Η Υ Λ Η Τ Ω Ν Ο Ν Ε Ι Ρ Ω Ν
THE MATERIA OF THE DREAMS
Η Προίκα της Αριάδνης- Τhe Dowry of Ariadni
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “Η ΥΛΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ- Η Προίκα της Αριάδνης” της Βίρνας Αιγιάλη αρχίζει το Πνευματικό του Ταξίδι στην Συλλογική μας Νοοσφαίρα , ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.
Το έργο αποτελεί μυθιστορηματική δοκιμιακή έκφραση του ανθρώπινου αυτοπροσδιορισμού μέσα στον σύμπαντα Κόσμο. Το άτομο γίνεται διαχρονικός φορέας βίωσης ζωής και γνώσης, συγκεντρώνοντας παραδοσιακές μνήμες χιλιάδων χρόνων, επαναπροσδιορίζοντας τις δυνάμεις του και διευρύνοντας ολονέν τον κύκλο του στην εναρμόνισή του με το Σύμπαν.Εδώ συνδυάζεται άριστα ο λόγος των φιλοσόφων, επιστημόνων, ποιητών, διανοουμένων στην αναζήτηση της Γνώσης του Εαυτού και του Κόσμου, με στοχαστικούς προβληματισμούς, με σοβαρή διερεύνηση, ισχυρό πνευματικό έρωτα και εκστατικούς οραματισμούς.
Αρχίζει από την ευαίσθητη παιδική ηλικία, με άμεσες βιωματικές θεάσεις στον άγοντα άξονα μιας ιερής μυσταγωγίας στις Αρχές του Ελληνικού Πολιτισμού, με την παγκόσμια εμβέλειά του και στοχεύει στην έμπνευση και ανάδυση των ευγενέστερων ψυχοπνευματικών ιδιοτήτων του ανθρώπου.
Εδώ το Παιδί δεν περιορίζεται ηλικιακά σε στενά χρονικά όρια, αλλά νοείται ψυχολογικά, ως αφετηρία, με όλες τις ιδιότητες της αθωότητας και της ορμής της ζωής και τα παρεπόμενά τους( λάθη, πάθη, ανωριμότητα,, άγνοια…), σε έναν διαρκή επιτακτικόν αγώνα Γνώσης-Απελευθέρωσης, με ανάπτυξη πρωτόβουλης κρίσης, ευθύνης, αυτενέργειας, δημιουργικότητας, προς εκ-παίδευση, ωρίμανση και ψυχολογική “ενηλικίωση”, μέσα στις αντίξοες συνθήκες του ιστορικού στίγματος της σύγχρονης εποχής.’
Εδώ οι μεγάλες απορίες, τα ερωτήματα, οι προβληματισμοί για τα σοβαρά θέματα της ζωής του ανθρώπου μέσα τον Κόσμο βρίσκουν εξαιρετικά στοχαστικές απαντήσεις από τους σοφούς της αρχαιότητας και τους σύγχρονους πνευματικούς ανθρώπους, που δίνουν έμπνευση και ώθηση για καλύτερα πνευματικά άλματα, για προσωπικές μοναδικές εμπειρίες αυτογνωσίας και κοσμογνωσίας, και για άμεση ευεργετική αγαπητική δράση προς όλα τα όντα.
Η παράθεση αρχαίων ελληνικών κειμένων λειτουργεί αυθεντικά “σημαίνοντας” προς ενεργοποίηση, ως γλώσσα κωδική της Θείας Δημιουργίας, των εγκεφαλικών κέντρων και προς αποκρυπτογράφηση των φυσικών Νόμων.
Η ΥΛΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ, ως μια διαλεκτική ορατού και αοράτου, όντος και μη όντος, δυναμοενέργειας και δημιουργικής πράξης, ακροβατεί στους κύκλους του Παντός, στο πανταχού παρόν Κέντρο του Σύμπαντος Κόσμου, που μας διαπερνά, μας ορίζει και ερωτοτροπεί στην Ευθύνη της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΑΣ.
Το έργο αφιερώνεται σε όλα τα Παιδιά του Κόσμου, την πάναγνη, τρυφερή , αθώα εμπροσθοφυλακή των όντων πάντων, που φουσκώνουν τα μάγουλά τους, για να εμφυσήσουν στο ερχόμενο μέλλον τις Αρετές στις σκέψεις και στις πράξεις, γεννώντας ατέρμονα δικαιοσύνη, χαρά, ειρήνη !…
Ο Μ Ο Λ Ο Γ Ι Α
Ωραία μαλλιά κυματιστά, πρόσωπο, χείλη, μάτια στο χρώμα του μελιού :
Ο καθρέφτης : μάτια στα μάτια κοιτάζουν ακίνητα να εγγράψουν συνολικά :
Μαλλιά, πρόσωπο, χείλη, μάτια: ποιά είμαι; στο απόλυτο κενό του παντός
ποιά είμαι
ποιός είμαι συγχρόνως
τί είμαι
όπου ποια- ποιος- τι είναι ένα: μία καθαρή έννοια χωρίς δειγματισμό∙ εντελώς υπαρξιακή ∙ μία άριστη ατομικότητα που προσπαθεί, σαν ένα καινούργιο φουστάνι, να χωρέσει μέσα της την σφίζουσα απεραντοσύνη : ποια είμαι ;;;…
Είμαι αυτή η μορφή και το περιεχόμενό της : αυτά τα μαλλιά, το πρόσωπο, μύτη, χείλη, μάτια… Είμαι αυτά τα μάτια, αυτό που υπάρχει μέσα στους κύκλους των ματιών που κοιτάζω προς τα έξω στον καθρέφτη και το βλέμμα αστραπή βαθαίνει αντίθετα μέσα μου. Είμαι αυτό που κοιτάζω μέσα απ’ τα μάτια μου μέσα μου. Το ακίνητο μελί των δύο μικρών ζευγαρωτών κύκλων ακτινωτά εστιάζεται στο κέντρο τους σε κύκλο σκοτεινό μικρότερο : Κόρη. Στοχάζομαι. Τίποτε δεν ακινητεί. Τα πάντα πάλλονται αναδεύσεις ρευστότητας στη λεπτότατη αρμονία του κύκλου και της σκοτεινής τελείας και μια συγκλονιστική μαγνητική ορμή αστραπιαία τραβώντας με μέσα στη μαύρη κουκίδα, μου ανοίγει κυκλωτικά ατελεύτητη σήραγγα κίνησης, μέσα στ’ άπειρα ν’ απλώνομαι ιλιγγιωδώς ακινητούσα, με θεάσεις μικρών φωτεινών αλλεπάλληλων ακτίνων, κόκκων φωτός, διάστικτων σκοταδιών πυκνωμένης συμπαντικής απεραντοσύνης να περνούν από μέσα μου, με μιαν αύξουσα επιτάχυνση που, πολλαπλασιάζοντας τα φωτεινά σημεία γύρω μου, με τραβάει σε μια ολοένα διευρυνόμενη απεραντοσύνη, να ταυτιστώ. Μία μοναδική κίνηση ταυτόχρονη στο μέσα- έξω, όπου δεν υπάρχει το μέσα και το έξω και όπου αληθινή πραγματικότητα είναι το ενσυνείδητο σημείο που αποδείχνεται απέραντο. Ο συγκλονισμός του ιλίγγου στην απέραντη διάχυση φέρνει μια σκέψη : μη χαθώ, μην τρελαθώ… Συνέρχομαι στη μορφή μέσα στον καθρέφτη :
Ε ί μ α ι ε γ ώ
Τι ήταν αυτό; Τ’ ορκίζομαι να μην ξανακοιτάξω βαθιά στα μάτια μου μες στον καθρέφτη,―όμως δεν το πιστεύω.
Είμαι δώδεκα ετών στους κύκλους της γης
Είδα στη στιγμή τα άπειρα διαστήματα
Είδα το Ένα που με διαπερνάει.
Νιώθω: ο χρόνος δεν υπάρχει.
Π ώ ς ν α χ ω ρ έ σ ω σ τ α ρ ο λ ό γ ι α τ ο υ ς ;
(Από σελίδα 17 Η ΥΛΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ)
Ακταία γαία γεννημένη μες στις κοσμοθεμελιακές οδύνες με κρυσταλλογενείς πτυχώσεις, πρωτολουσμένη την ηφαίστεια ενέργεια, όλο χαλαζιανούς ψαμμίτες, μαρμαρυγιανούς σχιστόλιθους, καστανόχροους μάργες, γάββρους, περιδοτίτες, οφείτες και πλουτώνεια κι ακόμη κυανόφαιους και μαύρους ασβεστολίθους, πλακώδεις μαργαϊκούς, άργυρο, σίδηρο, μόλυβδο, ψευδάργυρο, μαγγάνειο και θείο, απλωμένη ως τα νερά με ερυθρούς μάργες, καστανόχροους πηλούς και θίνες άμμου.
Μορφώνει με εξάρσεις, καταβυθίσεις και συνιζήσεις προσχώσεων νέες κοιλάδες και όρη, θαλάσσιους όρμους, καινούργια νησιά και χερσονήσους, στολίζοντας τους κόρφους της κοράλλια, φύκια κι όστρακα απολιθώματα.
Με τα παιχνίδια των νερών γυρίζει ευτυχισμένο ολοένα νέο πρόσωπο κατά τον ήλιο, ακμάζοντας γενιές ζωής, διυλίσεις πνεύματος.
Εδώ ανεμίζουν τα πανιά των Αργοναυτών υφασμένα την μαρμαρυγή των άστρων, χαράζοντας αέναους κύκλους ταξιδιών. Εδώ αράζουν τα πλεούμενα των Αιγαίων Πελασγών, εδώ οι Μινύες λαξεύουν στα βράχια κατοικίες, Καδμείοι και Θράκες φυτεύουν περιβόλια, οι Αθηναίοι αρματώνουν στόλο, κτίζουν ναούς, θέατρα, αγορές, τείχη, φανούς, οι ξένοι εμπορευόμενοι ανατολίτες άποικοι στήνουν ιερά και σωματεία.
Οι ετησίες άνεμοι φέρνουν τα πλοία στο λιμάνι γεμάτα κάθε λογής αγαθά :απ’ τον Ελλήσποντο σκόμβρους και πάντα ταρίχη, συς και τυρόν από τις Συρακούσες, από την Θεσσαλία χόνδρον και πλευρά βόεια, απ’ την Κυρήνην δέρματα, από την Αίγυπτο ιστία κρεμαστά και βίβλους, απ’ την Συρία λιβανωτόν, ελέφαντα από την Λιβύη, απ’ την καλήν την Κρήτη κυπάρισσον τοις θεοίσιν, από την Ρόδο ασταφίδας και ισχάδας ηδυονείρους*. (Σημείωση: *σύκα που φέρνουν ευχάριστα όνειρα)
Αρχαίο λιμάνι : η ευνή των ταξιδιών, η αγκάλη των ονείρων, αδειάσματα-φορτώματα ανταλλαγμένης πείρας τα πέρατα του κόσμου ν’ αρμενίζουνε, δεμένα με αόρατους σπάγκους απ’ εδώ σαν χαρταετοί.
Στους αντικατοπτρισμούς του νερού αναδεικνύονται : εμπορεία των συναλλαγών, κοσμοπολίτικες στοές, ηρώα, ναοί της επικοινωνίας και της αυτάρκειας, ευτυχισμένα συμπόσια, περίπατοι φιλοσόφων και μόχθος πολύς εργατών της θάλασσας και της στεριάς, να τρέφει το σώμα της ζωής, να μπουμπουκιάζει τα νέα πρόσωπα, τις νέες ιδέες. Η κλαγγή σιδερικών πολεμημάτων εφήμερων κατακτητών, ο σκύλος που κολύμπησε ως το αντίπερα νησί ακολουθώντας το πλοίο του προστάτη του και ξεψύχησε μόλις βγήκε κατάκοπος στη σαλαμίνια ακτή στον περσικό πόλεμο, το έμπα, το έβγα των καραβιών μες στους αιώνες αλλάζοντας σχήματα, απ’ τ’ ανοιγμένα πανιά του « ορέγεσθαι του ειδέναι » στις τριήρεις των αγώνων, τα θηραϊκά της αναψυχής με τα κρεμαστά φαναράκια και τους περιηγητές στους εξώστες, τις αιγυπτιακές βάρεις, την εκπληκτική συρακοσία, τις ρωμαϊκές δικρότους, τις γαλέρες, τα μβρίκια, τις σαΐτες,τους βυζαντινούς δρόμονες, τις ενετικές γαλεάτσες, τις φρεγάτες, τις κορβέτες, τις καραβέλλες, τις ατμάκατες, τα θωρηκτά, τα φορτηγά, τις βενζινακάτους, τα αντιτορπιλικά, τα ανιχνευτικά, τα υπερωκεάνια, ως το πρώτο ατομικό πλοίο , που χαιρετάει σφυρίζοντας το αντίπαλο δέος μας κουνώντας υψωμένα παιδικά χέρια.
Πλάι, το πληγωμένο κλαδί της κουκουναριάς ψηλώνει με σφηνωμένο στο κορμί του το ατσάλινο κομμάτι του τελευταίου ανατιναγμένου θωρηκτού απ’ τον παγκόσμιο πόλεμο.
Στον βυθό οι πολεμιστές …
Και τα φιλιά, τα δάκρυα στ’ αγκαλιάσματα παρόντα στον αέρα, ν’ αναδεύουν ονειρώσεις ζωής αιέν νυν και αεί…
Εδώ αδειάζουν καραβιές τους πρόσφυγες απ’ τη μεγάλη χαμένη Πατρίδα περ’ απ’ τις θάλασσες της Ανατολής : απ’ τις αρχαίες πολιτείες των στοχαστών και τις υπαίθρους με τα ποτάμια που κυλάνε χρυσάφι, γη της ευλογίας από το Αραράτ του ενάρετου Νώε ως του Ηράκλειτου τους εγκεφαλογραμμένους ουρανούς, ξεριζώνουν κι αδειάζουν το πνεύμα χιλιάδων χρόνων γενεών ευφορίας, εργασίας, γνώσης, δημιουργίας, πολιτισμού, οι κακοδιαχειριστές στην εξουσία του κόσμου αδειάζουν την ανθρώπινη πραμάτεια στους εργατότοπους της παραγωγής των κερδών τους, διαγράφοντας με τα κουφάρια των σκοτωμένων τα νέα τους σύνορα.
Αυτοί που ρήμαξαν τα χαμογελαστά αγάλματα ανοίγουν ορυχεία, τράπεζες, φυλακές, στρατόπεδα, εκπαιδευτήρια, εργοστάσια : τσιμεντοποιεία, χαλυβουργεία, χυτήρια, χημικών λιπασμάτων, χημικών τροφίμων, πυρίτιδας, όπλων, αυτοκινήτων, συσκευών, καπνού, καταναλωτικών, ναρκωτικών, ιδεολογιών, μεταλλάξεων, κέντρα παραγωγής πυρηνικής ενέργειας κι επιβολής επενέργειας, επεξεργασίας πληροφοριών, προπαγάνδας κι εξουσιασμού. Τις νύχτες φυγαδεύουνε τα μάρμαρα και τον αρχαίο ναό ακρωτηριάζουν στην Ακρόπολη.
Για ένα κομμάτι ψωμί δουλεύουν οι πρόσφυγες προλετάριοι κι όσοι δεν βρίσκουνε δουλειά τρώνε κομμάτια απ’ την ψυχή τους.
(Από σελίδες 25-26)
* * *
γ
…(ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΟΜΟΛΟΓΕΙ) “Στο βάθος του τοπίου η άρρωστη ανθρωπότητα ψάχνει το αθάνατο νερό ματαίως στα χημεία της εμπορευματικής απληστίας. Ο όγκος από τα λάθη των εξουσιών και ο βογγισμός του λαού βαραίνουν πάνω στα όνειρα και στις προσδοκίες μας. Τόσα προβλήματα στην κοινωνία των ανθρώπων επείγονται να βρουν τη λύση τους. Τι κάνω εγώ μέσα σ’ αυτήν την γενική κατάσταση; Αφού είμαι μέρος του κόσμου, νιώθω τη φυσική υποχρέωση να συμμετέχω στην ευθύνη για το Καλό όλων.
Τι με διδάσκει το βλαστάρι, που ριζωμένο καλά στη γη, ψηλώνει προς τον ουρανό; Η αγάπη της βαρύτητας , που τρέφει τις ρίζες της στον γήινο κόσμο, εναρμονίζεται τέλεια με την αγάπη της ουράνιας άπωσης, που το εξελίσσει προς το φως. Κι αν φαίνονται αντίθετες αυτές οι δυνάμεις στην κατεύθυνσή τους, στην πραγματικότητα είναι ένα δαχτυλίδι, κύκλος που αγκαλιάζει τον κόσμο. Είναι η ενέργεια της Αγάπης που γεννά τη Ζωή. Το ζωντανό φυτό γεννάται κι ανατρέφεται μέσα στους κόλπους της Αγάπης του Ενός, που δεν έχει όρια. Όμως, ο νους του ανθρώπου το βλέπει σαν ένα διάνυσμα με αρχή και τέλος σε χώρο και σε χρόνο.Οι αντιθέσεις είναι νοητικά κατασκευάσματα εκείνου που δεν βιώνει το Παν-Ένα.
Ένα το Παν κι αρμονικός ο Κόσμος. Όμως εγώ πονάω και συγκλονίζομαι στην αναστάτωση της ανθρωπότητας, που ψάχνει διέξοδο στα σκοτάδια με τεχνητούς φωτισμούς, δίχως ν’ αντιλαμβάνεται πνευματικά το Φως των φώτων όλων…”(Απόσπασμα από τη σελίδα 372 του βιβλίου Η ΥΛΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ της Βίρνας Αιγιάλη)
Κοίτα :
Πάνω στον παλαιϊκό μπουφέ της σάλας, μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη, στην αριστερή πλευρά πλάι στο παράθυρο με την απλωμένη διάφανη κουρτίνα, δυο γυάλινες μικρές μπάλες με ασημόσκονη αιωρούμενη σε τοπία παραμυθιών κι ανάμεσά τους ένα ντέφι με κορδέλες χυμένες στη βάση του στο άπλωμα της δαντέλας με τ’ ανθάκια της μπιμπίλας απ’ την Πόλη, κεντίδι της γιαγιάς, και τα ζύγια του μισάνοιχτα, σαν όστρακα με μαργαριτάρια, κλείνουν τους λάγνους ήχους της Ανατολής, τ’ αναστενάγματα και τα τραγούδια της χαμένης Πατρίδας, τα γλυκοφτερουγίσματα της καρδιάς στο σκίρτημα της νέας ελπίδας, της ζωής που κλωτσάει να βγει στο φως με τ’ όποιο πονεμένο τίμημα.
Κοιτάζω μέσα στο μεγάλο καθρέφτη :
Μπροστά πάνω στο ξύλινο πάτωμα ένα ζευγάρι ποδαράκια στις μύτες όρθια στ’ ακροδάχτυλα πατώντας χορεύουν κύκλους στις αρμονίες τη χαρά της ζωής, της ύπαρξης, της συνύπαρξης, του κόσμου, που πλημμυρίζουν το λεπτό κατσαρομάλλικο κοριτσάκι και περιστρέφεται στον εαυτό του λεύτερο γοητευμένο στην ανάπτυξη της κίνησης.
Το χέρι που απλώνεται μπροστά κι η κοπελιά που καμαρώνει πλάι καθισμένη αστράφτουν αγάπη. Πιάνει τον δείχτη του υψωμένου χεριού της μικρής,όρθιου πάνω απ’ το κεφάλι της, κι από εκεί σταθερά το κοριτσάκι αρχίζει να περιστρέφεται, να στροβιλίζεται στη μύτη του δεξιού ποδιού, δοσμένη στην έκσταση της αυτοκίνησης, που είναι κύκλος κι ευθεία συνάμα και τρυπάει, ανοίγει τα σύμπαντα…
Ακτινοβολούν ευτυχία που πηγαινοέρχεται αδιάλειπτα μέσα απ’ τα ενωμένα χέρια τους, τις εξαϋλώνει, τις κάνει φως, αγάπη.
Η φωνή της ώριμης γυναίκας απ’ το άνοιγμα της πόρτας τις συγκεντρώνει πίσω ξανά στις αισθήσεις.
−Το παιδί πρέπει να πάει στο μπαλέτο, είναι γεννημένη για το χορό,
έχει χάρισμα. Η φωνή που έρχεται απ’ το βάθος του πλαϊνού δωματίου είναι αμείλικτα κοφτή, αυστηρή και συμβιβασμένη :
−Για να της βάζουν χέρι; όχι. Θ Θα πάει να σπουδάσει, να έχει μια δουλειά σίγουρη.
Τώρα η κίνηση περιστροφής επιβραδύνεται. Η φωνή εκείνη με μακρύνει από το απαστράπτον λευκό φως, με τραβάει αντίστροφα μες από κύκλους, κύκλους, χρωμάτων μουσικής γλιστρώντας σαν μέσα σε σήραγγα,… θολώνουν οι κύκλοι, συστέλλονται, ρουφιούνται προς τα πίσω, αφομοιώνονται στην ύλη των σωμάτων γύρω μου, στα έπιπλα, στους ανθρώπους, στις μορφές των αντικειμένων.
Είμαι πάλι πίσω, στην ολιγοδιάστατη επιφάνειά τους, παγιδευμένη σ’ ένα παραλληλόγραμμο χωροθετημένο περιορισμένο διάστημα, σαν τα ψαράκια στη γυάλα τ’ αρπαγμένα από τον μεγάλο ωκεανό. Πάλλονται μέσα μας όλες οι άπειρες παλιρροϊκές δονήσεις στην κίνηση κάθε πλάσματος, κάθε μορίου ύπαρξης.
Το πόδι ακινητεί τεντωμένο πάνω στη μύτη των δακτύλων. Σ’ ένα σημείο μόνο τώρα, στο μεγάλο δάχτυλο. Κλείνω τα μάτια. Μέσα μου η φωνή της ύπαρξης ανακοινώνει σιγανά σ’ όλα τα κύτταρα :
ένα σημείο είμαι
και το άπειρο η πρόκληση Τόλμα αυτή την κίνηση.
Κατάπνιξαν την τέχνη μου στ’ όνομα της ανάγκης.
Ανάγκη για ένα σοβαρό επάγγελμα, για ένα αξιόλογο πτυχίο, για ένα σίγουρο
μισθό.
Ανάγκη προσαρμογής στις τρέχουσες αξίες της κοινωνίας που επιτάσσει :
« Αυτό ».
Τα πόδια μου πετούσαν… Τ
Το κορμί μου έφερνε γρήγορες αιθερικές στροφές. Ή
Ήμουνα τ’ ουρανού, των απλωμένων διαστημάτων.
Μου τσάκισαν τα πετάγματα – Όχι στο Χορό
− Τον μετασχημάτισα σε Ζωγραφική – Όχι στη Ζωγραφική
− Το έβγαλα Ποίηση – Η Ποίηση δε φέρνει φαΐ …
Είμαι η φυλακισμένη μου έκφραση
(Από σελίδες 120-121)
Μια κούπα γάλα αχνιστό ακόμα απ’ τους μαστούς της μεγάλης ασπροκάνελλης γελάδας, που μ’ έβαλαν να δοκιμάσω ν’ αρμέξω, είναι κάτι ασύγκριτο με την όποια τροφή που ως τώρα με τάϊζαν. Πρώτα κοίταξα τα μεγάλα βελούδινα μάτια της, ολογεμάτα μια γαλήνια εμπιστοσύνη. Πλάι της το μοσχαράκι της κοιμόταν ήσυχο … Τα παιδικά μου δάχτυλα επάνω στις νοτισμένες υγρές θηλές του υπομονετικού ζώου σφίγγονταν μαλακά, όχι τόσο απ’ τη μικρή μου δύναμη, όσο που δεν ήθελα να το πονέσω.
Το γάλα αυτό, που λίγο πριν παλλόταν στον ρυθμό της καρδιάς του ευεργε-τικού ζώου, τώρα εισήλθε μες στο σώμα μου, να γίνει αίμα μου και να κινήσει τις σκέψεις μου, να εκφράσουν ετούτη τη μεγάλη αλήθεια : Μάνα – τροφός μας είναι η κάθε αγελάδα, η κάθε κατσίκα, η κάθε προβατίνα, η κάθε γυναίκα. Δεν έχει όρια η μάνα στο σώμα μόνο της μητέρας μου. Μάνα αγαπημένη είναι αυτή που γεννά μέσα στο σώμα της και προσφέρει το γάλα της ζωής. Κι αδέλφι μας είναι το παιδί της που βυζαίνει και μοιραζόμαστε μαζί του το γάλα.
(Από σελίδα 178)
Είχαμε ξαπλώσει στα δέντρα της παραλίας, αποκαμωμένοι απ’ το παιχνίδι κι από το κάμα του ήλιου, ανάμεσα ύπνου και ξύπνου, όταν την ησυχία σπάραξαν οι απεγνωσμένες φωνές ενός πουλερικού, που έτρεχε ξεφεύγοντας αλλοπαρμένο στην άμμο, να γλιτώσει το μαχαίρι της γυναίκας που πάσχιζε να το σκοτώσει. Αναστατωθήκαμε κι ως να σηκωθούμε ορθοί στα πόδια μας η σκληρή γυναίκα έσφαξε την κότα, που σπαρταρούσε και το αίμα της πότισε τη γης.
―Γιατί τη σκότωσες ; Τώρα,εμπρός,να την αναστήσεις !…
Είπε ο τολμηρότερος κι εκείνη, με το θράσος οπλισμένη των ομοίων της
−Όταν την τρως όμως είναι καλά ; του απάντησε, ενώ η αποκεφαλισμένη κότα, ξεφεύγοντας απ’ το χέρι της, έτρεξε κάποια βήματα και ξεψύχησε, με το αίμα της, ν’ αχνίζει, ζητώντας απ’ τους ουρανούς δικαίωση για την ύπαρξή της στη γη.
Έτσι, λοιπόν, μ’ αυτό το άδικο γεμίζουν τα πιάτα των ανθρώπων κι η θρέψη τους ολογεμάτη το δηλητήριο της ανομίας προς τη Ζωή. Αυτή η αλήθεια σφράγισε τα παιδικά πρόσωπα και κάποιοι κλάψαμε για την οδύνη του αθώου ζώου και για τα κοτόπουλα, που η εξάρτησή μας απ’ τους «μεγάλους» μας τάϊσε, εν αγνοία μας, ως τώρα.
Σ
Στο μεγάλο τραπέζι, που μικροί – μεγάλοι μαζεύονται να γευματίσουν, ευωδιάζει τ’ ολόφρεσκο ψωμί, το κρασί, οι πίτες κι οι σαλάτες με τα μυρωδικά, τις ελιές, τα φρέσκα λαχανικά και το τυρί. Πάνω στην ώρα έρχονται και τα κύρια πιάτα καλομαγειρεμένα : ρύζι με πιτσουνάκια.
−Τι είναι τα «πιτσουνάκια» ; ρωτούν τα παιδιά
−Φάτε, είναι πολύ δυναμωτικά, μικρά περιστέρια …
Κατεβάσαμε το κεφάλι μπροστά στο στήθος, αμίλητοι.Μας διαπερνούσε μια ανήθικη συνωμοσία των «μεγάλων», που δικαιωματικά και θεσπισμένα μας ανάτρεφε τα χειρότερα λάθη, τη βία κι ασέβεια της Ζωής, τον πρόωρο θάνατο αθώων πλασμάτων και την ακύρωση της ελευθερίας τους σε αυτόν τον κόσμο.
−Φάτε, γι αυτό έκανε ο Θεός τα ζώα, για να τα τρώμε …
−Όχι! Όχι! Εσείς το λέτε αυτό, που τα σκοτώνετε. Ο Θεός τους δίνει τη
ζωή …
−Φάτε τα, γιατί αν δεν τα φάμε εμείς, κάποια άλλα ζώα θα τα φάνε, αλεπού,
λύκος, αετός, γεράκι, γάτες, σκύλοι … Έτσι τα ’κανε ο Θεός … Κι αν τ’
αφήσουμε και γίνουν πολλά, εκείνα θα μας φάνε…
− Όχι! Κι αν τα ζώα τρώγονται αναμεταξύ τους, είναι γιατί δεν ξέρουν …
΄Ομως, ο άνθρωπος γνωρίζει τόσους πολλούς καρπούς να τρέφεται και να
’χει ειρήνη με τον κόσμο.
−Φάτε, γιατί αν δε τα φάτε θ’ αρρωστήσετε – λένε οι γιατροί : θα πάθετε
αναιμία. Έτσι είναι αυτός ο κόσμος. Πώς αλλιώς θα ζήσετε;
−-Όχι με σκοτωμένα ζώα! Ναι με όλα τ’ άλλα …
Φεύγουμε απ’ το τραπέζι της ενοχής και καθίζουμε κάτω από την υπεραιωνόβια δρυ, που θροΐζει νοήματα. Αυτό που βαραίνει τις ψυχές μας δεν είναι μόνο ο πόνος των σφαγμένων περιστεριών κι η διαταραχή της τάξης του κόσμου, αλλά είναι η συνειδητοποίηση ενός ισχυρού αρνητικού κατεστημένου διχτύου που οι άνθρωποι από τα βάθη των χρόνων έφτιαξαν και παγιδεύτηκαν μέσα του, βασισμένοι σε κατώτερες αξίες στο δόγμα «ο θάνατός σου η ζωή μου». Κι εκείνο που συγκλονίζει κι αναστατώνει και καλεί σε συναγερμό μέσα μας, είναι η γνώση της αδυναμίας και αγνωσίας της παιδικής ηλικίας, που μας αφήνει εκτεθειμένους στα λάθη των ενηλίκων κηδεμόνων μας και της όλης κοινωνίας τους. Με ποια εμπιστοσύνη ν’ αφεθούμε στη συμβουλή και διαπαιδαγώγησή τους; Πώς θα συμπορευτούμε στο μέλλον, αφού τραβούμε αντίθετες κατευθύνσεις; Πώς θα επηρεάσουμε τη νοοτροπία και τα ήθη τους, αφού δεν εισακούγεται ο λόγος μας ; Και τον Θεό τους τον έπλασαν να ’ναι παρόμοιός τους , αγνοώντας τον αληθινό Θεό.
Η ευθύνη παίρνει το μαχαίρι της σφαγής, το πλένει και το καθαρίζει στον καταρράκτη που ηχεί την φωνή του Θεού, ως «φωνήν υδάτων πολλών ρεόντων». Κατόπιν το σηκώνει στον ήλιο, να εξαγνιστεί στο άχραντο φως «εκ του Φωτός των φώτων» της Ιδέας της Δικαιοσύνης. Τέλος, το βάζει στο χέρι της αθωότητάς μας, να σταυρώσουμε τρις ,να κόψουμε σε τεταρτημόρια αστείρευτα και να μοιράσουμε στους ανθρώπους τον άρτον της Ζωής.
− «Πώς είναι δυνατόν, είπε ο νέος ασκητής, στον Βούδα Σάκια Μούνι, να
πάω κόντρα στο ρεύμα αυτού του ποταμού, που είναι η αμαρτωλή
ανθρωπότητα, χωρίς να με παρασύρει η ισχυρή του ορμή που απειλεί,
αν δεν συντονιστώ στο ρυθμό του, να με καταπνίξει ;
−Η δύναμη της θέλησής σου είναι αυτή !…
είπε ο Βούδας και τίναξε επιδέξια απ’ το χέρι του
στον ποταμό το πήλινο τάσι που κρατούσε, γεμάτο άνθη ευλαβείας,
κόντρα στο καθοδικό ρεύμα του ποταμού,
να πορεύεται με κίνηση ορμητική προς τις πηγές».
(Από σελίδες 209-210)
(Ακολουθούν σκαναρισμένες οι σελίδες 331 έως 333)
(ΣYΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Η ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ…Αρκετά θέματα του Βιβλίου βρίσκονται στα ΑΡΘΡΑ-ΕΝΟΤΗΤΕΣ :ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ του site μας)