι φυσικό, όταν έρχεται στη ζωή και γίνεται, να μη γίνεται από πουθενά αλλού παρά από το θάνατο και από την κατάσταση του θανάτου, πώς δεν είναι φυσικό να υπάρχει αυτό και μετά το θάνατο, αφού πρέπει να γυρίσει πάλι στη ζωή; Επομένως, έχει αποδειχθεί τώρα αυτό που λέγεται.
Ωστόσο, μου δίνετε την εντύπωση, και συ και ο Σιμμίας ότι ευχαρίστως θα διαπραγματευόσασταν το επιχείρημα αυτό ακόμη περισσότερο και ότι έχετε το φόβο που έχουν τα παιδιά, μήπως αυτή θα βγαίνει από το σώμα, φυσήξει ο άνεμος και τη σκορπίσει, και μάλιστα αν τύχει κατά τη στιγμή του θανάτου να υπάρχει όχι νηνεμία, αλλά να πνέει κάποιος δυνατός άνεμος. – Ο Κέβης γέλασε και είπε: Προσπάθησε να μας πείσεις, Σωκράτη, σαν να είμαστε φοβισμένοι ή καλύτερα, σα να μη φοβόμαστε εμείς, αλλ’ ίσως υπάρχει και μέσα μας ένα παιδί που φοβάται τέτοια πράγματα · αυτό το παιδί λοιπόν προσπάθησε να πείσεις να μη φοβάται το θάνατο όπως τα σκιάχτρα. – Τότε, όμως, πρέπει, είπε ο Σωκράτης, να το γοητεύει («επάδειν») κάποιος καθημερινά, ωσότου θεραπευθεί από το φόβο του. – Από πού, λοιπόν, Σωκράτη, είπε ο Κέβης, θα βρούμε ένα καλό γητευτή «αγαθόν επῳδόν» γι’ αυτά, αφού εσύ μας εγκαταλείπεις; ― Η Ελλάδα είναι μεγάλη, Κέβη, είπε ο Σωκράτης και υπάρχουν σε αυτήν πολλοί άνθρωποι (ικανοί) αγαθοί, και πολλά έθνη βαρβάρων, τους οποίους όλους πρέπει να διερευνήσετε αναζητώντας τέτοιον επωδόν-γητευτή, χωρίς να λογαριάζετε ούτε χρήματα ούτε κόπους, επειδή δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο, για να πιάσουν τόπο τα υλικά αγαθά σας. Πρέπει να τα ερευνήσετε και ανάμεσά σας, διότι ίσως δε θα βρείτε εύκολα άλλους που να μπορούν να το κάνουν καλύτερα από σας.
Λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, πρέπει να υποβάλουμε στον εαυτό μας κάποιο τέτοιο ερώτημα, δηλαδή σε ποιο πράγμα ταιριάζει να πάθει το πάθημα αυτό, το διασκόρπισμα («το διασκεδάνυσθαι») και για ποιον να φοβάται μήπως το πάθει και σε ποιου είδους άνθρωπο · και μετά από αυτό πάλι πρέπει να εξετάσουμε αν αυτό είναι η ψυχή και ανάλογα να έχουμε θάρρος ή φόβο για την ψυχή μας; (…) Λοιπόν, ταιριάζει να το πάθει ό,τι έχει αποτελεσθεί από άλλα και είναι σύνθετο από τη φύση του, δηλαδή να διαιρεθεί έτσι όπως έχει συντεθεί ·αν όμως είναι ασύνθετο σ’ αυτό μόνο, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ταιριάζει να μην πάθει αυτό; (…) Λοιπόν, όσα είναι πάντοτε ίδια και βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, αυτά προπάντων είναι φυσικό να είναι ασύνθετα και να είναι σύνθετα όσα ποτέ δεν είναι τα ίδια με τον εαυτό τους, αλλά διαφορετικά κάθε φορά; ―Έχω τη γνώμη, ότι έτσι είναι βέβαια, είπε ο Σιμμίας ―Λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, ας γυρίσουμε σε όσα αναφέραμε στην προηγούμενη επιχειρηματολογία μας. Η ίδια η ουσία, για το «είναι» της οποίας δίνουμε λόγο και ρωτώντας και αποκρινόμενοι, ποιο από τα δύο είναι, δηλαδή πάντοτε η ίδια με τον εαυτό της και βρίσκεται στην ίδια κατάσταση ή είναι διαφορετική κάθε φορά; Η απόλυτη ισότητα, η απόλυτη ωραιότητα, αυτό που είναι καθετί στην απόλυτη υφή του, το «ον» πάσχει πάντοτε οποιαδήποτε μεταβολή; Ή μήπως καθένα από αυτά τα απόλυτα όντα, που έχει καθαυτό μια μόνο μορφή, είναι αιωνίως το ίδιο με τον εαυτό του και έχει πάντοτε τον ίδιο τρόπο ύπαρξης και ποτέ με κανένα τρόπο δεν παθαίνει καμιά αλλοίωση;
― Είναι φυσικό, Σωκράτη, είπε ο Κέβης, αυτά να διατηρούν την ταυτότητά τους – Λοιπόν, τι συμβαίνει με τα πολλά ωραία, για παράδειγμα με ανθρώπους, με ίππους ή φορέματα (ιμάτια) ή άλλα οποιαδήποτε τέτοια ή με τα ίσα, με τα ωραία ή με όλα τα ομώνυμα μ’ εκείνα; Άραγε διατηρούν πάντοτε την ταυτότητά τους ή εντελώς αντίθετα μ’ εκείνα, ούτε είναι ίδια με τον εαυτό του ούτε ποτέ το ένα με το άλλο και , για να μιλήσουμε γενικά, με κανένα τρόπο δεν διατηρούν την ταυτότητά τους; ― Έτσι πάλι, είπε ο Κέβης, ποτέ δεν έχουν τον ίδιο τρόπο ύπαρξης – Λοιπόν, αυτά μπορείς να τα αγγίξεις, να τα δεις να τα αισθανθείς με τις άλλες αισθήσεις σου, ενώ εκείνα που διατηρούν πάντοτε την ταυτότητά τους δεν μπορείς με κανέναν άλλον τρόπο να τα πιάσεις παρά μόνον με τον λογισμό (της σκέψης), επειδή είναι αόρατα και όχι ορατά; ― Εντελώς αληθινά λέγεις, είπε ο Κέβης.
―Θέλεις λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, να δεχθούμε δυο είδη των όντων, το ένα ορατό και το άλλο αόρατο; ― Να δεχθούμε, είπε ο Κέβης. – Να δεχθούμε ότι το αόρατο είναι πάντοτε το ίδιο με τον εαυτό του, ενώ το ορατό ποτέ; ― Να δεχθούμε κι αυτό, είπε ο Κέβης – Λοιπόν από τα στοιχεία μας το ένα είναι το σώμα και το άλλο η ψυχή; ― Τίποτε άλλο είπε – Λοιπόν, με ποιο από τα δύο είδη υποστηρίζουμε ότι είναι πιο όμοιο και πιο συγγενικό το σώμα; ―Αυτό βέβαια, είπε ο Κέβης, είναι φανερό σ’ όλους ότι είναι με το ορατό – Λοιπόν τι συμβαίνει με την ψυχή; Είναι ορατή ή αόρατη;― Όχι τουλάχιστον από τους ανθρώπους βέβαια, Σωκράτη ― Όμως εμείς μιλάμε για ορατά και αόρατα σε σχέση με την ανθρώπινη φύση ή νομίζεις σε σχέση με κάποιαν άλλη;― Σε σχέση με την ανθρώπινη, είπε ο Κέβης― Τι λέμε λοιπόν για την ψυχή; Ότι είναι κάτι ορατό ή αόρατο; ―Όχι ορατό είπε – Άρα, αόρατο; ― Ναι – Άρα η ψυχή είναι πιο όμοια από το σώμα με το αόρατο, ενώ το σώμα με το ορατό; ―Είναι εντελώς φυσικό, Σωκράτη.
―Λοιπόν λέγαμε και πρωτύτερα αυτό, ότι η ψυχή όταν μεταχειρίζεται το σώμα στην έρευνά της ή με την όραση ή με την ακοή ή με κάποιαν άλλη αίσθηση (διότι αυτό είναι έρευνα με χρήση του σώματος, να ερευνούμε κάτι με την αίσθηση), τότε παρασύρεται από το σώμα προς αυτά που ποτέ δε διατηρούν την ταυτότητά τους, περιπλανιέται, ταράζεται και νιώθει ίλιγγο, σαν να είναι μεθυσμένη, επειδή βρίσκεται σε επαφή με τέτοια στοιχεία; ― Βέβαια ― Κι όταν μόνη με τον εαυτό της ερευνά, πηγαίνει προς τα εκεί στο καθαρό, σ’ αυτό που πάντα υπάρχει, στο αθάνατο, σ’ αυτό που βρίσκεται πάντοτε μαζί του, όταν συγκεντρώνεται στον εαυτό της και δίνεται η δυνατότητα, σταματά τότε την περιπλάνησή της και πάντοτε, καθώς βρίσκεται σε επαφή με εκείνα, είναι η ίδια με τον εαυτό της και διατηρεί την ίδια κατάσταση ύπαρξης και αυτό το «πάθημά» της το έχουμε ονομάσει φρόνηση;
― Εντελώς ωραία και αληθινά είναι όσα λες, Σωκράτη, είπε.
― Λοιπόν και πάλι με ποιο από τα δύο είδη, με βάση και όσα λέγαμε πρωτύτερα και όσα λέμε τώρα, η ψυχή είναι πιο όμοια και πιο συγγενική; ― Νομίζω, είπε, ότι και ο πιο δύσκολος να τα καταλάβει με τη μέθοδο αυτή θα συμφωνούσε ότι σ’ όλα και καθ’ όλα η ψυχή είναι κάτι που μοιάζει περισσότερο με ό,τι διατηρεί πάντοτε την ίδια κατάσταση ύπαρξης παρά με το αντίθετό του.
― Και το σώμα;
― Με το άλλο, είπε ο Κέβης.
― Πρόσεξε λοιπόν το θέμα τους από την άποψη αυτή, ότι, όταν βρίσκονται μαζί ψυχή και σώμα, η φύση προστάζει σ’ αυτό να υπηρετεί και να υπακούει και σ’ εκείνη να εξουσιάζει και να κυβερνά · και πάλι σύμφωνα με αυτά, ποιο από τα δύο σου φαίνεται ότι είναι όμοιο με το θεϊκό και ποιο όμοιο με το θνητό; Ή δεν έχεις τη γνώμη ότι από την ίδια τη φύση το θεϊκό είναι καμωμένο να εξουσιάζει και να είναι επικεφαλής και το θνητό να εξουσιάζεται και να υπηρετεί; ― Αυτή είναι η γνώμη μου είπε. ― Με ποιο λοιπόν από τα δύο μοιάζει η ψυχή; ― Είναι φανερό, Σωκράτη, ότι η ψυχή μοιάζει με το θεϊκό και το σώμα με το θνητό.
― Εξέτασε λοιπόν τώρα, Κέβη, αν απ’ όλα όσα έχουμε πει μας βγαίνουν τα ακόλουθα: Με το θεϊκό, το αθάνατο, το νοητό, αυτό που έχει μια μορφή, το αδιάλυτο και αυτό που πάντοτε είναι στην ίδια κατάσταση ύπαρξης η ψυχή είναι κάτι πολύ όμοιο, ενώ με το ανθρώπινο, το θνητό, το μη νοητό, το πολύμορφο, το διαλυτό και αυτό που ποτέ δεν είναι στην ίδια κατάσταση ύπαρξης το σώμα είναι πάλι κάτι πολύ όμοιο. Μπορούμε, φίλε Κέβη, να αντιτάξουμε σ’ αυτό κάτι άλλο πως δεν είναι έτσι τα πράγματα; ― Δεν μπορούμε είπε.
―Λοιπόν αν έτσι είναι αυτά, άραγε δεν ταιριάζει στο σώμα να διαλύεται γρήγορα και στην ψυχή, πάλι, να είναι εντελώς αδιάλυτη ή κάτι παρόμοιο μ’ αυτό; Πώς όχι, βέβαια; ― Σκέφτεσαι, λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, ότι, όταν πεθάνει ο άνθρωπος, το ορατό τμήμα του, το σώμα, ό,τι έχει τη θέση του ως ορατό, αυτό που το ονομάζουμε νεκρό, στο οποίο ταιριάζει να διαλύεται, να παθαίνει αποσύνδεση και να γίνεται σαν καπνός, δεν παθαίνει αμέσως τίποτε από αυτά, αλλά διατηρείται για αρκετό χρονικό διάστημα αν μάλιστα κάποιος πεθάνει («τελευτήσει») με το σώμα του χαριτωμένο και με ωριμότητα, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ·διότι, αν το σώμα πέσει και ταριχευθεί, όπως ταριχεύουν τα σώματα στην Αίγυπτο, ολόκληρο σχεδόν διατηρείται για απίστευτα μεγάλο χρονικό διάστημα · μερικά μέρη του σώματος, κι αν αυτό σαπίσει, τα κόκκαλα, οι τένοντες των μυών κι άλλα παρόμοια είναι, για να το πούμε έτσι, αθάνατα ή όχι; ― Ναι, είπε – Η ψυχή, επομένως, το αόρατο τμήμα μας, αυτό που πηγαίνει σε τόπο σαν αυτήν αρχοντικό, καθαρό και αόρατο, στον Άδη πραγματικά, κοντά στον αγαθό και σοφό Θεό, όπου, αν θέλει ο θεός, πρέπει να πάει και η δική μου η ψυχή, αυτή λοιπόν που είναι τέτοια και έχει τέτοια φυσική σύσταση, μόλις απαλλαγεί από το σώμα, διαλύεται αμέσως σαν πνοή ανέμου και χάνεται, όπως ισχυρίζονται πολλοί άνθρωποι; Κάθε άλλο παρά αυτό, αγαπητέ μου Κέβη και Σιμμία, αλλά πολύ περισσότερο γίνεται το ακόλουθο.
Αν η ψυχή φεύγει καθαρή από το σώμα, χωρίς να παρασύρει μαζί της τίποτε το σημαντικό, επειδή κατά τη διάρκεια της ζωής, όσο εξαρτιόταν αυτό από τη θέλησή της, δεν είχε καμιά επικοινωνία με το σώμα, αλλά το απέφευγε και ήταν συγκεντρωμένη στον εαυτό της, και επειδή πάντοτε ασκούνταν σ’ αυτό, και αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι φιλοσοφούσε σωστά και πραγματικά ασκούνταν στο να πεθάνει χωρίς δυσκολία ή δεν θα μπορούσε να ήταν αυτό «μελέτη θανάτου»; ― Εντελώς βέβαια, είπε ο Κέβης.
―Λοιπόν, όντας σε τέτοια κατάσταση η ψυχή φεύγει προς το όμοιό της, το αόρατο, το θεϊκό, το αθάνατο και σοφό, όπου, όταν φθάσει, έχει τη δυνατότητα να είναι ευτυχισμένη, απαλλαγμένη από περιπλανήσεις, παραλογισμούς, φόβους, άγριες επιθυμίες και από άλλα ανθρώπινα κακά και, όπως λέγεται για τους μυημένους, περνώντας τον υπόλοιπο χρόνο πραγματικά μαζί με τους θεούς. (…)
Αν όμως, κατά τη γνώμη μου φεύγει από το σώμα μολυσμένη και ακάθαρτη, επειδή ζούσε πάντοτε συντροφιά με το σώμα, προσφέροντάς του τις περιποιήσεις της και αγαπώντας το και αυτό την είχε γοητεύσει με τις επιθυμίες και με τις ηδονές έτσι, ώστε αυτή να νομίζει ότι τίποτε άλλο δεν είναι αληθινό παρά όποιο έχει σωματική μορφή, κάτι που θα μπορούσε κάποιος να το αγγίξει, να το δει, να το πιει, να το φάει και να το μεταχειριστεί για αφροδισιακές ανάγκες, ενώ ό,τι είναι σκοτεινό και αόρατο για τα μάτια, προσιτό στη νόηση και αντικείμενο φιλοσοφικής έρευνας, αυτό συνήθως να το μισεί, να το τρέμει και να το αποφεύγει, φαντάζεσαι ότι μια τέτοια ψυχή που βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση θα φύγει από το σώμα μένοντας μόνη της ολοκάθαρη; ― Σε καμιά περίπτωση, είπε.
―Αλλά τη θεωρείς, νομίζω, πιασμένη από παντού από το σωματοειδές στοιχείο που κόλλησε στη φύση της η αναστροφή και η στενή σχέση της με το σώμα, επειδή ζούσε συντροφευμένη μ’ αυτό πάντοτε και επειδή ασκόταν συνεχώς με τέτοιου είδους ζωή; ― Βέβαια ― Αυτό, φίλε μου, πρέπει να φαντασθούμε ότι είναι παραφορτωμένο, βαρύ, γεώδες και ορατό. Έχοντας λοιπόν αυτό η τέτοια ψυχή, γίνεται βαριά και σέρνεται πάλι στον ορατό τόπο από φόβο για το αόρατο και για τον Άδη, όπως λέγεται, στριφογυρνώντας γύρω από μνήματα και τάφους, όπου βέβαια παρατηρήθηκαν κάποια φαντάσματα ψυχών σαν σκιές, τέτοια ομοιώματα που δίνουν τέτοιες ψυχές που χωρίστηκαν από το σώμα χωρίς να είναι σε καθαρή κατάσταση αλλά έχοντας συμμετοχή στο ορατό · γι’ αυτό άλλωστε και γίνονται ορατές―Είναι εύλογο, Σωκράτη, είπε.
― Εύλογο, βέβαια, Κέβη, είπε ο Σωκράτης. Και βέβαια δεν είναι αυτές ψυχές των αγαθών, αλλά των κακών, που αναγκάζονται να περιπλανώνται γύρω από τέτοια αντικείμενα τιμωρημένες για τον τρόπο της προηγούμενης ζωής τους, που ήταν κακός. Και περιπλανώνται βέβαια ως τη στιγμή που σύμφωνα με την επιθυμία του σωματοειδούς που τις συνοδεύει ξαναδεσμευθούν μέσα σ’ ένα σώμα.
Και δεσμεύονται, όπως είναι φυσικό, σε σώμα που έχει ήθη ανάλογα με όποια έχει τύχει να ασκηθούν στην προηγούμενη ζωή τους ― Ποια λοιπόν εννοείς, Σωκράτη;
― Για παράδειγμα, αυτά που έχουν όσοι έχουν επιδοθεί στη γαστριμαργία, στην αλαζονική συμπεριφορά και στο πιοτό και δεν χαλιναγωγούν τα πάθη τους είναι φυσικό να παίρνουν τις μορφές γαϊδουριών και τέτοιων ζώων. (…) Οι ψυχές εκείνων που είχαν εκτιμήσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τις αδικίες, τις «τυραννίδες» και τις αρπαγές μεταβαίνουν σε μορφές λύκων, γερακιών και ικτίνων ή πού αλλού λέμε ότι θα μπορούσαν να παν τέτοιες ψυχές;
― Ούτε συζήτηση, είπε ο Κέβης ,θα πάνε σε τέτοια αρπαχτικά όντα ―Λοιπόν είναι φανερό, είπε ο Σωκράτης, και για τις άλλες περιπτώσεις πού θα πάει η κάθε ψυχή κατά την ομοιότητα των ηθών τής προηγούμενης ζωής της;
― Είναι φανερό, είπε πώς όχι; ― Λοιπόν από αυτούς είναι πολύ ευτυχισμένοι και θα παν στον καλύτερο τόπο όσοι έχουν ασκήσει την κοινωνική και πολιτική αρετή, αυτή που τη χαρακτηρίζουν, όπως είναι γνωστό, σωφροσύνη και δικαιοσύνη, που αποκτιέται με τη συνήθεια και την εξάσκηση, χωρίς φιλοσοφία και νου; ― Πώς λοιπόν, ρώτησε ο Κέβης, αυτοί, είναι πολύ ευτυχισμένοι; ―Επειδή είναι φυσικό αυτοί να ξαναέρχονται σε κοινωνικό και ήμερο γένος ή μελισσών ίσως ή σφηκών ή μυρμηγκιών ή και ξανά στο ίδιο πάλι ανθρώπινο γένος και να γίνονται από αυτά άντρες όπως πρέπει; ―Είναι φυσικό είπε.
―Όμως δεν είναι βέβαια επιτρεπτό να φθάσει στο γένος των θεών κάποιος που δεν φιλοσόφησε και δεν έφυγε εντελώς καθαρός από τον κόσμο, αλλά μόνο ο φιλομαθής.
Γι’ αυτούς τους λόγους, φίλοι μου Σιμμία και Κέβη, όσοι αχολούνται σωστά με το έργο της φιλοσοφίας απέχουν από όλες τις σωματικές επιθυμίες, αντέχουν και δεν παραδίδονται σ’ αυτές, χωρίς να φοβούνται καταστροφή της οικογενειακής περιουσίας και τη φτώχεια, όπως φοβούνται οι πολλοί και οι φιλοχρήματοι, και χωρίς να τρομάζουν από το ενδεχόμενο να στερηθούν τιμές και φήμη, όπως όσοι επιθυμούν την εξουσία (οι φίλαρχοι) και την φήμη και στέκουν μακριά από αυτά – (…) Για όλους αυτούς τους λόγους, Κέβη, εκείνοι που νοιάζονται για την ψυχή τους και ζουν όχι με αποκλειστική φροντίδα των σωμάτων τους παραμερίζοντάς τα προχωρούν στο δρόμο τους όχι σαν εκείνους που δεν ξέρουν πού πηγαίνουν οι ίδιοι, επειδή νομίζουν ότι δεν πρέπει να ενεργούν αντίθετα με τη φιλοσοφία και με τη λύτρωση και με τον καθαρμό που εκείνη προσφέρει, στρέφονται προς αυτήν ακολουθώντας το δρόμο που αυτή ανοίγει (…) Λοιπόν, ξέρουν οι φιλομαθείς ότι, όταν η φιλοσοφία παραλάβει την ψυχή τους, που είναι γενικά δεμένη και κολλημένη στο σώμα και που αναγκάζεται, όπως από ένα φράγμα, να εξετάζει μέσα από αυτό τα όντα και όχι η ίδια μέσα από τον εαυτό της να κυλιέται μέσα σε γενική αμάθεια · και όταν αντιληφθεί καλά τη δυσκολία του φραγμού, ότι δηλαδή οφείλεται στις επιθυμίες του, ότι δηλαδή προπάντων ο ίδιος ο δεμένος μπορεί να βοηθεί το δέσιμο του. Αυτό, λοιπόν, που έλεγα το ξέρουν οι φιλομαθείς, ότι, όταν η φιλοσοφία παραλάβει σε τέτοια κατάσταση την ψυχή τους, την παρηγορεί ήρεμα και προσπαθεί να λύσει τα δεσμά της δείχνοντάς της ότι η εξέταση με τα μάτια είναι γεμάτη από απάτη, με απάτη επίσης η εξέταση με τα αφτιά και με τις άλλες αισθήσεις, προσπαθώντας να την πείσει να απομακρύνεται από αυτά, εκτός από τις περιπτώσεις που βρίσκεται στην ανάγκη να τις χρησιμοποιήσει, και συμβουλεύοντάς την να συγκεντρώνεται στον εαυτό της και να συμμαζεύεται και να μην εμπιστεύεται τίποτα άλλο παρά μόνο στον εαυτό της και να νομίζει ότι κατέχει την αλήθεια, μόνον όταν καθαυτή νοεί τα όντα καθαυτά, ενώ αν εξετάζει ό,τι είναι διαφορετικό στις διάφορες περιπτώσεις, να μην πιστεύει ότι θα φτάσει στην αλήθεια, ότι αυτού του είδους τα αντικείμενα είναι αισθητά και ορατά, αλλά ό,τι βλέπει η ίδια είναι νοητό και αόρατο.
Επειδή λοιπόν η ψυχή του αληθινού φιλοσόφου νομίζει ότι δεν πρέπει να εναντιώνεται σ’ αυτή την λύτρωση, απέχει από τις ηδονές και τις επιθυμίες, από τις λύπες και από τους φόβους, όσο μπορεί (…)
Εννοώ ότι κάθε ηδονή και λύπη, σαν να έχει ένα καρφί, το καρφώνει στο σώμα, το κολλάει επάνω του και την κάνει σωματοειδή, την κάνει να νομίζει, ότι όσα της υπαγορεύει το σώμα είναι αληθινά. Διότι με το να συμμερίζεται ό,τι φρονεί το σώμα και να χαίρεται με όσα χαίρεται αυτό αναγκάζεται, νομίζω, να εξομοιώνεται στους τρόπους και στην αγωγή και να μην μπορεί ποτέ να φτάσει καθαρά στον Άδη, αλλά πάντοτε να βγαίνει γεμάτη από σωματικά στοιχεία. Έτσι γρήγορα μεταπίπτει σε άλλο σώμα, σα να σπέρνεται και να φυτρώνει από μέσα του και εξαιτίας αυτού δεν έχει τη δυνατότητα να συνυπάρξει με το θεϊκό, με το καθαρό, με το ον που έχει μια μόνο μορφή (…) Λοιπόν εξαιτίας αυτών, οι σωστά φιλομαθείς είναι κόσμιοι και ανδρείοι και όχι εξαιτίας εκείνων που ισχυρίζονται οι πολλοί (…) Αλλά δημιουργώντας γαλήνη για τα πάθη της, ακολουθώντας το στοχασμό και όντας πάντοτε μέσα σ’ αυτόν, προσηλωμένη στη θέα του αληθινού, του θεϊκού και όποιου ξεπερνά τη συνηθισμένη αντίληψη και τρεφόμενη από εκείνο νομίζει ότι πρέπει να ζει έτσι, όσο ζει, και ότι, όταν πεθάνει, φτάνει σε ό,τι είναι συγγενικό μ’ αυτή και όμοιό της απαλλαγμένη πια από τα ανθρώπινα κακά. Όταν λοιπόν, Σιμμία και Κέβη, ανατραφεί με τέτοιο τρόπο και ασκηθεί με τέτοιες ασχολίες, δεν υπάρχει φόβος μήπως διαμελισθεί κατά τον χωρισμό της από το σώμα και μήπως σκορπισμένη στους ανέμους κάνει φτερά και πετάξει και πια δεν υπάρχει πουθενά.
(…) Δύσκολα βέβαια θα πείσω τους άλλους ανθρώπους ότι δε θεωρώ κακό περιστατικό αυτό, αφού δεν μπορώ να πείσω ούτε και σας, αλλά φοβόσαστε μήπως είμαι κατώτερος στη μαντική ικανότητα από τους κύκνους, που όταν προαισθανθούν ότι πλησιάζει το τέλος της ζωής τους, αν και κελαηδούν και πρωτύτερα, τότε κελαηδούν πολύ και πολύ καλά, καθώς νιώθουν χαρά ότι θα παν κοντά στον θεό, του οποίου είναι υπηρέτες. Οι άνθρωποι όμως με το φόβο τους για το θάνατο λεν ψέματα και για την περίπτωση των κύκνων και ισχυρίζονται ότι κελαηδούν από τη λύπη τους, επειδή θρηνούν για το θάνατό τους, και δε συλλογίζονται ότι κανένα πουλί δεν κελαηδάει, όταν πεινά ή κρυώνει ή νιώθει κάποια άλλη λύπη, ούτε και το αηδόνι, το χελιδόνι και ο τσαλαπετεινός , για τα οποία βέβαια λέει ο κόσμος ότι κελαηδούν από λύπη, επειδή θρηνούν. Μου φαίνεται όμως ότι ούτε αυτά κελαηδούν από λύπη ούτε οι κύκνοι, αλλά επειδή, κατά τη γνώμη μου, ανήκουν στον Απόλλωνα, έχουν μαντική ικανότητα και, επειδή ξέρουν από πριν τα αγαθά που τους περιμένουν στον Άδη, κελαηδούν και χαίρονται την ημέρα εκείνη περισσότερο απ’ όσο στο παρελθόν. Κι εγώ νομίζω ότι είμαι μαζί με τους κύκνους υπηρέτης του ίδιου θεού και ότι σε βαθμό όχι μικρότερο από εκείνους έχω διδαχθεί τη μαντική τέχνη από τον κύριό μου και ότι φεύγω από τη ζωή όχι με στεναχώρια μεγαλύτερη από τη δική τους.
Σιμμίας: … Είναι ή αδύνατο ή πολύ δύσκολο να έχουμε καθαρή γνώση στην τωρινή ζωή μας, ωστόσο (ότι) είναι γνώρισμα πολύ μαλθακού άντρα να μη βασανίζει με κάθε τρόπο όσα λέγονται γι’ αυτά και να εγκαταλείπει τη συζήτηση, προτού κουρασθεί από την ολοκληρωμένη έρευνα του ζητήματος. Διότι σχετικά με τα ζητήματα αυτά πρέπει να προσπαθεί κάποιος να πετύχει ένα από τα τρία, ή να μάθει την αλήθεια, οπού μπορεί ή να τη βρει μόνος του, ή ,αν αυτά τα δύο είναι αδύνατα να επιτευχθούν, να πάρει από την ανθρώπινη κληρονομιά ό,τι είναι το καλύτερο και το λιγότερο αμφισβητήσιμο και στηριγμένος πάνω σ’ αυτό σα να είναι πάνω σε σχεδία, να περάσει τη ζωή του ριψοκινδυνεύοντας, αν δεν μπορεί με μεγαλύτερη ασφάλεια και με λιγότερους κινδύνους πάνω σε πιο στέρεο όχημα ή με κάποια θεϊκή βοήθεια να πορευθεί(…) όσα έχουν λεχθεί δεν μου φαίνονται πολύ ικανοποιητικά.
Σωκράτης: Ίσως είναι αληθινή, φίλε μου, η εντύπωσή σου. Πάντως πες μου δεν μένεις ικανοποιημένος;
Σιμμίας: Σ’ αυτό το επιχείρημα που θα μπορούσε να πει κάποιος για την «αρμονία», τη λύρα και τις χορδές · ότι δηλαδή η «αρμονία» είναι κάτι αόρατο, ασώματο, ωραιότατο και θεϊκό σε μια καλοκουρντισμένη λύρα και ότι η λύρα και οι χορδές είναι σώματα και σωματοειδή, σύνθετα, γεώδη και συγγενικά του θνητού · όταν λοιπόν ή σπάσει κάποιος τη λύρα ή τη σχίσει στη μέση ή τσακίσει τις χορδές της, αν κάποιος ισχυρισθεί με το ίδιο επιχείρημα, όπως εσύ, ότι είναι φυσικό να υπάρχει ακόμη αυτή η «αρμονία» και να μην έχει χαθεί, θα πει: δε θα υπάρχει κανένας τρόπος να υπάρχει ακόμη λύρα, όταν θα έχουν σπάσει οι χορδές της, που η φύση τους είναι παραπλήσια με τη φύση του θνητού, και να χαθεί πριν από τον θνητό η «αρμονία», που έχει όμοια φύση με το αθάνατο και είναι συγγενική του· αλλά θα πει ότι είναι φυσικό κάπου να υπάρχει αυτή η αρμονία και ότι πρωτύτερα θα σαπίσουν τα ξύλα και οι χορδές, πριν πάθει κάτι εκείνη. Βέβαια, Σωκράτη, νομίζω ότι και συ ο ίδιος έχεις κάνει τη σκέψη αυτή, ότι τέτοια θεωρούμε προπάντων ότι είναι η ψυχή σαν να είναι τεντωμένο το σώμα μας και που συνέχεται από το θερμό και το ψυχρό, από το ξερό και το υγρό και κάποια παρόμοια, ότι η ψυχή μας είναι ανάμειξη και «αρμονία» από αυτά, όταν αυτά αναμειχθούν καλά και με μέτρο αναμεταξύ τους. Αν λοιπόν συμβαίνει να είναι η ψυχή μας κάποια «αρμονία», είναι φανερό ότι, αν το σώμα μας χαλαρωθεί άμετρα ή αν παρατεντωθεί από αρρώστιες κι από άλλα κακά, είναι φυσικό να χαθεί αμέσως η ψυχή, κι ας είναι πολύ όμοια με τη θεϊκή, όπως ακριβώς και οι άλλες αρμονίες που υπάρχουν στους ήχους και σ’ όλα τα έργα των καλλιτεχνών τα λείψανα του σώματος του καθενός παραμένουν για πολύ καιρό, ωσότου ή κατακαούν ή σαπίζουν. Πρόσεξε λοιπόν τι θα απαντήσουμε στο επιχείρημα αυτό, αν κάποιος υποστηρίζει με έμφαση ότι η ψυχή μας είναι ανάμειξη των αντιθέσεων που υπάρχουν μέσα στο σώμα και ότι με το λεγόμενο θάνατο είναι η πρώτη που χάνεται.
Ο Σωκράτης λοιπόν, όπως συνήθιζε σε τέτοιες περιπτώσεις, έριξε μια διαπεραστική ματιά, χαμογέλασε και είπε: ― Σωστά μιλάει ο Σιμμίας (…) πριν απαντήσω, ας ακούσουμε τον Κέβη.(…)
Κέβης: Βέβαια η ψυχή έχει μακροχρόνια διάρκεια, ενώ το σώμα είναι πιο αδύνατο και έχει μικρότερη διάρκεια · όμως καθεμιά χωριστά από τις ψυχές κατατρίβει πολλά σώματα, και μάλιστα αν ζει πολλά χρόνια (διότι, αν ρέει και χάνεται το σώμα, όσο ακόμη ζει ο άνθρωπος, η ψυχή κάθε τόσο ξαναϋφαίνει ό,τι κατατρίβεται)· επομένως, θα ήταν φυσικό όταν χάνεται η ψυχή, να φοράει το τελευταίο ύφασμά της και μόνο πρωτύτερα από αυτό να χάνεται ·όταν πάντως χάνεται η ψυχή, τότε πια το σώμα δείχνει την αδυναμία της φύσης του και γρήγορα σαπίζει και χάνεται. Επομένως, σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό, δεν αξίζει ακόμη να πιστέψουμε το άλλο και να είμαστε αισιόδοξοι, ότι, όταν πεθάνουμε, κάπου θα βρίσκεται, η ψυχή μας.
(…) Όμως δε θα παραδεχθεί κάποιος ότι δεν εξαντλείται η ψυχή με τις πολλές γενέσεις και ότι στο τέλος σε κάποιον από τους θανάτους της δεν χάνεται εντελώς · αυτό το θάνατο και αυτή τη διάλυση του σώματος, που φέρνει στην ψυχή τον όλεθρό της κανένας δε λέει ότι μπορεί να ξέρει(…)
Σωκράτης : Ο Σιμμίας, όπως νομίζω, δυσπιστεί και φοβάται μήπως η ψυχή, αν και είναι πιο θεϊκή και πιο ωραία από το σώμα, χάνεται πριν από αυτό, σαν να είναι ένα είδος μελωδίας. Ο Κέβης μου έδωσε την εντύπωση ότι συμφωνεί μαζί μου σ’ αυτό, ότι δηλαδή η ψυχή έχει μεγαλύτερη διάρκεια από το σώμα, αλλά ότι αυτό είναι άγνωστο για τον καθένα, δηλαδή μήπως η ψυχή, αφού κατατρίψει πολλά σώματα και πολλές φορές, μόλις εγκαταλείψει το τελευταίο σώμα, τότε πια καταστρέφεται και η ίδια και μήπως αυτό είναι ο θάνατος, δηλαδή ο όλεθρος της ψυχής, επειδή το σώμα δε σταματά να φθείρεται διαρκώς. Άρα αυτά ή άλλα είναι, Σιμμία και Κέβη, αυτά που πρέπει τώρα να εξετάσουμε;
Και οι δύο συμφωνούσαν ότι είναι αυτά.
(…) Όμως, φίλε Σιμμία, είναι φυσικό, είπε ο Σωκράτης, να αλλάξεις γνώμη, αν μείνει έγκυρη η γνώμη ότι η αρμονία είναι πράγμα σύνθετο και ότι η ψυχή σαν κάποια αρμονία αποτελείται από τις συστατικές τάσεις του σώματος, διότι βέβαια δε θα δεχτείς τα λεγόμενά σου ότι η αρμονία ως κάτι σύνθετο υπήρχε πριν από τα στοιχεία εκείνα, από τη σύνθεση των οποίων έπρεπε αυτή να συντεθεί. Ή θα τα δεχτείς;―Με κανένα τρόπο, Σωκράτη είπε.
―(…) Πρόσεξε λοιπόν ποιον από τους δύο λόγους θα προτιμήσεις, ότι η μάθηση είναι ανάμνηση ή ότι η ψυχή είναι αρμονία. ―Πολύ περισσότερο, Σωκράτη, είπε, το πρώτο· διότι το δεύτερο μου έχει συμβεί χωρίς λογική απόδειξη, αλλά με κάποια πιθανά λόγια (…) – ―Λοιπόν, νομίζεις ότι ταιριάζει στην αρμονία ή σε κάποια άλλη σύνθεση να βρίσκεται σε κάποια άλλη κατάσταση παρά σε όποια είναι τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται;
― Με κανένα τρόπο
– (…) Επομένως δεν ταιριάζει στην αρμονία να είναι επικεφαλής των στοιχείων από τα οποία θα συντεθεί; αλλά ταιριάζει να τα ακολουθεί.
(…) Λέγεται για τη ψυχή ότι άλλη έχει και νου και αρετή και είναι καλή, ενώ άλλη έχει και απερισκεψία και μοχθηρία και είναι κακή(…) Από εκείνους λοιπόν που θεωρούν πως η ψυχή είναι αρμονία τι θα ισχυριστεί κάποιος ότι είναι μέσα στις ψυχές τα πράγματα αυτά, δηλαδή και η αρετή και η κακία; (…)Μήπως ότι η αγαθή ψυχή έχει εναρμονισθεί και όντας αρμονία έχει μέσα της άλλη αρμονία και ότι η κακή ψυχή δεν είναι εναρμονισμένη και δεν περιέχει μέσα της άλλη αρμονία; … Λοιπόν μια ψυχή επειδή δεν είναι καθόλου περισσότερο και καθόλου λιγότερο από μια άλλη αυτό ακριβώς, δηλαδή ψυχή, δεν έχει εναρμονισθεί ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο.
Έτσι(…) – κατά τον «ορθό λόγο» καμιά ψυχή δε θα μετέχει στην κακία, αν βέβαια είναι αρμονία. Διότι βέβαια μια αρμονία, αν είναι εντελώς αυτό, δηλαδή αρμονία, δε θα μπορούσε ποτέ να μετέχει στην αναρμοστία. Ούτε βέβαια μια ψυχή στην κακία, αν είναι εντελώς ψυχή(…) Επομένως, σύμφωνα με το συλλογισμό αυτό, όλες οι ψυχές όλων των ζωντανών όντων θα είναι όμοια αγαθές, αν βέβαια όμοια από τη φύση τους είναι αυτό ακριβώς, δηλαδή ψυχές; ―Αυτή, Σωκράτη, είναι η γνώμη μου, είπε.
Σωκράτης: (…) σ’αυτό το συμπέρασμα θα έφτανε ο συλλογισμός, αν ήταν σωστή η βάση, ότι η ψυχή είναι αρμονία…
(…) Τώρα δε μας φαίνεται ότι κάνει εντελώς το αντίθετο, ότι κυβερνάει όλα εκείνα από τα οποία ισχυρίζεται ότι αποτελείται αυτή, ότι αντιτίθεται σχεδόν σε όλα σε όλη τη ζωή και ότι εξουσιάζει με όλους τους τρόπους, άλλα προσπαθώντας να κατευνάσει με μεγαλύτερη σκληρότητα και με πόνους, όπως με τη γυμναστική, και με την ιατρική, άλλα με νουθεσίες μιλώντας με τις επιθυμίες, τις οργές και τους φόβους, σαν να είναι ξένη με ξένα πράγματα ;
(…) Επομένως άριστε, δεν είναι καθόλου σωστό να πούμε ότι η ψυχή μας είναι κάποια αρμονία;
Υποστηρίζεις, Κέβη, ότι(…) ο ίδιος ο ερχομός της ψυχής στο σώμα του ανθρώπου είναι η αρχή της καταστροφής της, όπως, μια αρρώστια και ότι ζώντας αυτή τη ζωή με ταλαιπωρίες στο τέλος εξαφανίζεται με τον λεγόμενο θάνατο.
Άρα, όταν έρχεται ο θάνατος στον άνθρωπο, το θνητό του μέρος, όπως φαίνεται, πεθαίνει, ενώ το αθάνατο μέρος του, σώο και αδιάφθορο, σηκώνεται και φεύγει για αλλού παραχωρώντας τη θέση του στο θάνατο(…) Επομένως, η ψυχή είναι περισσότερο από κάθε άλλο αθάνατη και ανώλεθρη και πραγματικά οι ψυχές μας θα είναι στον Άδη.(…)
Όμως, φίλοι μου, είπε ο Σωκράτης, είναι σωστό να σκεφθείτε το ακόλουθο, ότι, αν βέβαια, η ψυχή είναι αθάνατη, χρειάζεται φροντίδα όχι μόνο γι’ αυτό το χρονικό διάστημα που το λέμε ζωή, αλλά και για τον αιώνιο χρόνο · και θα σας φανεί τώρα βέβαια ότι, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος, αν κάποιος αδιαφορήσει γι’ αυτήν. Διότι, αν ο θάνατος ήταν απαλλαγή απ’ όλα θα ήταν «έρμαιον» για τους κακούς, όταν πεθαίνουν, να απαλλαγούν από τα σώματά τους και παράλληλα μαζί με την ψυχή τους από την κακία τους. Τώρα όμως, αφού φαίνεται ότι η ψυχή είναι αθάνατη, δε θα υπάρχει γι’ αυτήν καμιά άλλη αποφυγή από τα κακά κι ούτε σωτηρία, εκτός από την προσπάθεια να γίνει όσο γίνεται πιο καλή και πιο συνετή · διότι η ψυχή πηγαίνει στον Άδη μη έχοντας τίποτε άλλο εκτός από την πνευματική καλλιέργεια και την ανατροφή της, στοιχεία που λέγεται ότι παρά πολύ ωφελούν ή βλάπτουν τον πεθαμένο, μόλις αρχίσει η πορεία του προς τα εκεί.
Λέγεται δε έτσι (από την παράδοση), ότι τον καθένα που πεθαίνει ο δαίμων εκάστου, ο οποίος του έλαχε όταν ζούσε, αυτός επιχειρεί να τον οδηγήσει σε κάποιον τόπο, όπου πρέπει, όσοι συγκεντρωθούν για να δικασθούν, να πορεύονται στον Άδη, με οδηγό εκείνον, στον οποίο έχει δοθεί εντολή να συνοδεύσει τους εδώ στον δρόμο τους προς τα εκεί. Αφού τους τύχουν εκεί όσα πρέπει να τους τύχουν και μείνουν όσον χρόνο πρέπει, ένας άλλος οδηγός πάλι τους φέρνει εδώ, κι αυτό γίνεται σε πολλά και μεγάλα γυρίσματα του χρόνου. Δεν είναι λοιπόν η πορεία όπως την παρουσιάζει ο «Τήλεφος» του Αισχύλου. Εκείνος δηλαδή λέει ότι ο δρόμος που οδηγεί στον Άδη είναι απλός · αυτός όμως δε μου φαίνεται ούτε απλός ούτε ένας · διότι δεν θα χρειάζονταν οδηγοί · διότι, καθώς ο δρόμος ήταν ένας, δε θα ήταν δυνατόν να περιπλανηθεί κάποιος πουθενά. Φαίνεται όμως τώρα ότι ο δρόμος διχάζεται και έχει πολλές τριόδους · αυτά τα λέω συμπεραίνοντας απ’ όσα έχουν καθιερωθεί σ’ εμάς από την ευλάβεια και από τη συνήθεια. Λοιπόν η κόσμια και η συνετή ψυχή ακολουθεί τον οδηγό και δεν αγνοεί τα τωρινά · εκείνη όμως που κατέχεται από την επιθυμία του σώματος, όπως είπα πρωτύτερα κυριαρχημένη πολύ καιρό από εκείνο και από τον ορατό τόπο, αφού πρόβαλε πολλές αντιστάσεις και αφού έπαθε πολλά, με τη βία και με πολύ κόπο προχωρεί οδηγημένη από τον θείο δαίμονα, που έχει πάρει την εντολή να την οδηγεί. Όταν αυτή φθάσει όπου φτάνουν και οι άλλες, την ακάθαρτη ψυχή και που έχει κάνει κάποια τέτοια πράξη, δηλαδή ή που είχε κάνει φόνους άδικους ή είχε κάνει κάποια τέτοια, που είναι «αδελφικά» μ’ αυτά και έργα αδελφικών ψυχών, την αποφεύγει ο καθένας και απομακρύνεται απ’ αυτήν και δεν θέλει να γίνει ούτε συνοδοιπόρος ούτε οδηγός της · αυτή περιπλανιέται σε κατάσταση απόλυτης αμηχανίας, ωσότου περάσουν κάποιοι χρόνοι, που όταν έρθουν, αναγκαστικά πηγαίνει όπου πρέπει να κατοικήσει. Ενώ εκείνη που πέρασε τη ζωή της καθαρά και με μέτρο και βρήκε συνοδοιπόρους και οδηγούς θεούς κατοικεί στον τόπο που της ταιριάζει.
Υπάρχουν πολλοί και θαυμαστοί τόποι της γης και δεν είναι στη σύστασή της ούτε τέτοια ούτε όση φαντάζονται όσοι συνηθίζουν να μιλούν γι’ αυτήν, όπως έχω πεισθεί από κάποιον.
(…) Υπάρχουν λοιπόν και πολλά άλλα και μεγάλα και κάθε είδους ρεύματα · ανάμεσα πάντως στα πολλά αυτά ρεύματα διακρίνονται κάποια τέσσερα (…) το μεγαλύτερο είναι το ρεύμα που λέγεται Ωκεανός. Απέναντι σ’ αυτόν και με αντίθετη ροή είναι ο Αχέροντας, που καταλήγει στη λίμνη Αχερουσιάδα, κάτω από τη γη, όπου φθάνουν οι ψυχές του πλήθους των πεθαμένων και αφού μείνουν όσο χρόνο τους έχει ορισθεί από την ειμαρμένη άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο, στέλνονται πάλι πίσω στη ζωή με μορφή ζώων. Ένας τρίτος ποταμός κυλά ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο (…) είναι αυτός που ονομάζουν Πυριφλεγέθοντα (…) Απέναντι σ’ αυτόν ένας τέταρτος ποταμός χύνεται σε τόπο φοβερό κι άγριο, όπως λέγεται, που έχει ολόκληρος χρώμα σαν το κυανό και το ονομάζουν Στύγιο · στο σημείο που εκβάλλει σχηματίζει τη λίμνη Στύγα · μόλις πέσει σ’ αυτή, αποκτά φοβερές δυνάμεις μέσα στο νερό, χώνεται στο εσωτερικό της γης, στριφογυρίζει αντίθετα με τον Πυριφλεγέθοντα και τον συναντά στη λίμνη Αχερουσιάδα απ’ την αντίθετη πλευρά · και αυτού του ποταμού τα νερά δεν ανακατεύονται με τ’ άλλα, αλλά και αυτός αφού κάνει τον κύκλο του, χύνεται στον Τάρταρο από μέρος αντίθετο προς τον Πυριφλεγέθοντα · το όνομα του ποταμού αυτού,όπως λένε οι ποιητές, είναι Κωκυτός.*
Καθώς αυτή είναι η σύσταση αυτών των ποταμών, όταν φθάσουν οι πεθαμένοι στον τόπο, όπου μεταφέρει τον καθένα ο δαίμων, στην αρχή δικάζονται και όσοι έζησαν καλά και όσοι όχι με τον καλό και όσιο τρόπο. Για όσους αποδειχθεί ότι έζησαν τη ζωή τους με μέσο τρόπο ανεβαίνουν στα οχήματα που είναι γι’ αυτούς και όντας επάνω σ’ αυτά φθάνουν στη λίμνη ·εκεί κατοικούν και γίνεται η κάθαρσή τους · αφού τιμωρηθούν για όποιο αδίκημα έκανε κάποιος, απολύονται και παίρνουν τιμές για τις καλές ενέργειές τους ο καθένας κατά την αξία του. Για όσους αποδειχθεί ότι η περίπτωσή τους είναι αθεράπευτη εξαιτίας των πολύ μεγάλων σφαλμάτων τους, επειδή έχουν κάνει πολλές και μεγάλες ιεροσυλίες ή πολλούς άδικους και παράνομους φόνους ή κάποια άλλα παρόμοια εγκλήματα, αυτούς η μοίρα που τους ταιριάζει τους ρίχνει στον Τάρταρο, απ’ όπου δε βγαίνουν ποτέ. Για όσους έχει αποδειχθεί, ότι έχουν κάνει θεραπεύσιμα αλλά μεγάλα σφάλματα, για παράδειγμα ότι οργισμένοι βιαιοπράγησαν σε βάρος του πατέρα ή της μητέρας τους και μετανιώνοντας έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους ή έγιναν με κάποιον παρόμοιο τρόπο ανθρωποκτόνοι, αυτοί, είναι αναπόφευκτο να ριχτούν στον Τάρταρο, αφού όμως πέσουν εκεί μέσα και μείνουν εκεί για ένα χρόνο το κύμα τους βγάζει έξω, τους ανθρωποκτόνους προς τον Κωκυτό, ενώ τους πατροκτόνους και μητροκτόνους προς τον Πυριφλεγέθοντα.
Όταν μεταφερμένοι από το ρεύμα φθάσουν στην Αχερουσιάδα λίμνη, τότε φωνάζουν δυνατά και καλούν άλλοι όσους σκότωσαν και άλλοι εκείνους που σε βάρος τους βιαιοπράγησαν και τους ικετεύουν και τους παρακαλούν να τους αφήσουν να περάσουν στη λίμνη και να τους δεχτούν · αν τους πείσουν, περνούν στη λίμνη και σταματούν τα βάσανα τους · αλλιώς, μεταφέρονται πάλι στον Τάρταρο κι από εκεί πάλι στους ποταμούς και τα βάσανά τους δε σταματούν, προτού πείσουν όσους αδίκησαν · διότι αυτή την ποινή τους όρισαν οι δικαστές. Για όσους, τέλος, αποδειχθεί ότι έχουν ζήσει με πολύ μεγάλη οσιότητα, αυτοί είναι που απελευθερώνονται και απαλλάσσονται από αυτούς τους τόπους μέσα στη γη, σαν να βγαίνουν από φυλακές, ανεβαίνουν πάνω στον καθαρό τόπο διαμονής και κατοικούν πάνω στην γη .Όσοι από αυτούς με τη φιλοσοφία καθάρθηκαν ικανοποιητικά ζουν από κει και πέρα εντελώς χωρίς τα σώματά τους και φθάνουν σε ακόμη πιο ωραίους τόπους διαμονής που ούτε εύκολο είναι να τους περιγράψουμε ούτε ο χρόνος θα είναι αρκετός για την ώρα που έχομε στην διάθεσή μας.
Σημείωση: * Ολυμπιοδώρου «Υπόμνημα εις Φαίδωνα»:Οι μνημονευόμενοι τέσσερις ποταμοί συμφώνως προς την παράδοση του Ορφέως έχουν αναλογική σχέση προς τα υπόγεια στοιχεία και τα κέντρα ως προς δύο αντιθέσεις (αντίθετες καταστάσεις). Ο Πυριφλεγέθων, δηλαδή, έχει αναλογία προς το πυρ και την ανατολή, ο Κωκυτός προς την γη και την δύση, ο Αχέρων προς τον αέρα και τον νότον. Αυτούς μεν ο Ορφεύς κατά τούτον τον τρόπον κατέταξεν ο ίδιος δε τον Ωκεανόν καθορίζει ως οικείον προς το ύδωρ και προς τον Βορράν.
(…) Για όλα αυτά, λοιπόν, που έχουμε αναπτύξει λεπτομερώς, Σιμμία, πρέπει να κάνουμε το καθετί, ώστε, όσο ζούμε να γίνουμε μέτοχοι της αρετής και της φρόνησης · διότι το έπαθλο είναι ωραίο και η ελπίδα μεγάλη. Βέβαια δεν ταιριάζει σε μυαλωμένον άνθρωπο να ισχυρισθεί ότι αυτά είναι έτσι όπως εγώ τα έχω αναπτύξει · ωστόσο για το ότι σχετικά με τις ψυχές μας και με τους τόπους της διαμονής τους είναι αυτά ή κάποια τέτοια, επειδή βέβαια φαίνεται ότι η ψυχή είναι αθάνατη, αυτό μου φαίνεται ότι ταιριάζει και αξίζει να το διακινδυνεύσει κάποιος να νομίζει ότι είναι έτσι. Διότι είναι ωραίος ο κίνδυνος και πρέπει κάποιος να ψάλλει αυτό σαν εξορκισμό για τον εαυτό του · γι’ αυτό βέβαια από ώρα δίνω μάκρος στο μύθο. Αλλά για τους λόγους αυτούς πρέπει να είναι αισιόδοξος για την τύχη της ψυχής του ο άνθρωπος που στη διάρκεια της ζωής του παραμέρισε τις άλλες ηδονές και τους στολισμούς του σώματος, επειδή τους θεώρησε ξένους και επειδή νόμισε ότι φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα αλλ’ ασχολήθηκε σοβαρά με τη μάθηση, στόλισε την ψυχή του όχι με ξένα αλλά με δικά της στολίσματα, δηλαδή με τη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη, την ανδρεία, την ελευθερία και την αλήθεια, και περιμένει έτσι, για να πορευθεί στον Άδη όταν τον καλέσει η ειμαρμένη.
Όταν λοιπόν είπε αυτά, ο Κρίτωνας είπε: «Ας είναι, Σωκράτη. Τι παραγγέλλεις όμως σ’ αυτούς και σ’ εμένα ή για τα παιδιά σου ή για κάτι άλλο, δηλαδή, τι κάνοντας θα σου δώσουμε χαρά;»
―«Αυτά που λέω πάντοτε, Κρίτωνα, είπε ο Σωκράτης, τίποτε νεότερο, ότι φροντίζοντας για τους εαυτούς σας εσείς θα δώσετε χαρά και σ’ εμένα και στους δικούς μου και στους εαυτούς σας με ό,τι κι αν κάνετε, ακόμη κι αν δεν αναλάβετε κάποια υποχρέωση · διότι, αν δεν φροντίζετε για τους εαυτούς σας και αν δεν θέλετε να ζείτε ακολουθώντας όσα έχουν ειπωθεί και τώρα και στο παρελθόν, όσο κι αν αναλάβετε πολλές υποχρεώσεις και με προθυμία τώρα, δεν θα κατορθώσετε τίποτε περισσότερο (…)
Να ξέρεις καλά, άριστε Κρίτων, ότι το να μη μιλά κάποιος σωστά δεν είναι μόνο γλωσσικό σφάλμα αλλ’ ότι κάνει κάποιο κακό και στις ψυχές. Όμως πρέπει να έχεις θάρρος και να λες ότι θάβεις το σώμα μου και να το θάψεις όπως σου αρέσει και όπως νομίζεις προπάντων ότι είναι νόμιμον».
Κατόπιν, λούσθηκε ο Σωκράτης και οδηγήθηκαν κοντά του οι τρεις γιοί του και συγγενείς γυναίκες · μίλησαν και τους ζήτησε να φύγουν. Πλησίασε τους φίλους του, που ένιωθαν ορφανεμένοι, και τότε ήλθε ο υπηρέτης για το κώνειο και με δάκρυα ομολόγησε στον Σωκράτη τη βαθιά του εκτίμηση για την ευγένεια, την πραότητα και το άριστο ήθος του και του έδωσε τις τελευταίες οδηγίες για το δηλητήριο.
Ο Σωκράτης σηκώνοντας το κύπελλο με το τριμμένο φαρμάκι είπε στον άνθρωπο που του το έδωσε:
«Τι λες; να κάνω κάποια σπονδή από αυτό το ποτό για τιμή κάποιου θεού. Μου επιτρέπετε να το κάνω ή όχι;»
«Σωκράτη, του είπε, τόσο μόνο τρίβουμε, όσο φανταζόμαστε ότι θα φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα». Ο Σωκράτης είπε: «Καταλαβαίνω. Ωστόσο επιτρέπεται βέβαια και επιβάλλεται να ευχηθούμε στους θεούς η μετοίκησή μας από εδώ προς τα εκεί να είναι ευτυχής. Αυτή λοιπόν την ευχή κάνω εγώ κι ας γίνει έτσι». Και συγχρόνως (…) ήπιε το φαρμάκι ως το τέλος.
Οι φίλοι του δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυα «παράξενοι άνθρωποι τι είναι αυτό που κάνετε; Εγώ για αυτό το λόγο έδιωξα τις γυναίκες, για να μην κάνουν τέτοια σφάλματα, διότι έχω ακούσει ότι κάποιος πρέπει να τελειώνει τη ζωή του μέσα σε κλίμα καλοφημίας»…
Τα τελευταία λόγια του: «Κρίτωνα, χρωστούμε έναν πετεινό στον Ασκληπιό · πληρώστε λοιπόν το χρέος μας και μην αμελήσετε» (…)
Αυτό ήταν το τέλος ενός ανθρώπου που ήταν απ’ όσους γνωρίσαμε ο (πιο καλός) άριστος και γενικά φρονιμότατος και δικαιότατος.
Τελευταία παραγγελία του Σωκράτη προς τους ανθρώπους :
«να φροντίζετε τους εαυτούς σας,τον εσωτερικό σας κόσμο»
Τελευταία ευχή του Σωκράτη στην πρόποση του κωνείου:
«να γίνει ευτυχής η μετοίκηση αυτή απ’ εδώ στον άλλον κόσμο».
Τελευταία υπόμνηση:
«Κρίτων,στον Ασκληπιό οφείλουμε έναν πετεινό· μην αμελήσετε να πληρώσετε αυτό το χρέος».
Έτσι τελείωσε τον βίο του ο φιλόσοφος Σωκράτης, για τον οποίον η Πυθία είπε: «Κανένας άνθρωπος δεν είναι πιο ελεύθερος, πιο δίκαιος, πιο φρόνιμος», ο άμεμπτος πολίτης, ο άφοβος στρατιώτης για υπεράσπιση της πατρίδας του, ο ακριβοδίκαιος κριτής, ο πιστός και ανιδιοτελής φίλος, ο απόλυτος κύριος των παθών του, ο αγωνιστής του Δικαίου και Αληθινού.
Όπως και ο Ιησούς, ο Σωκράτης πέθανε συγχωρώντας τους δημίους του κι έγινε έτσι για όλη την ανθρωπότητα το πρότυπο του μάρτυρα σοφού, γιατί εκπροσωπεί, την οριστική επικράτηση της ατομικής μύησης και της ανοικτής επιστήμης* στην υπηρεσία της ανασυγκρότησης του κόσμου και της κλονισμένης πολιτείας.
Το κατ’ ουσίαν απαίδευτο αθηναϊκό πλήθος, που φανατισμένο από τους δημαγωγούς τυχαρπαστές καταδίκασε με τόση ευκολία κι απερισκεψία τον μεγάλο Σωκράτη, λίγο αργότερα θα επαναλάβει το δημόσιό του έγκλημα κατά του Αριστοτέλη, κατηγορώντας τον για ασέβεια** αλλά και κατά ενός άλλου αθώου εναρέτου κορυφαίου άνδρα, που έσωσε την πόλη από την βέβαιη επέλαση του Αλέξανδρου, καθιστώντας τον από αντίπαλο φίλο. Θα καταδικάσει, παρασυρμένο από τις αντιμαχίες των μακεδόνων στρατηγών-τοπαρχών του, τον αθηναίο στρατηγό Φωκίωνα σε θάνατο. Όμοια είχαν καταδικάσει τον έντιμο Μιλτιάδη, τον δίκαιο Αριστείδη και τον κορυφαίο γλύπτη Φειδία, που απέθανε γέροντας μες στη φυλακή.
Κοινός παρανομαστής σε όλα αυτά τα άδικα: η επικινδυνότητα της δικαστικής εξουσίας στην κρίση του ανώριμου πνευματικά πλήθους, που αποφασίζει τη ζωή ή το θάνατο ενός εξέχοντος ή μη προσώπου.
Κοινός αριθμητής: η μεγαλόψυχη συγχώρεση εκ μέρους των αθώων θυμάτων των δημίων τους και η φροντίδα τους για την αρετή. Κι ενώ φαίνονται τα κλάσματα ίσα, όμως δεν ταυτίζονται , γιατί καθένας τους αποτελεί ιδιαίτερη λαμπρή προσωπικότητα στα πλαίσια της ατομικής του ελευθερίας.
Εδώ, σε αυτήν την δραματική εξίσωση, θα έλθει να προστεθεί ο εσταυρωμένος Ιησούς Χριστός της Ιστορίας, με το «ἄφες αυτοῖς, οὐ γαρ εἴδασι τι ποιοῦσι». Και με τις τόσες άλλες εξοντώσεις αθώων το καρμικό βάρος της σφαλερής ανθρωπότητας παγίδευσε στον Τάρταρο της υλικότητας τη νομοτελειακή εξέλιξη του ανθρώπου καθυστερώντας τραγικά την έξοδο του προς το φως.
«Από τα έγκατα της τραγωδίας του στοχασμού, καθώς εκφράζεται με τον πλατωνικό Σωκράτη, αναδύθηκε ο ελεύθερος και πλήρης άνθρωπος. Αυτόν τον άνθρωπο (ως πρότυπο) κληροδότησε ο κλασικός ελληνικός κόσμος στους μεταγενέστερους» (Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος)
Σημειώσεις: *από Συρέ «Μεγάλοι Μύστες»
** Ο Αριστοτέλης καταδικάστηκε από τους Αθηναίους για ασέβεια και προτίμησε να φύγει από την Αθήνα για να δώσει την ευκαιρία στους Αθηναίους να μη σφάλουν για δεύτερη φορά έναντι της φιλοσοφίας: «Δεν θα επιτρέψω για δεύτερη φορά να καταδικάσουν οι Αθηναίοι τη φιλοσοφία»
Αφήνομε την πόλη, με το δημοκρατικό πλήθος να χάσκει στην ανοιχτή πληγή της ασέβειας προς τις πνευματικές αξίες κι από το Παν Αιπόλιον του Πεντελικού όρους θεώμαστε όλα τα ιστορικά δρώμενα των παθών και τις μεταλλαγές που την συντάραξαν στους αιώνες.
Κρατούμε τον λόγο του Αριστοτέλη:
«Ο άνθρωπος με την πράξη του πρέπει να διαιωνίζει – αθανατίζει τον εαυτόν του στη ζωή την ίδια: «οὐ χρή δε κατά τους παραινοῦντας ἀνθρώπινα φρονεῖν ἄνθρωπον ὄντα οὐδέ θνητά τον θνητόν ἀλλ’ ἐφ’ ὅσον ἐνδέχεται ἀθανατίζειν και πάντα ποιεῖν προς το ζῆν κατά τό κράτιστον τῶν ἐν αὑτῷ». Δηλαδή: Δεν πρέπει, κατά πως σε συμβουλεύουν, να σκέφτεσαι ανθρώπινα, αφού είσαι άνθρωπος ούτε θνητά ο θνητός, αλλά εφ’ όσον υπάρχει ενδεχόμενο να γίνεσαι αθάνατος και όλα να τα πράττεις για τη ζωή με τον άριστο τρόπο των δυνάμεών σου».
Ο Ποιητής
«Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί».
Πόσο δραματικά διευρύνεται η ορχήστρα του Ελληνικού θεάτρου και γίνεται όλη η Οικουμένη, αντηχώντας την φωνή της καταδικασμένης, από την ανθρώπινη παράλογη εξουσία, Αντιγόνης μέσα στους αιώνες:
«οὔτοι μοι συνέχθειν ἀλλά συμφιλεῖν ἔφυν».
«γεννήθηκα από τη φύση μου όχι να συμμετέχω στο μίσος αλλά να συμμετέχω στην φιλία-αγάπη».
Σημειώσεις: – Ο Ποιητής: Τάσος Λειβαδίτης
-Από την «Αντιγόνη»του Σοφοκλή