Β ί ρ ν α Α ι γ ι ά λ η
Η Υ Λ Η Τ Ω Ν Ο Ν Ε Ι Ρ Ω Ν
« Η προίκα της Αριάδνης »
ΒΙΒΛΙΟ 1ο
Ο Μ Ο Λ Ο Γ Ι Α
Ωραία μαλλιά κυματιστά, πρόσωπο, χείλη, μάτια στο χρώμα του μελιού :
Ο καθρέφτης : μάτια στα μάτια κοιτάζουν ακίνητα να εγγράψουν συνολικά :
Μαλλιά, πρόσωπο, χείλη, μάτια: ποιά είμαι; στο απόλυτο κενό του παντός
ποιά είμαι
ποιός είμαι συγχρόνως
τί είμαι
όπου ποια-ποιος- τι είναι ένα: μία καθαρή έννοια χωρίς δειγματισμό∙ εντελώς υπαρξιακή∙ μία άριστη ατομικότητα που προσπαθεί, σαν ένα καινούργιο φουστάνι, να χωρέσει μέσα της την σφίζουσα απεραντοσύνη : ποια είμαι ;;;
Είμαι αυτή η μορφή και το περιεχόμενό της : αυτά τα μαλλιά, το πρόσωπο, μύτη, χείλη, μάτια… Είμαι αυτά τα μάτια, αυτό που υπάρχει μέσα στους κύκλους των ματιών που κοιτάζω προς τα έξω στον καθρέφτη και το βλέμμα αστραπή βαθαίνει αντίθετα μέσα μου. Είμαι αυτό που κοιτάζω μέσα απ’ τα μάτια μου μέσα μου. Το ακίνητο μελί των δύο μικρών ζευγαρωτών κύκλων ακτινωτά εστιάζεται στο κέντρο τους σε κύκλο σκοτεινό μικρότερο : Κόρη. Στοχάζομαι. Τίποτε δεν ακινητεί. Τα πάντα πάλλονται αναδεύσεις ρευστότητας στη λεπτότατη αρμονία του κύκλου και της σκοτεινής τελείας και μια συγκλονιστική μαγνητική ορμή αστραπιαία τραβώντας με μέσα στη μαύρη κουκίδα, μου ανοίγει κυκλωτικά ατελεύτητη σήραγγα κίνησης, μέσα στ’ άπειρα ν’ απλώνομαι ιλιγγιωδώς ακινητούσα, με θεάσεις μικρών φωτεινών αλλεπάλληλων ακτίνων, κόκκων φωτός, διάστικτων σκοταδιών πυκνωμένης συμπαντικής απεραντοσύνης να περνούν από μέσα μου, με μιαν αύξουσα επιτάχυνση που, πολλαπλασιάζοντας τα φωτεινά σημεία γύρω μου, με τραβάει σε μια ολοένα διευρυνόμενη απεραντοσύνη, να ταυτιστώ. Μία μοναδική κίνηση ταυτόχρονη στο μέσα- έξω, όπου δεν υπάρχει το μέσα και το έξω και όπου αληθινή πραγματικότητα είναι το ενσυνείδητο σημείο που αποδείχνεται απέραντο. Ο συγκλονισμός του ιλίγγου στην απέραντη διάχυση φέρνει μια σκέψη : μη χαθώ, μην τρελαθώ… Συνέρχομαι στη μορφή μέσα στον καθρέφτη :
Ε ί μ α ι ε γ ώ
Τι ήταν αυτό; Τ’ ορκίζομαι να μην ξανακοιτάξω βαθιά στα μάτια μου μες στον καθρέφτη,―όμως δεν το πιστεύω.
Είμαι δώδεκα ετών στους κύκλους της γης
Είδα στη στιγμή τα άπειρα διαστήματα
Είδα το Ένα που με διαπερνάει.
Νιώθω: ο χρόνος δεν υπάρχει.
Π ώ ς ν α χ ω ρ έ σ ω σ τ α ρ ο λ ό γ ι α τ ο υ ς ;
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
Χάος Φάος Φως
άπλετο φως
η ύλη του παντός
δίχως ύλη, ο χορός των χρωμάτων
δίχως χρώμα
ο χορός του παντός
πυκνώσεις αγάπης στα αχανή διαστήματα
όλα φως
φως
στο διαθλασμένο κρύσταλλο της παιδικής φωνής
που τραγουδάει
φως
« Δύο συ και τρία γω
πράσινο πεντόβολο
μπαίνω μέσα στον μπαξέ
γεια σου κύριε Μενεξέ
Σιντριβάνι και νερό
και χαμένο μου όνειρο
Τζίντζιρας τζιντζίρισε
το ροδάνι γύρισε
Χοπ αν κάνω δεξιά
πέφτω πάνω στη ροδιά
Χοπ αν κάνω αριστερά
πάνω στη βατομουριά
Το ’να χέρι μου κρατεί
μέλισσα θεόρατη
τ’ άλλο στον αέρα πιάνει
πεταλούδα που δαγκάνει »
Μ’ α γ α π ά α ς…;…
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ
Όταν σκιρτούσα χέρια, πόδια και πρόσωπο
να γεννηθώ στον κόσμο, μες στους σπασμούς,
η γη καταστάλαζε, κάτω απ’ τις ρίζες των φυτών,
το αίμα των τελευταίων πολέμων και τη σκόνη
των συντριμμάτων,
οι λαοί έγλυφαν τις πληγές τους
οι εξουσίες ετοίμαζαν καινούργια όπλα
μυριάδες μορφές ζωντανών πλασμάτων είχαν χαθεί
απ’ τη ζωή του πλανήτη
εκατομμύρια άνθρωποι πέθαιναν από πείνα
η επιστήμη ανακάλυπτε τον τέταρτο δακτύλιο
του Κρόνου
άγγελοι ύφαιναν τα νέα άνθη
και οι φωνές των προφητών
χτυπιούνταν πάνω στις αντανακλάσεις τους
σε απωθημένα ύψη φωτός
περιδινούμενες
* * * * * * * * *
Aκολουθεί η μυθιστορηματική εξέλιξη του έργου…….
Aποσπάσματα από το βιβλίο:
Ακταία γαία γεννημένη μες στις κοσμοθεμελιακές οδύνες με κρυσταλλογενείς πτυχώσεις, πρωτολουσμένη την ηφαίστεια ενέργεια, όλο χαλαζιανούς ψαμμίτες, μαρμαρυγιανούς σχιστόλιθους, καστανόχροους μάργες, γάββρους, περιδοτίτες, οφείτες και πλουτώνεια κι ακόμη κυανόφαιους και μαύρους ασβεστολίθους, πλακώδεις μαργαϊκούς, άργυρο, σίδηρο, μόλυβδο, ψευδάργυρο, μαγγάνειο και θείο, απλωμένη ως τα νερά με ερυθρούς μάργες, καστανόχροους πηλούς και θίνες άμμου.
Μορφώνει με εξάρσεις, καταβυθίσεις και συνιζήσεις προσχώσεων νέες κοιλάδες και όρη, θαλάσσιους όρμους, καινούργια νησιά και χερσονήσους, στολίζοντας τους κόρφους της κοράλλια, φύκια κι όστρακα απολιθώματα.
Με τα παιχνίδια των νερών γυρίζει ευτυχισμένο ολοένα νέο πρόσωπο κατά τον ήλιο, ακμάζοντας γενιές ζωής, διυλίσεις πνεύματος.
Εδώ ανεμίζουν τα πανιά των Αργοναυτών υφασμένα την μαρμαρυγή των άστρων, χαράζοντας αέναους κύκλους ταξιδιών. Εδώ αράζουν τα πλεούμενα των Αιγαίων Πελασγών, εδώ οι Μινύες λαξεύουν στα βράχια κατοικίες, Καδμείοι και Θράκες φυτεύουν περιβόλια, οι Αθηναίοι αρματώνουν στόλο, κτίζουν ναούς, θέατρα, αγορές, τείχη, φανούς, οι ξένοι εμπορευόμενοι ανατολίτες άποικοι στήνουν ιερά και σωματεία.
Οι ετησίες άνεμοι φέρνουν τα πλοία στο λιμάνι γεμάτα κάθε λογής αγαθά: απ’ τον Ελλήσποντο σκόμβρους και πάντα ταρίχη, συς και τυρόν από τις Συρακούσες, από την Θεσσαλία χόνδρον και πλευρά βόεια, απ’ την Κυρήνην δέρματα, από την Αίγυπτο ιστία κρεμαστά και βίβλους, απ’ την Συρία λιβανωτόν, ελέφαντα από την Λιβύη, απ’ την καλήν την Κρήτη κυπάρισσον τοις θεοίσιν, από την Ρόδο ασταφίδας και ισχάδας ηδυονείρους*.
( Σημείωση :*σύκα που φέρνουν ευχάριστα όνειρα)
Αρχαίο λιμάνι : η ευνή των ταξιδιών, η αγκάλη των ονείρων, αδειάσματα – φορτώματα ανταλλαγμένης πείρας τα πέρατα του κόσμου ν’ αρμενίζουνε, δεμένα με αόρατους σπάγκους απ’ εδώ σαν χαρταετοί.
Στους αντικατοπτρισμούς του νερού αναδεικνύονται : εμπορεία των συναλλαγών, κοσμοπολίτικες στοές, ηρώα, ναοί της επικοινωνίας και της αυτάρκειας, ευτυχισμένα συμπόσια, περίπατοι φιλοσόφων και μόχθος πολύς εργατών της θάλασσας και της στεριάς, να τρέφει το σώμα της ζωής, να μπουμπουκιάζει τα νέα πρόσωπα, τις νέες ιδέες. Η κλαγγή σιδερικών πολεμημάτων εφήμερων κατακτητών, ο σκύλος που κολύμπησε ως το αντίπερα νησί ακολουθώντας το πλοίο του προστάτη του και ξεψύχησε μόλις βγήκε κατάκοπος στη σαλαμίνια ακτή στον περσικό πόλεμο, το έμπα, το έβγα των καραβιών μες στους αιώνες αλλάζοντας σχήματα, απ’ τ’ ανοιγμένα πανιά του « ορέγεσθαι του ειδέναι » στις τριήρεις των αγώνων, τα θηραϊκά της αναψυχής με τα κρεμαστά φαναράκια και τους περιηγητές στους εξώστες, τις αιγυπτιακές βάρεις, την εκπληκτική συρακοσία, τις ρωμαϊκές δικρότους, τις γαλέρες, τα μβρίκια, τις σαΐτες, τους βυζαντινούς δρόμονες, τις ενετικές γαλεάτσες, τις φρεγάτες, τις κορβέτες, τις καραβέλλες, τις ατμάκατες, τα θωρηκτά, τα φορτηγά, τις βενζινακάτους, τα αντιτορπιλικά, τα ανιχνευτικά, τα υπερωκεάνια, ως το πρώτο ατομικό πλοίο , που χαιρετάει σφυρί-ζοντας το αντίπαλο δέος μας κουνώντας υψωμένα παιδικά χέρια.
Πλάι, το πληγωμένο κλαδί της κουκουναριάς ψηλώνει με σφηνωμένο στο κορμί του το ατσάλινο κομμάτι του τελευταίου ανατιναγμένου θωρηκτού απ’ τον παγκόσμιο πόλεμο.
Στον βυθό οι πολεμιστές …
Και τα φιλιά, τα δάκρυα στ’ αγκαλιάσματα παρόντα στον αέρα, ν’ αναδεύουν ονειρώσεις ζωής αιέν νυν και αεί…
Εδώ αδειάζουν καραβιές τους πρόσφυγες απ’ τη μεγάλη χαμένη Πατρίδα περ’ απ’ τις θάλασσες της Ανατολής : απ’ τις αρχαίες πολιτείες των στοχαστών και τις υπαίθρους με τα ποτάμια που κυλάνε χρυσάφι, γη της ευλογίας από το Αραράτ του ενάρετου Νώε ως του Ηράκλειτου τους εγκεφαλογραμμένους ουρανούς, ξεριζώνουν κι αδειάζουν το πνεύμα χιλιάδων χρόνων γενεών ευφορίας, εργασίας, γνώσης, δημιουργίας, πολιτισμού, οι κακοδιαχειριστές στην εξουσία του κόσμου αδειάζουν την ανθρώπινη πραμάτεια στους εργατότοπους της παραγωγής των κερδών τους, διαγράφοντας με τα κουφάρια των σκοτωμένων τα νέα τους σύνορα.
Αυτοί που ρήμαξαν τα χαμογελαστά αγάλματα ανοίγουν ορυχεία, τράπεζες, φυλακές, στρατόπεδα, εκπαιδευτήρια, εργοστάσια : τσιμεντοποιεία, χαλυβουργεία, χυτήρια, χημικών λιπασμάτων, χημικών τροφίμων, πυρίτιδας, όπλων, αυτοκινήτων, συσκευών, καπνού, καταναλωτικών, ναρκωτικών, ιδεολογιών, μεταλλάξεων, κέντρα παραγωγής πυρηνικής ενέργειας κι επιβολής επενέργειας, επεξεργασίας πληροφοριών, προπαγάνδας κι εξουσιασμού. Τις νύχτες φυγαδεύουνε τα μάρμαρα και τον αρχαίο ναό ακρωτηριάζουν στην Ακρόπολη.
Για ένα κομμάτι ψωμί δουλεύουν οι πρόσφυγες προλετάριοι κι όσοι δεν βρίσκουνε δουλειά τρώνε κομμάτια απ’ την ψυχή τους.
* * *
Με την ανατολή του αστέρος – ήλιου Σείριου, μετά από απουσία εβδομήντα δύο ημερών, αρχίζει η μύηση στα Μικρά Μυστήρια προς τιμήν του Διονύσου – Οσίριδος (Σειρίου), πριν από την ισημερία του Μαρτίου.
Στις Άγρες, μικρή κωμόπολη κοντά στην Ελευσίνα, σε ιωνικό ναό α-φιερωμένο στην Κόρη Περσεφόνη, οι ιεροφάντισσες ιέρειες παραταγμένες κατά σειρά στο κεφαλόσκαλο, σκεπασμένες με πέπλα στεφανωμένα με ναρ-κίσσους ψάλλουν για τα Μικρά Μυστήρια* του Ανθεστηριώνος** μηνός:
« Ω υποψήφιοι των μυστηρίων, ιδού εσείς στο κατώφλι της
Περσεφόνης
Θα σας καταπλήξει ό,τι δείτε. Θα μάθετε ότι η παρούσα ζωή σας
δεν είναι παρά ένας ιστός συγκεχυμένων και θολών ονείρων .
Ο ύπνος που σας περικλείει σε μια ζώνη από σκοτάδια
παίρνει τα όνειρα και τις μέρες σας μαζί του, σαν τα
ναυάγια που χάνονται απ’ τα μάτια . Πιο πέρα όμως
απλώνεται η ζώνη του ανέσπερου φωτός . Είθε η Περσεφόνηνα σας ευσπλαχνισθεί και η ίδια να σας μάθει
πώς να διαβείτε το σκοτεινό ποτάμι και πώς να βρείτε
την Ουρανία Δήμητρα »***.
Για άλλη μια φορά μες σε χιλιάδες χρόνια, οι κοπέλες παριστάνουν τα ιερά δρώμενα των Ελευσινίων Μυστηρίων της Μάνας Γης και της Κόρης, σηματοδοτώντας την αρχέγονη γνώση των ισχυρών θεμελίων της ζωής:
ΔΗΜΗΤΡΑ : Αγαπημένη Κόρη των Θεών, σ’ αυτήν να μείνεις τη σπηλιά
ως τον ερχομό μου, κεντώντας μου τον πέπλον.
Ο ουρανός είναι πατρίδα σου, και η οικουμένη είναι
δική σου. Τους Θεούς θωρείς και στη φωνή σου τρέχουν.
Μονάχα την φωνή του πλανευτή Έρωτα, με τις ματιές τις
πονηρές και τις πλανεύτρες συμβουλές,
αυτή να μην ακούσεις. Φυλάξου: απ’ τη σπηλιά μη βγεις,
τ’ άνθη της γης να μη μαζέψεις. Στο τρομερό κι ολέθριο
άρωμά τους το ουράνιο φως σου θα χαθεί, και η θύμησή σου
ακόμα. Κέντα, λοιπόν, τον πέπλο μου, καλότυχη, ως τον
ερχομό μου κι οι Νύμφες συντροφιά σου. Τότε κι εγώ με το
φιδόσυρτο άρμα μου, στις ομορφιές του αιθέρα, πέρα
απ’ τον Γαλαξία μαζί μου θα σε πάρω…
———————————————————————————————-
Σημειώσεις: *Μικρά Μυστήρια : Επταήμερη δοκιμασία εξαγνισμού υποψηφίων μυστών για εντιμότητα, ευσέβεια, αρετή `από τέλη Φεβρουαρίου έως και αρχές Μαρτίου
**Ανθεστηριών μήνας : από αρχές Φεβρουαρίου – μέσα Μαρτίου
***Ε.Δ. Συρέ «Μεγάλοι Μύστες» σελ. 384.
…………………………………………………………………………………………….
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ :Μητέρα αυστηρή και σεβαστή, στ’ αγαπημένο μου φως
που σε ζώνει τ’ ορκίζομαι, κι ας με κολάσουν οι Θεοί
τον όρκο μου αν πατήσω.
ΧΟΡΟΣ ΝΥΜΦΩΝ: Περσεφόνη, Παρθένα τ’ ουρανού μνηστή, συ που
μορφές Θεών κεντάς στους πέπλους σου, τις μάταιες ονειρο-
φαντασίες, τις λύπες τις αμέτρητες της γης είθε να μη γνωρί-
σεις. Η Αλήθεια των αιώνων σού γελάει κι ο ουράνιος σύζυ-
γός σου, ο Διόνυσος, σε προστατεύει στο Εμπύριο, σαν ήλιος
μακρινός που οι αχτίνες του χαϊδεύουν.
Ρουφάει την ανάσα του και συ πίνεις το φως του.
Είναι γραφτό ! θα ενωθείτε ! Παρθένα μου,
ποια πιο καλότυχη από σε να είναι ;
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ: Σε τούτο το γαλάζιο πέπλο μου, με τις ατέλειωτες πτυχές,
κεντώ των όντων κι όλων των πραγμάτων τις αμέτρητες μορφές
που τα παρήγαγε ο Έρως, ο Έρως ο αρχαιότερος
και νεότερος των Θεών
πηγή ανεξάντλητη πάσης δημιουργίας
πάσης μεταμορφώσεως και πάσης χαράς.
( . . . )
ΕΡΩΤΑΣ: Την μεταμόρφωση, το δέσιμο όλων των πραγμάτων εγώ
είμαι που κάνω, που φτιάχνω το μικρό εικόνα του μεγάλου,
που από τα βάθη πλάθω καθρέφτες τ’ ουρανού, εγώ είμαι που ενώνω
τον Άδη με τον Ουρανό στη γη επάνω, εγώ που όλες τις μορφές
τις πλάθω μες στου ωκεανού τα βάθη, εγώ(…) τ’ αστέρι σου
από την άβυσσο ξανάφερα με τη μορφή του άνθους(…) για να
τ’ αγγίξεις, να το μυρίσεις, να νιώσεις τα μυστήρια της ζωής(…)
ΝΥΜΦΕΣ: Πρόσεχε, μήπως παγίδα είν’ ετούτη ή γητειά
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ: Και πώς το λένε τούτο το λουλούδι;
ΕΡΩΤΑΣ: Οι άνθρωποι Νάρκισσο το είπαν. Εγώ το λέω Πόθο.
Μυρίζοντάς το περνάς στον Άδη κι από εκεί στο κέντρο της ζωής.
Πλησιάζει η Κόρη Περσεφόνη, να μυρίσει το άνθος και τότε η γη ανοίγει μέγα χάσμα,
απ’ όπου προβάλλει ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου και την αρπάζει στο άρμα του.
Χάνονται μες στο χάσμα…
Ο Έρωτας ξεσπά σε γέλια λέγοντας:
ΕΡΩΤΑΣ: Το χθες και το αύριο υπάρχουν μόνο. Να τα θυμάστε,
——————————————————————————————————-
Σημειώσεις : Έρως :το τρίτο υπάρχον ον (μετά το Χάος και την Γαία),
ζευγνύουσα ενοποιός δύναμη
Διόνυσος :Υιός Θεού , το νεότερο φως και η εκστατική θέωσις του ανθρώπου ΄
Νάρκισσος :εξωτερική επιφανειακή γνώση ατομικού εαυτού
……………………………………………………………………………………………..
μάθετε το μέλλον σας
ΕΡΜΗΣ: Μόνο δια του θανάτου ζεις, ο θάνατος είναι αναγέννηση.
Δεν υπάρχει ο θάνατος.
ΝΥΜΦΕΣ: Περσεφόνη !… Περσεφόνη!
Σιγή…
Σε απάντησή τους περνά ο Ποιητής σημαίνοντας :
−Κυκλάμινο, κυκλάμινο ∙ στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς,
πού μίσχο και σαλεύεις;
−Μέσα στο βράχο σύναζα το γαίμα στάλα-στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα
* * *
« όλβιος όστις Ιστορίης έσχεν μάθησιν » (Ευριπίδης)
Ευτυχισμένος όποιος είχε μάθηση της Ιστορίας
Είναι η ώρα της περισυλλογής, που οι Πατέρες αποτιμούν την πρόσφατη Ιστορία :
−Στο έβγα του ενός εχθρού, είχε ήδη θεριέψει στη γη μας ο δεύτερος εχθρός τον ίσκιο του. Φοράει τη μάσκα του Δούρειου ίππου και δεν τον αναγνωρίζουν. Είναι που οι Έλληνες δεν μαθαίνουν ποτέ καλά την Ιστορία τους και καταλήγουν να στά ζουν δάκρυα στο κρασί τους, θρηνώντας ανεπίστρεπτα τον χαμένο απ’ το χέρι τους αδελφό.
Η φωνή του Σωκράτη σηματοδοτεί στους αιώνες τις αξίες ζωής :
« Όταν οι Έλληνες μάχονται με τους βαρβάρους κι οι βάρβαροι με τους Έλληνες, θα πούμε ότι πολεμούν κι ότι είναι από τη φύση τους εχθροί, και την έχθρα αυτή πρέπει να τη λέμε πόλεμο ∙ όταν όμως κάτι τέτοιο γίνεται ανάμεσα σε Έλληνες, θα πούμε ότι αυτοί είναι, βέβαια, από τη φύση τους φίλοι, ωστόσο η σύγκρουσή τους δείχνει ότι η Ελλάδα είναι άρρωστη κι ότι την σπαράζουν έριδες εσωτερικές, και την έχθρα αυτή πρέπει να τη λέμε στάση.
Όπου συμβεί κάτι τέτοιο και χωριστεί μια πόλη σε δυο παρατάξεις, αν οι μεν καταστρέφουν τα χωράφια των δε και τους καίνε τα σπίτια, η στάση φαίνεται ολέθρια κι ότι οι αντίπαλοι δεν αγαπούν, κανένας τους, την πόλη, γιατί διαφορετικά δεν θα αποτολμούσαν να ρημάξουν τη γη που τους έθρεψε κι ήταν η μάνα τους.
Φαίνεται δίκαιο (…) να επιβληθεί στους Έλληνες να μάθουν να αφήνουν το ελληνικό γένος απείραχτο, αναλογιζόμενοι τον κίνδυνο της σκλαβιάς στους βαρβάρους »*
−Ο λόγος του στρατηγού Αγησιλάου μένει πάντα επίκαιρος :
« Αν είναι να σκοτώσουμε όλους τους Έλληνες με τους οποίους
δε συμφωνούμε, δεν θα μείνει ούτε ένας Έλληνας ζωντανός.
Πόσο καλό θα ήταν να είναι όλοι οι Έλληνες φιλέλληνες ».
Και ο ρήτορας Δημοσθένης τονίζει:
«Της Ελλάδος αδικουμένης αισχρόν σιγάν» ——————————————————————— (Σημείωση :αρχαίο κείμενο: Πλάτωνος «Πολιτεία» Ε΄ 470 c5 και 469 b5-10 :
«Ἓλληνας μέν ἂρα βαρβάροις και βαρβάρους Ἓλλησι πολεμεῖν μαχομένους τε φήσομεν και πολεμίους φύσει εἶναι, καί πόλεμον τήν ἒχθραν ταύτην κλητέον ∙ Ἓλληνας δέ Ἓλλησιν, ὃταν τι τοιοῦτον δρῶσιν, φύσει μέν φίλους εἶναι, νοσεῖν δ’ ἐν τῶ τοιούτω τήν ‘Ελλάδα καί στασιάζειν, καί στάσιν τήν τοιαύτην ἒχθραν κλητέον. (…)
Ὃπου ἂν τι τοιοῦτον γένηται καί διαστῇ πόλις, ἐάν ἑκάτεροι ἑκατέρων τέμνωσιν ἀγρούς καί οἰκίας ἐμπιμπρῶσιν, ὡς ἀλιτηριώδης τε δοκεῖ ἡ στάσις εἶναι, και οὐδέτεροι αὐτῶν φιλοπόλιδες- οὐ γάρ ἂν ποτε ἐτόλμων τήν τροφόν τε καί μητέρα κείρειν –…» και
«…δοκεῖ δίκαιον ‘Έλληνας ‘Ελληνίδας πόλεις ἀνδραποδίζεσθαι ἢ μηδ’ ἂλλη ἐπιτρέπειν κατά το δυνατόν καί τοῦτο εθίζειν, τοῦ ‘Ελληνικοῦ γένους φείδεσθαι, εὐλαβουμένους τήν ὑπό τῶν βαρβάρων δουλείαν »
Έρχεται ο Ποιητής . Με πνεύμα στιβαρό Ελληνικό κι Ολύμπιο μάς ανοίγει την Μεγάλη Αυλαία της Ευθύνης :
Ήρθαν ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας .
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν
τον Σοφό, τον Οικιστή και τον Γεωμέτρη
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών
την πάσα Υποταγή και Δύναμη
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν’ αρχινίσει παιχνίδι·
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμέλιωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς κι επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα
τους Νόμους,τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας .
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους .
Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε·
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει .
Έφτασαν
ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας .
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά .
Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάκτυλα
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά .
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά .
Ήρθαν
με τα χρυσά σιρίτια
τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία !
Και τη σάρκα μου στα δύο μοιράζοντας
και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας
έφυγαν .
«Γι’ αυτούς»είπαν « ο καπνός της θυσίας
και για μας της φήμης ο καπνός
αμήν .»
Και την ηχώ σταλμένη από τα περασμένα
όλοι ακούσαμε και γνωρίσαμε .
Την ηχώ γνωρίσαμε και ξανά
με στεγνή φωνή τραγουδήσαμε :
Για μας, για μας το ματωμένο σίδερο
κι η τριπλά εργασμένη προδοσία .
Για μας η αυγή στο χάλκωμα
και τα δόντια τα σφιγμένα ως την ώρα την ύστερη
ο δόλος και τ’αόρατο γάγγαμο .
Για μας το σύρσιμο στη γης
ο κρυφός όρκος μες στα σκοτεινά
των ματιών η απονιά
κι η ποτέ καμιά , καμιά ποτέ Ανταπόδοση .
Αδελφοί μάς εγέλασαν !
«Γι’ αυτούς» είπαν «ο καπνός της θυσίας
και για μας της φήμης ο καπνός
αμήν »
Αλλά συ μες στο χέρι μας το λύχνο του άστρου
με το λόγο σου άναψες ,του αθώου στόμα
θύρα της παράδεισος !
Την ισχύ του καπνού στο μέλλον βλέπουμε
της πνοής σου παίγνιο
και το κράτος και τη βασιλεία του !
( Οδυσσέας Ελύτης)
Στ’ αποκαΐδια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου η εξόντωση του λαού συνεχίζεται με προγράμματα ακριβείας made in Britain, made in USA, με συνακόλουθη στρεβλή έκδοση του ξενίου Διός στο ξεπούλημα των ανθρώπων και της χώρας στα ξένα αφεντικά : στην υποδοχή ο Έλληνας υπουργός άμυνας απευθυνόμενος στον άρτι αφιχθέντα πρόεδρο των ΗΠΑ :
−Στρατηγέ, ιδού ο στρατός σας … είπε κι έδειξε το ελληνικό άγημα, επενδύοντας τον σκυμμένο αμοραλισμό του στην ιμπεριαλιστική μηχανή.
−Ενάμισι εκατομμύριο σφαγμένοι στη Μικρασία , πάνω απ’ ένα εκατομμύριο νεκροί Έλληνες, μες στα 86 εκατομμύρια θυμάτων στον παγκόσμιο πόλεμο, εκατομμύρια άστεγοι, άνεργοι, λιμοκτονούντες δεν σημαίνουν τίποτε για τους κενό-δοξους της εξουσίας. Το κοπάδι διαθέσιμο για σφαγή. Μας διαχειρίζονται, μας μεταχειρίζονται : εμφύλιος πόλεμος.
−Το παλικάρι ερχόταν κάθε μέρα στην αυλή του καφενείου, πάνω απ’ τον γκρεμό, δίπλα στο αρχαίο τείχος. Καθόταν μόνο, αμίλητο, κοιτάζοντας τη θάλασσα του λιμανιού. Πλάι, σε μεγάλη κάμαρα δούλευαν οι κοπέλες αργαλειούς, γελούσαν και πειράζονταν πως κάποιαν αγαπάει. Εκείνος έστεκε ακίνητος, παρατηρώντας τα καράβια. Σαν μαγνητισμένη τον ζύγωσε η πιο μικρή. Πιάσαν κουβέντα. Χαμογελούσανε. Καλό παιδί, απ’ τη Θεσσαλονίκη: ίσια ματιά ξάστερη και κάπου συνεσταλμένη κοίταζε μελαγχολικά το χώμα.
Στην τρίτη κουβέντα, τους έβγαλαν αρραβωνιασμένους. Αυτός έβγαλε, της έδωσε το δαχτυλίδι του. Χαρά η μικρή…
Την επομένη, τον έπιασαν με βία οι χωροφυλάκοι : κατάσκοπος. Οργανωμένος απ’ την Αντίσταση. Είπαν πως έστελνε με τον ασύρματο μηνύματα στους αντάρτες : ποια καράβια έρχονται, ποια φεύγουν, τι ξεφορτώνουν…
Τον αναζήτησε η μικρή.
Τον ρίξαν σε μπουντρούμι στα νότια της Ακρόπολης :οχτώ χωμάτινα σκαλιά κάτω απ’ τη γη και το κελί χώμα σκαμμένο μούσκεμα, λασπωμένο όλο νερά τρεχούμενα απ’ τα πάνω. Σαπίζανε μες στα υγρά ψυχρά σκοτάδια νηστικά, χτυπημένα, βασανισμένα τα παλικάρια, τα καλύτερα παιδιά : Γιατί έκαναν αντίσταση. Ζωντανοί νεκροί μες στα μαρτύρια. Όμως η ψυχή τους αδούλωτη.
Τους εκτελέσανε κι επίσημα.
Ο Ποιητής:
«Κι όταν ο ένας του άλλου τρώγοντας
τα σπλάχνα
λιγοστέψει ο άνθρωπος » …(Ο.Ελύτης)
……………………
−Είναι ο Νόμος της Ζωής : ν’ αντιστέκεται στις βδελυρές συνθήκες, να ζητάει καθαρότητα κι ελευθερία. Με νύχια και με δόντια αντίσταση στους νέους επιβολείς : είναι οι αγωνιστές αντάρτες σε πόλεις και βουνά. Αυτοί ελευθέρωσαν τα τρία τέταρτα της σκλαβωμένης χώρας.
Κάποια στιγμή οι αντίπαλες δυνάμεις κουνάνε άσπρο μαντήλι : ας τα μιλήσουμε.
Πετάχτε τα όπλα, να υπογράψουμε με ίσους όρους μια συμφωνία. Από τη μια οι φαλαγγίτες – εκτελεστικά όργανα του κράτους με το χέρι των ξένων αφεντικών στο σβέρκο να τους κρατά σε ετοιμότητα επίκυψης στις εντολές τους. Από την άλλη οι σταυραετοί της ελευθερίας θρεμμένοι την πρωτόγενη ρίζα ΕΛΛΑΣ, αποφασισμένοι ν’ ανοίξουν την πύλη «Ειρήνη» κι ας πέσουν στην αιωνιότητα.
−Πετάξτε τα όπλα. Λένε οι πρώτοι – κατ’ εντολήν των Βρετανών πατρόνων τους – στη Συμφωνία της Βάρκιζας. Ο αρχηγός των ανταρτών Άρης Βελουχιώτης δεν επέτρεψε τη συμφωνία της υποταγής, οι δικοί του τον αποκήρυξαν και αυτοκτόνησε, για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών του.
Απίθωσαν στη γη τα όπλα οι αγωνιστές και τους πήραν φαλάγγι οι άλλοι, τους ρήμαξαν, σκότωσαν, γέμισαν εξορίες, κατάτρεξαν τους συγγενείς τους, φακέλωσαν εφτά γενιές πριν και μετά :σε κλουβιά όσοι θέλουν να είναι ελεύθεροι .
― «Η Ελλάδα έχει ανάγκη από δυο πνεύμονες: την Αγγλία και την Αμερική» -διακήρυξε ο λαοπλάνος και αυτοπλανώμενος στην ανεπάρκειά του πρωθυπουργός.*
― Λαοκρατία – φωνάζουν οι πολλοί – Λαοκρατία !… Σηκώνει ο εξουσιαστής τα χέρια και απειλητικά ενοχλημένος τ’ ανεβοκατεβάζει επιτακτικά πάνω απ’ τα κεφάλια του συγκεντρωμένου ταλαίπωρου πλήθους.
―Σκασμός . Σκασμός… Λαοκρατία αλλά ησυχία .
Μέσα στην ένοχη επιβλημένη « ησυχία » που ακολούθησε νομότυπα έπνιγαν όλα τ’ ανομήματά τους ντόπιοι και ξένοι διαχειριστές της κοινής ζωής, επιβάλλοντας στο λαό ιδέες και πράξεις.
−Έτσι είπαμε να στήνεται η Ιστορία; μονάχα με δόλο ; **
Ένας αντάρτης αφηγείται :***
―Έχω κοιμηθεί στο δάσος με χιόνια, οι Γερμανοί ολόγυρα – εδώ δεν πάταγαν. Ήξερα να διαλέγω το κατάλληλο δέντρο, να’ χει κλαδιά ως χαμηλά στο χώμα : Χώνομαι κάτω, καθαρίζω τα φύλλα, σκάβω κι ανάβω φωτιά χαμηλή…
Όμοια κι οι συναγωνιστές. Έτσι δεν παγώσαμε στα χιόνια, νηστικοί… Εγώ μοιράστηκα το κρέας με τον λύκο. Μόνος στην ερημιά, χιόνια παντού και πάγοι. Τον είδα που έτρωγε. Είχε μείνει το μισό ζώο της λείας του. Τράβηξα ένα μπούτι, του άφησα τα εντόσθια και τ’ άλλο ∙ την ανάγκη μου δέχτηκε τ’ άγριο ζώο τ’ ανήμερο ∙ τύλιξα το κρέας, το ’βαλα στο σακίδιο. Έκοβα λίγο-λίγο κι έτρωγα ωμό.
Ήταν καιρός που ήπιαμε το αίμα του ζώου, να πάρουμε δύναμη στη μαύρη πείνα, να παλέψουμε να ελευθερωθούμε.
Τι γίνεται ο άνθρωπος στον πόλεμο;…θηρίο – έτσι κι αλλιώς. 3,5 δισεκατομμύρια νεκροί πολέμων στα πρόσφατα 5.000 χρόνια της ανθρωπότητας. 86 εκατομμύρια νεκροί στην Ευρώπη και ανά τον κόσμο από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Περί το 1.160.000 οι καταμετρημένοι νεκροί Έλληνες στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Αθήνα πέθαναν πάνω από 350 χιλιάδες άνθρωποι από λιμό στη Γερμανική Κατοχή. Το ανάλογο συνέβη και σε άλλες πόλεις…
…………………………………………………………………………………………………….
(Σημειώσεις: *Ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου,
**Δ. Βασιλειάδης « Οδοιπορία στον Ελλαδικό χώρο »,
***Αφήγηση του σκηνοθέτη-φιλολόγου Αλέξη Δαμιανού)
…………………………………………………………………………………………………
Ο Σωκράτης στην «Πολιτεία» (462) του Πλάτωνος ερωτά: «΄Εχομεν ουν τι μείζον κακόν πόλει ή εκείνο ό αν αυτήν διασπά και ποιή πολλάς αντί μιάς; Ή μείζον αγαθόν τού ό αν συνδή τε και ποιή μίαν;»
Και ο συνομιλητής του , ο Γλαύκων,απαντά(εξ ονόματος όλων μας):«Ουκ έχομεν»
−Στο μυθιστόρημα του Χέρμαν Μπροχ «οι Αθώοι» παρουσιάζονται γερμανικές καταστάσεις και γερμανικοί χαρακτήρες της προχιτλερικής περιόδου. Κανένας απ’ αυτούς δεν « ευθύνεται» άμεσα για την χιτλερική καταστροφή. Ωστόσο είναι αυτή ακριβώς η πνευματική και ψυχική στάση εκείνη, από την οποία – όπως έγινε άλλωστε και στην πραγματικότητα – ο Ναζισμός άντλησε τις σημαντικότερες γι’ αυτόν δυνάμεις. Η πολιτική αδιαφορία δηλαδή αποτελεί ηθική αδιαφορία και συγγενεύει σε τελευταία ανάλυση με την ηθικά ανώμαλη προσωπικότητα. Μ’ έναν λόγο οι πολιτικά ανεύθυνοι και πολιτικά αθώοι βρίσκονται χωμένοι κι όλας με την προσωπικότητα τους αυτή βαθιά μέσα στην ηθική ενοχή και υπαιτιότητα. Γιατί αυτού του είδους η ένοχη αθωότητα εξικνείται αφ’ ενός έως πάνω στις μαγικές και τις μεταφυσικές σφαίρες των αντιλήψεων, αφ’ ετέρου δε έως κάτω στα πιο σκοτεινά ένστικτα. Αυτή η «αθωότητα» δεν είναι πουθενά τόσο εμφανής όσο στην περίπτωση του μικροαστού· ακόμα κι ως εγκληματίας δρα ωθούμενος σταθερά από τα πιο ευγενή κίνητρα. Το μικρό αστικό πνεύμα, μία μετεμψύχωση του οποίου υπήρξε ο Χίτλερ, (…) αποκαλύπτεται συχνά πυκνά ως το πνεύμα του σεμνότυφου αρπαχτικού ζώου που αποδέχεται χωρίς δισταγμούς οποιαδήποτε θηριωδία, επομένως ακόμα και τις φρικαλεότητες των στρατοπέδων συγκέντρωσης και των θαλάμων αερίων, ενώ αντίθετα αισθάνεται προσωπικά θιγμένο και βαθιά προσβεβλημένο σ’ οποιαδήποτε αναφορά γενετήσιων πραγματικοτήτων (…) Προς εξήγηση του κακού αυτού φαινομένου θα μπορούσε κάποιος ν’ αναφέρει περισσότερους λόγους, όπως λ.χ. την αποδυνάμωση της δυτικής παράδοσης των αξιών καθώς και την παρεπόμενη ψυχική ανασφάλεια και αστάθεια, από την οποία ασφαλώς θίγονται περισσότερο απ’ όλα τα άλλα τα χωρίς σταθερή παράδοση ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα των μικροαστών. Εάν η εξήγηση αυτή είναι σωστή, τότε φαίνεται σχεδόν φυσικό το ότι ήταν προορισμένα ακριβώς αυτά τα ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα να ανέλθουν στην εξουσία, αφού, εξαιτίας της ήττας του 1918, η αποσύνθεση των αξιών εδώ είχε προχωρήσει πιο πολύ απ’ οπουδήποτε αλλού, και θα μπορούσε μάλιστα να κάνει λόγο κανείς για ένα πλήρες κενό αξιών, κι αφού σε μια τέτοια περίπτωση δεν ακούει κανένας κανέναν, η επικοινωνία από άνθρωπο σε άνθρωπο έπρεπε να συρρικνωθεί στην πιο ωμή, την πιο ανάλγητη και την πιο αφηρημένη βία. Τι φρικτή περίοδος είναι αυτή, στην κορυφή της οποίας πορεύεται ο μικροαστός ! Και που κατά τα φαινόμενα συνεχίζει να πορεύεται.
Ό,τι απομένει, αυτό είναι ακριβώς κάποιες αποχρώσεις ηθικής μονάχα, κάτι πάντα λίγο καλό και λίγο κακό ταυτόχρονα …
Μήπως λοιπόν αυτό ήταν κιόλας το νέο είδος της μνήμης μέσα στο πολύδιάστατο; (…) Και ξαφνικά ήξερε, ξαφνικά το ξέρει : σ’ όποιον διαλύονται οι διαστάσεις του Είναι, σ’ αυτόν αφαιρείται και η δυνατότητα να ξαναπέσει στο κρεβάτι με μια γυναίκα. Μήπως αυτό είναι η μέλλουσα κατάσταση της ανθρωπότητας; Δηλαδή το τέλος της ; Ο θάνατός της μέσω της γνώσεως; Μήπως με τον τρόπο αυτό θεμελιώνεται η διχασμένη στάση του ανθρώπου, βέβαια, μόνο του δυτικού ανθρώπου και ιδιαίτερα του Γερμανού, εν όψει της γνώσης που αποτελεί γι αυτόν κέρδος ζωής και συνάμα κέρδος θανάτου, δέλεαρ και φόβο; Μήπως με τον τρόπο αυτό θεμελιώνεται η κακότητα της Δύσης;
Ω επαναστατική δικαιοσύνη! Από την επανάσταση γεννιέται η δαιμονική επανάσταση – απομίμηση του μικροαστού, θρασύδειλη και χειρότερη παρ’ όλα αυτά, αφού η έλλειψη ιδεολογίας την κάνει ωμή δύναμη ∙ δεν πρόκειται τότε πλέον για στράτευση οπαδών ή για αναγκαστικό προσηλυτισμό, αλλά για το αίσχος που εμφωλεύει μέσα σ’ όλες τις πεποιθήσεις, για το τεχνητά αρτιότατο εργαλείο του τρόμου αυτό καθαυτό, για το στρατόπεδο συγκέντρωσης και για το θάλαμο βασανιστηρίων – εργαστήριο, ώστε με την αναχθείσα τώρα σε υπέρτατο νόμο παρανομία, με την αναχθείσα σε αλήθεια ψευτιά των φαντασμάτων, να επιτευχθεί ένα σχεδόν αφηρημένο σκλάβωμα των πάντων, ανοίκειο σε κάθε τι το ανθρώπινο.
Αλίμονο για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ανά την
υφήλιο
πολλαπλασιάζονται, όπως κι αν λέγονται ∙
επαναστατικά ή αντιεπαναστατικά,
φασιστικά ή αντιφασιστικά,
είναι η μορφή της εξουσίας των μικροαστών,
που θέλουν να σκλαβώνουν και να σκλαβώνονται.
Αλίμονο στην τύφλωση!
Γιατί τα πράγματα έγιναν μέτρο των ανθρώπων .
−Τα πράγματα που έγιναν μέτρο του ανθρώπου είναι τα πολύτιμα ορυκτά της γης, τα πετρέλαια και οι ενεργειακές πηγές, που έγιναν στόχος υπερπλουτισμού για τους λίγους παράφρονες, που κίνησαν να κατακτήσουν λαούς και χώρες. −Το χρυσάφι του Παγγαίου, του Πηλίου, της Ηλείας, της Λέρου, το ουράνιο της Μακεδονίας – Θράκης, τα πετρέλαια σε όλον τον ελλαδικό στεριανό και θαλάσσιο χώρο, το όσμιο των βραχονησίδων Ανατολικού Αιγαίου, το μεθάνιο της νότιας Κρήτης, τα πλούσια ορυκτά κοιτάσματα σε όλη την Ελλάδα αλλά, προπάντων, τα ισχυρά ενεργειακά ρεύματα (στους Πεταλιούς / Ν. Μάκρη κ.α.) που γεφυρώνουν τόπους σε όλον τον πλανήτη, καθώς και οι μεγάλες αλήθειες των φιλοσόφων και τα ιερά όπλα των Ελλήνων, βρέθηκαν, μαζί με τη σημαντική γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας, για άλλη μια φορά στο στόχαστρο των αρπακτικών, που άλλοτε με στρατό κι άλλοτε με πολυεθνικές κερδοσκοπικές εταιρίες λυμαίνονται τους θησαυρούς του λαού μας, όπως και κάθε αξιόλογου τόπου της Γης.
−Μεταξύ των πολλών άλλων θυμάτων, ο αγγλικός ιμπεριαλισμός συνέλαβε δίχως αφορμή και εκτέλεσε, δίχως δίκη, τον διανοούμενο γεωλόγο μηχανικό, Νίκο Μπελογιάννη, τον ευγενικό «άνθρωπο με το κόκκινο γαρίφαλο» . Ο Νίκος Μπελογιάννης είχε εκπονήσει επιστημονική έρευνα χαρτογράφησης των πετρελαϊκών κοιτασμάτων στην Ελλάδα, για την ελεύθερη οικονομική ανάπτυξη και πρόοδο των Ελλήνων.
Ο Ποιητής
Στην κακή μοιρασιά πάντα ο Θεός ζημιώνεται.
―Θόδωρος Αγγελόπουλος :«Μια μηχανή να καταγράψει την Μνήμη με το ματωμένο συναίσθημα και ν’ ανοίξει τον προβολέα της Ιστορίας με κριτικό δημιουργικό «παλιό καινούργιο βλέμμα», διδάσκοντας το φως …»
Εγείρεται ο σκηνοθέτης της ευθύνης, ανοίγοντας την αυλαία στην τελευταία πράξη ετούτων των δρωμένων : η απελευθερωμένη Ελλάδα υποταγμένη στον άγγλο- αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Αθήνα : η σκηνή δείχνει το γάμο μιας ελληνίδας κοπέλας της ξεπεσμένης αστικής τάξης μ’ έναν αξιωματούχο του ιμπεριαλιστικού στρατού, που, υπό την πρόφαση της απελευθερωτικής συνεργασίας κατά του ναζισμού, εξόντωσε, κατόπιν, τους Έλληνες αγωνιστές της εθνικής ανεξαρτησίας κι ελευθερίας, αιματοκυλώντας τον ελληνικό λαό σε εμφύλιο πόλεμο.
Η εκπόρνευση ή – στην πιο ελαφρή της έκδοση – το αισθηματικό ειδύλλιο της καταρρακωμένης, από μακρόχρονη δικτατορία και πολέμους, Ελλάδας με τον επίδοξο στρατοκράτη – διπλωμάτη ιμπεριαλισμό, νομιμοποιείται με την επισφράγιση της Συνθήκης υποταγής, με τα επιβεβλημένα ανδρείκελα όργανα των Αγγλο- Αμερικάνων στη διακυβέρνηση και πλήρη διαχείριση κι εκμετάλλευση της χώρας και των ανθρώπων της.
Στην σκηνή του «γάμου» : Οι ξένοι στρατιώτες- τοποτηρητές κι οι βολεψίες χειροκροτητές επευφημούν το νέο ζεύγος και συγκαθίζουν όλοι στο μεγάλο, στρωμένο με πλούσια εδέσματα – από το μόχθο και υστέρημα του ελληνικού λαού-τραπέζι για ένα γερό φαγοπότι- γλεντοκόπι long play. Το νιόπαντρο ζευγάρι χορεύει έξαλλα στην άμμο, στο ρυθμό του «αμερικάνικου ονείρου», που τόσο εύκολα και άκριτα αποδέχτηκαν οι αφελείς.
Η νύφη γέρνει κι επαφίεται εμπιστεμένη πάνω στο πλευρό του ισχυρού συζύγου της, θέλοντας να βλέπει με μισόκλειστα μάτια ένα μέλλον ασφαλές, με το τραπέζι πάντα στρωμένο, σύμφωνα με το εθιμικό πρωτόκολλο της κοσμοκρατορικής διπλωματίας, με τους πολέμους και τις επιδέξιες απάτες κι αρπαγές, – πλην, όμως, πάντα, το τραπέζι φορτωμένο για όσους συνυπέγραψαν σ’ αυτήν την υποταγμένη Συνθήκη.
Η νύφη πάει στην άλλη άκρη του τραπεζιού και από κει φέρνει και συστήνει στον επίσημο σύζυγό της τον έφηβο γιό της από το παρελθόν. Αυτός, βαθιά προσβεβλημένος, αρνείται να δώσει χειραψία στον επιβολέα- πάτρωνα.
Κι ως πάνε να τσουγκρίσουν τα ποτήρια στο γαμήλιο τραπέζι οι βολεψίες παράδοξοι συνδαιτυμόνες και κάποιοι σιωπηλοί υπομένοντας την ύβριν, σηκώνεται, απότομα ορθός ο έφηβος τραβώντας δυνατά απ’ την άκρη το άσπρο τραπεζομάντηλο, σούρνοντας χάμω στην άμμο κι ανατρέποντας το ανίερο φαγοπότι της νομιμοποιημένης υποτέλειας, καθώς αυτός προχωρεί σταθερά προς το φως του ήλιου που βασιλεύει.*
Η εκπόρνευση – συνεργασία με τον κατακτητή και ως «νομιμοποιημένη» σύμβαση υποδούλωσης, υποθήκευσης του μέλλοντος της Ελλάδος στο ιμπεριαλιστικό Κέντρο θα βρίσκει πάντα απέναντί της την εμπροσθοφυλακή της ζωής, τους εφήβους, αγωνιζόμενους για καθαρότητα, ανεξαρτησία, ελευθερία, δημιουργικότητα, με διαδηλώσεις, εξεγέρσεις, φοιτητικά κινήματα και υψηλά οράματα.
Αυτό που μένει φωτεινό στο πλάνο της Ιστορίας θα είναι πάντα η καθαρή ματιά των οριζόντων στον έφηβο, που με μια κίνησή του ανατρέπει το ανήθικο κατεστημένο, απαξιώνοντάς το σε συντρίμματα, ενώ ο ίδιος προχωρεί, να παραλάβει τη σκυτάλη της ευθύνης, πάντα μπροστά και προς το φως.
……………………………………………………………………..
Σημείωση : Η σκηνή από την ταινία « Ο Θίασος » του Θόδωρου Αγγελόπουλου.)
* * *
Είναι καιρός που ορίζω τα ολοκαίνουργια βήματά μου κι έρχομαι και καθίζω μπρος στο κατώφλι, αγναντεύοντας τον κόσμο : ολόγυρα οι μεγάλοι πάνε ,έρχονται, διαπλέκονται κινούμενοι σε σκοπούς και ανάπαυλες. Με αγγίζουν στιγμές τα ρούχα τους, ο αέρας της κίνησής τους μου ανεμίζει κατσαρά μαλλάκια. Κρατώ τα γόνατά μου αγκαλιασμένα, κοιτάζω τον χορό των βημάτων τους, των σωμάτων την ενέργεια. Όλα εισχωρούν μέσα μου και με κάνουν όλα. Θαύματα φωτός, παιχνιδίσματα, συνθέσεις κόσμων, με το μπουμπούκι να σκάζει σιγανά, ν’ ανοίγεται στην άκρη – άκρη μιας υποψίας σκοταδιού μνήμης εξαχνισμένης στο σώμα του παντός σοφίας αποθησαυρισμένης να κινεί την ζωή.
Έρχονται οι γυναίκες ανάλαφρες. Στα μάγουλά μου, στα μαλλιά στιγμές αγγίζει ο ποδόγυρος των φουστανιών τους. Ένας κυματισμός ζεστών αρωμάτων οι γυναίκες φουριόζες με νάζι και έγνοια, ανοιχτές αγκάλες στην πρόκληση.
Η μεγάλη γιαγιά, κορίτσι ομορφοκαμωμένο στη Βασιλεύουσα Πόλη των πόλεων το σκάει τις νύχτες ξυπόλυτη στους κήπους με τις φράουλες. Φράγκοι κι Οθωμανοί άρπαγες λιγόστεψαν τον ύπνο των αγγέλων. Κι όλα γίνηκαν καρτερία. Έσβησε η αρρώστια το πρώτο της μωρό. Κλάμα, να χάσει τα μάτια της. Της έβαλαν στην αγκαλιά ένα κοριτσάκι ορφανό να τ’ αναστήσει. Φεύγοντας την υπογραμμένη ανομία του κατακτητή, το παίρνει κι έρχονται στην απελευθερωμένη πρωτεύουσα, την ένδοξη πανάρχαιη Αθήνα, ν’ ανοίξουνε ζωή. Γυρεύει δουλειά.
−Σας παρακαλώ, κύριέ μου, τι ώρα έχετε;
−Μαζί τ’ αγοράσαμε το ρολόι; Θηρία ντυμένα ολόγυρα… Κεντάει τις μπιμπίλες απ’ την Πόλη, λουλούδια και πουλιά. Γεννάει δυο αγοράκια αστεφάνωτη. Τα βάζει παρανύμφους στο γάμο της. Στα ωραία πριγκιπομαθημένη παραγγέλνει σιντριβάνι στην αυλή με γλάστρες και χρυσόψαρα κι ολόγυρα κληματαριά ,αγιόκλημα και τζιτζιφιές. Έχει λατέρνα στην κάμαρά της κι όταν ανοίγει αμανέ, πλαντάζουν δέκα γειτονιές, μπρούσκο κρασί σε κρύσταλλο ποτήρι, σπάει και αχτινίζεται πάθος κι ανάταση.
Η μικρή γιαγιά της Ανατολής, κοπέλα της παντρειάς ελαφοκίνητη λύνει ως τα πόδια χρυσά κυματιστά μαλλιά, σεργιανίζει το γέλιο της στ’ ανθισμένα λειβάδια ν’ αντηχεί και να θησαυρίζεται στα γεμάτα αρχαία νομίσματα χρυσά πιθάρια του πατρικού σπιτιού στις εξοχές του Ευξείνιου Νότου, με το χρυσόμαλλο δέρας. Σε μια επιστροφή της από τον περίπατο με τις καλές της φιλενάδες, αντίκρισαν σφαγμένο όλο το χωριό από τούρκους εξουσιαστές . Βογκούσε το αίμα. Τα δάχτυλά της στο πρόσωπο σταμάτησαν το βλέμμα : μια στιγμή αχνοσαλεύουν συγχρονικά όλοι που έζησαν εκεί κι αμέσως : τίποτα :Είναι και μη είναι. Τρέχει αλλοπαρμένη. Χάνεται στα βουνά. Τα φύλλα έχει τροφή της. Με τους αντάρτες λευτερώνεται σε αγώνες. Τους πιάνουν. Τη θέλει ο τούρκος διοικητής γυναίκα του. Το σκάει. Πέντε σφαίρες στο κορμί μες στη νύχτα. Έρχεται κλεισμένη σε κιβώτιο μ’ ένα καράβι στον Πειραιά∙ Γεννάει δυο κορίτσια, δυο αγόρια. Τραγουδάει ψιλή μακρόσυρτη φωνή τον πόνο της αγάπης, της αδικίας το παράπονο, χαϊδεύοντας τα θαλερά βασιλικά της.
Η νονά είναι ψυχοκόρη της μεγάλης γιαγιάς, ψηλή, εκφραστική, αρχοντικά λεπτοκαμωμένη, μαρτυρική ψυχή της ρημαγμένης Βασιλεύουσας, αγγελική προστάτης των μικρών της αδελφών. Ράβει, κεντάει, δουλεύει να ζήσουνε. Στη μαύρη κατοχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, γλιτώνει απ’ το χαμό της πείνας τους ανθρώπους της.
−Την πήγε η «Κουρελού» στο ιταλικό καράβι, για να μην πεθάνουν της πείνας τα μικρά αδέλφια της.
Τις ταπεινώναν άσχημα τις κοπέλες οι στρατιώτες… Επέστρεφε με μισό σακούλι αλεύρι και μια πληγή στα σπλάχνα. Στην ειρήνη γεννάει ένα αγοράκι. Τα καλοκαίρια εξοχή στα ριζά της Πάρνηθας και στης Πεντέλης την καρδιά μυρτιά και ρετσινόπευκο. Λέει παραμύθια στα παιδιά, στρώνει τραπέζια απλόχερα, ποτίζει τ’ αγιοκλήματα. Έρχεται με ίσια περπατησιά, γελάνε καλοσύνη τα μάτια της, ανοίγει τα χέρια, να με σηκώσει στην αγκαλιά της, που τρέχω να υψωθώ στην θωπεία της ψυχής της.
Η θεία, πρώτη κόρη της μικρής γιαγιάς, είναι πολύ όμορφη και μικροπαντρεύεται. Γεννάει μες στον πόλεμο παιδιά με φόβο, που την κατρακυλάει μικρομάνα στα καταφύγια, να τινάζεται σε κάθε βομβαρδισμό με το μωρό αρπαγμένο πάνω στο στήθος της. Στην ειρήνη φυτεύει γαριφαλιές. Αεικίνητη παλεύει το νερό, τη φωτιά, τα χώματα, τη φτώχεια. Χήρεψε νέα. Δουλεύει απ’ τα χαράματα ως το λιγόωρο ύπνο της, ν’ αναστήσει τα τέσσερα ορφανά της. Κάτι σου βάζει στο χέρι, ένα κέρασμα να σου γλυκάνει το παρόν κι όταν καθίζει, πάντα πλέκει δαντέλες, πλέκει ιστορίες το παρελθόν, πλέκει τα όνειρα του ευτυχισμένου μέλλοντος, που είναι δικό μας.
Η μάνα μου, κοριτσάκι ροδομάγουλο με χρυσά μπουκλάκια μες στους επαίνους των γειτόνων περιδιαβαίνει τα σοκάκια, να γνωρίσει τον κόσμο. Δυο φορές την έκλεψαν δυο άγνωστοι μαυροντυμένοι, να την πουλήσουν σε πλούσιο σπίτι. Γλιτώνει από θαύμα. Η αθωότητα της ομορφιάς εκτεθειμένη στο μαύρο στίγμα του καιρού. Ο πόλεμος, η πείνα, ο θάνατος, οι παλιανθρωπιές, η αντίσταση, η μεγαλοψυχία των απλών ανθρώπων σμιλεύουν τις ευαισθησίες ως τον πυρήνα της. Η ζωή της κρατιέται από μια καλή σύμπτωση και μόνο, μέσα σ’ ένα χώρο ναρκοθετημένο στον αιώνα από τις μαύρες πολιτικές των αρπαχτικών. Τα παλικάρια ξενυχτάνε καντάδες στην πόρτα της. Διαλέγει τον δύσκολο δρόμο της αρετής της. Υφαίνει. Έφηβη με τα χέρια της πλάθει τη λάσπη πλίνθους, πλάι στο ταίρι της, να χτίσουν το δικό τους σπίτι. Φυτεύει ροζ τριανταφυλλιές. Κλαίει τα πάθη του Ιησού, που τον νιώθει διαρκώς πάσχοντα από την αμαρτία των αφρόνων, προσεύχεται την ειρήνη του κόσμου, τον καινούργιο άνθρωπο, στοχάζεται ερωτεμένη την υπέρτατη Αγάπη, γεννάει εμένα.
Μόλις ξημέρωνε στην καρδιά του χειμώνα. Έξω ψιλή βροχή, χιονόνερο. Η μεγάλη γιαγιά πισωγύρισε ακούγοντας : «Κορίτσι». Φεύγει. Ήθελε αγόρι, να βγάλει τ’ όνομα του χαμένου στον πόλεμο γιού της…
Ανοίγω τα χέρια στη ζωή. Πλάι μου ένα πανέμορφο νιογέννητο αγοράκι μιας πόρνης του λιμανιού.
Γεννήθηκα γιατί ήθελα να γεννηθώ.
Σημείωση : Η γυναίκα που κάτι ρωτάει στο διάδρομο του Μαιευτηρίου κι αμέσως φεύγει απογοητευμένη μες στο ψιλόβροχο , σκουπίζοντας με τ’ άσπρο της μαντήλι τα βουρκωμένα της μάτια, είναι του πατρός μου η μάνα. Αρνήθηκε να με δει, γιατί γεννήθηκα κορίτσι. Ήθελε αγόρι, να συνεχίσει τ’ όνομα του δεκαεξάχρονου γιού της, που εξαφανίστηκε με την οπισθοχώρηση των κατακτητών. Δεν πρόλαβα ν’ αλλάξω θέση με το διπλανό αγοράκι, για ν’ αποκαταστήσω τη δικαιοσύνη της.
Έξω από το παράθυρο του νοτιά,
ένας ξανθός έφηβος μου χαμογελάει, ανεμίζοντας ένα μεγάλο στάχυ πλάι στο λεπτό, ωραίο του πρόσωπο. Χαμογελά σιωπηλός κι ολοένα ανεβαίνει, ολοένα μακρύνεται στα ύψη…
Τώρα το παράθυρο είναι πάλι γεμάτο ουρανό…
* * *
Τα πρώτα μου καλοκαίρια κάθομαι μ’ άσπρο ρούχο πάνω στο χώμα, γυμνά μέλη. Η ζέστα της γης ανεβαίνει σαν άρωμα λουλουδιού ως και την άκρη των μαλλιών, αχνίζεται στον αέρα, στην ανάσα της γης τραβιέται και ξαναμπαίνει συνέχεια μέσα μου, κρατώντας μας μ’ έναν ήσυχο άγιο κύκλο ενωμένους.
Σπρώχνω με τις παλάμες το χώμα, φτιάχνω βουνά όλο δέντρα, σπίτια περιγραμμένα, χαράζω ποτάμια, ορίζω πολιτείες, δρόμους… ώσπου, κάποια στιγμή, βρίσκω μέσα στα χώματα ένα περιδέραιο. Το σηκώνω με το χέρι στο φως, κοιτάζω : ένα πουλί με ανοιγμένα φτερά στη μέση να κρέμεται. Είναι δώρο της μάνας γης, δώρο απ’ τον πριν κόσμο για τη γέννησή μου, ευχή, στόλισμα, κρίκος ενωτικός με τα στοιχεία της φύσης και τον άνθρωπο.
Το φοράω πάνω απ’ το κεφάλι ολόγυρα στο λαιμό.Συνεχίζω με προσήλωση να φτιάχνω με χώμα σκονισμένα τα όνειρα που ζωντανεύουν και με ανταμείβουνε πληρότητα από το πριν ν’ αρχίσω ξεχειλισμένη…
Ξάφνου μ’ αρπάει η μάνα κι ίσια για τη λεκάνη με το νερό.
−Τι ’ναι αυτό που φοράς; Ποιος στο έβαλε;
−Το βρήκα.
−Πού;
−Στη γη…
Το πιάνει, το κοιτάει :
−Ένα χρυσό περιστέρι. Είναι τυχερό σου…
Απρόσμενα, στα ξαφνικά μες στις σιωπές της η γη μου φανερώνει στον καιρό και άλλα δώρα : σταμνάκια ζωγραφισμένα, νομίσματα αρχαία.
Ένα απόγευμα, καθώς σκούπιζα την αυλή απ’ τα πεσμένα φύλλα, σε μια φιλότιμη άσκηση επίδειξης αυτοδυναμίας, σηκώνεται το χώμα σκόνη. Κι ως κάνω να τα μαζέψω, βλέπω ένα ασπριδερό μετάλλινο τετράγωνο σταυρό :
Marios – λένε – γράφει στη μέση σκαλισμένο κι από κάτω 1945. Μου περνάει ένα ζεστό κύμα στο αίμα, μια ντροπαλή ζέστα στα μάγουλα, όπως όταν κοιτάνε επίμονα τ’ αγόρια στα μάτια μου.
Ποιος να ήταν αυτός ; Μάριος ∙ σίγουρα παλικάρι, για να φοράει τέτοιο σταυρό … και του έπεσε – λένε – τον καιρό του πολέμου. Το – ρ – λατινικό, άρα ιταλός, ίσως … Να ζει άραγε ; Τι μήνυμα μου στέλνει με τούτο το αγαπημένο φυλαχτάρι που δεν μπόρεσε να κρατήσει; Γιατί δεν μπόρεσε; Τι έριξε τούτο το σταυρό στο χώμα; ο έρωτας ή ο θάνατος;
Κι αν είναι ζωντανός κι έρθει προσκυνητής, να του τον δώσω, να δακρύσει τη σύμπτωση που μας αντάμωσε.
* * *
Κοίτα :
Πάνω στον παλαιϊκό μπουφέ της σάλας ,μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη, στην αριστερή πλευρά πλάι στο παράθυρο με την απλωμένη διάφανη κουρτίνα, δυο γυάλινες μικρές μπάλες με ασημόσκονη αιωρούμενη σε τοπία παραμυθιών κι ανάμεσά τους ένα ντέφι με κορδέλες χυμένες στη βάση του στο άπλωμα της δαντέλας με τ’ ανθάκια της μπιμπίλας απ’ την Πόλη, κεντίδι της γιαγιάς, και τα ζύγια του μισάνοιχτα, σαν όστρακα με μαργαριτάρια, κλείνουν τους λάγνους ήχους της Ανατολής, τ’ αναστενάγματα και τα τραγούδια της χαμένης Πατρίδας, τα γλυκοφτερουγίσματα της καρδιάς στο σκίρτημα της νέας ελπίδας, της ζωής που κλωτσάει να βγει στο φως με τ’ όποιο πονεμένο τίμημα.
Κοιτάζω μέσα στο μεγάλο καθρέφτη :
Μπροστά πάνω στο ξύλινο πάτωμα ένα ζευγάρι ποδαράκια στις μύτες όρθια στ’ ακροδάχτυλα πατώντας χορεύουν κύκλους στις αρμονίες τη χαρά της ζωής, της ύπαρξης, της συνύπαρξης, του κόσμου, που πλημμυρίζουν το λεπτό κατσαρομάλλικο κοριτσάκι και περιστρέφεται στον εαυτό του λεύτερο γοητευμένο στην ανάπτυξη της κίνησης.
Το χέρι που απλώνεται μπροστά κι η κοπελιά που καμαρώνει πλάι καθισμένη αστράφτουν αγάπη. Πιάνει τον δείχτη του υψωμένου χεριού της μικρής, όρθιου πάνω απ’ το κεφάλι της, κι από εκεί σταθερά το κοριτσάκι αρχίζει να περιστρέφεται, να στροβιλίζεται στη μύτη του δεξιού ποδιού, δοσμένη στην έκσταση της αυτοκίνησης, που είναι κύκλος κι ευθεία συνάμα και τρυπάει, ανοίγει τα σύμπαντα…
Ακτινοβολούν ευτυχία που πηγαινοέρχεται αδιάλειπτα μέσα απ’ τα ενωμένα χέρια τους, τις εξαϋλώνει, τις κάνει φως, αγάπη.
Η φωνή της ώριμης γυναίκας απ’ το άνοιγμα της πόρτας τις συγκεντρώνει πίσω ξανά στις αισθήσεις.
−Το παιδί πρέπει να πάει στο μπαλέτο, είναι γεννημένη για το χορό, έχει χάρισμα. Η φωνή που έρχεται απ’ το βάθος του πλαϊνού δωματίου είναι αμείλικτα κοφτή, αυστηρή και συμβιβασμένη :
−Για να της βάζουν χέρι; όχι. Θα πάει να σπουδάσει, να έχει μια δουλειά σίγουρη.
Τώρα η κίνηση περιστροφής επιβραδύνεται. Η φωνή εκείνη με μακρύνει από το απαστράπτον λευκό φως, με τραβάει αντίστροφα μες από κύκλους, κύκλους, χρωμάτων μουσικής γλιστρώντας σαν μέσα σε σήραγγα,… θολώνουν οι κύκλοι, συστέλλονται, ρουφιούνται προς τα πίσω, αφομοιώνονται στην ύλη των σωμάτων γύρω μου, στα έπιπλα, στους ανθρώπους, στις μορφές των αντικειμένων.
Είμαι πάλι πίσω, στην ολιγοδιάστατη επιφάνειά τους, παγιδευμένη σ’ ένα παραλληλόγραμμο χωροθετημένο περιορισμένο διάστημα, σαν τα ψαράκια στη γυάλα τ’ αρπαγμένα από τον μεγάλο ωκεανό. Πάλλονται μέσα μας όλες οι άπειρες παλιρροϊκές δονήσεις στην κίνηση κάθε πλάσματος, κάθε μορίου ύπαρξης.
Το πόδι ακινητεί τεντωμένο πάνω στη μύτη των δακτύλων. Σ’ ένα σημείο μόνο τώρα, στο μεγάλο δάχτυλο. Κλείνω τα μάτια. Μέσα μου η φωνή της ύπαρξης ανακοινώνει σιγανά σ’ όλα τα κύτταρα :
ένα σημείο είμαι
και το άπειρο η πρόκληση
Τόλμα αυτή την κίνηση.
Κατάπνιξαν την τέχνη μου στ’ όνομα της ανάγκης. Ανάγκη για ένα σοβαρό επάγγελμα, για ένα αξιόλογο πτυχίο, για ένα σίγουρο μισθό. Ανάγκη προσαρμογής στις τρέχουσες αξίες της κοινωνίας που επιτάσσει : « Αυτό ».
Τα πόδια μου πετούσαν … Το κορμί μου έφερνε γρήγορες αιθερικές στροφές. Ήμουνα τ’ ουρανού, των απλωμένων διαστημάτων.
Μου τσάκισαν τα πετάγματα
– Όχι στο Χορό
− Τον μετασχημάτισα σε Ζωγραφική
– Όχι στη Ζωγραφική
− Το έβγαλα Ποίηση
– Η Ποίηση δε φέρνει φαΐ …
Είμαι η φυλακισμένη μου έκφραση
* * *
Ισορροπώντας την πορεία μας επάνω στο αρχαίο τείχος, καταλήγουμε δυτικά στο καρνάγιο με λογής – λογής σκαριά σ’ επισκευή, άλλα στη θάλασσα, κι άλλα έξω τραβηγμένα. Είναι και κάποια σε ναυπήγηση πρωτόφτιαχτα ολοκαίνουργια και άλλα στην αρχή τους ακόμη σκελετωμένα με δυνατά σανίδια, σαν ραχοκοκαλιά ψαριού καμπυλωμένη. Μυρίζει φρεσκάδα της άρμης των κυμάτων ανάμικτη με κατράμι και μίνιο της βαφής και κάπου – κάπου άρωμα από ταμπάκο των μαστόρων και καπεταναίων.
Κι ανάμεσά τους το πιο όμορφο, πιο δυνατό κι ονειρεμένο πλεούμενο του κόσμου. Έχει δυο μεγάλα μάτια ζωγραφισμένα στην πλώρη του και μοιρασμένα πενήντα κουπιά στα πλευρά του. Είναι λευκό και πορφυρό με χρυσαφιές και γαλάζιες γραμμές. Έχει ψηλό κατάρτι με πανιά και όνομα ΑΡΓΩ.
Ο μάστορας που το ναυπηγεί και σφυρηλατεί και συναρμόζει, καθώς πρέπει, τα εξαρτήματά του, είναι ένας δυνατός θαλασσάν-θρωπος, ψηλός, ηλιοψημένος, με ασπρισμένα όλο φως κυματιστά μακριά μαλλιά στους ώμους του και μάτια καθαρά γαλάζια. Ίδια ουρανό και θάλασσα. Μιλά τραγουδιστά και λέει :
« Η Τριτογένεια Αθηνά πρώτη φορά για τον Ιάσονα έφτιαξε
πλοίο από ξύλο βελανιδιάς
κι αυτό το πλοίο πρώτα διαπέρασε τα βάθη
των ποταμών που χύνονται στη θάλασσα
και διέπλευσε θαλασσινές εκτάσεις …
Κι όλοι οι (καλεσμένοι) ήρωες (που θα ήταν πλήρωμά του)
ταυτόχρονα εβάδιζαν από το μέρος της βαθιάς άμμου
προς τα εκεί όπου βρισκόταν πάνω στην άμμο
το θαλασσοπόρο πλοίο.
Βλέποντας τότε αυτό το πλοίο έμεναν έκθαμβοι…
Κι ο Ορφέας με τη φόρμιγγά του τραγουδούσε :
Ω Αργώ, που φτιάχτηκες με πεύκα και βελανιδιές
άκουσε τώρα τη δική μου τη φωνή …
και ακολούθησε τους δρόμους της Παρθενικής θαλάσσης.
( … )
Τότε ο Άργος επήδησε μέσα στο πλοίο και
ακολούθησε από κοντά του ο Τίφυς
κι ετοίμασαν το πλοίο, παρασκευάζοντας
όσα έπρεπε να γίνουν,
το κατάρτι και τα πανιά ∙ έδεσαν
πάλι τα πηδάλια
αναρτώντας τα από την πρύμνη και
έσφιξαν τα λουριά
Έπειτα άπλωσαν τα
κουπιά και από τις δυο πλευρές του πλοίου
και προέτρεπαν τους Μινύες που βιάζονταν να
εισέλθουν στο πλοίο.
Μα πριν, προσευχή έκαναν προς τους θεούς του Ωκεανού
… και τ’ άστρα, τον Ποσειδώνα… τον Νηρέα…
για να πετύχουν ενωμένοι τον σκοπό του ταξιδιού
και να επιστρέψει καθένας στα δώματά του.
Κατόπιν,
πέρασαν όλοι
κατά σειρά μέσα στο κοίλο αμπάρι
του πλοίου και κάτω απ’ τα ζυγά καθίσματα έβαλαν
τα όπλα των και πήραν
τα κουπιά.
Ο Τίφυς τούς παράγγειλε να δέσουν
τη μεγάλη σκευή
κοντά στην μακριά κλίμακα,
ν’ απλώσουν και τα ιστία
και να σηκώσουν τα παλαμάρια
απ’ το λιμάνι.
Και τότε η Ήρα, σύζυγος του Διός, εξαπόλυσε
λιγυρό ούριο άνεμο
για ν’ αποπλεύσουν
κι η Αργώ έσπευδε στο ταξίδι της.
(…)διέσχιζαν το απειρόπληθο θαλασσινό νερό
ενώ φούσκωνε ο αφρός των κυμάτων
κάτω από την καρίνα του πλοίου εδώ κι εκεί.
Την ώρα εκείνη ο ιερός όρθρος
άνοιγε από τα ρεύματα του Ωκεανού
την ανατολή και ακολουθούσε η αυγή
που φέρνει το γλυκό φως στους θνητούς ανθρώπους
και στους αθάνατους θεούς»*…
…………………………………………………………………………………………………………
(Σημειώσεις :* Ορφέως «Αργοναυτικά» (στ. 65…, 237…, 268…, 275…, 278…, 362…)
** Ο Ποιητής Πωλ Ελυάρ
………………………………………………………………………………………………………….
Ρωτήσαμε:
−Πότε θα ταξιδέψει το πλοίο, καπετάνιε;
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
−Ψάχνω τους ήρωες να βρω που θα με συνοδέψουν,
να ’χω και χάρτες τ’ ουρανού, γιατί είν’ ταξίδι μακρινό
ως τ’ αστρικά διαστήματα
το δέρας το χρυσόμαλλο να βρούμε.
Από σιμά πλησιάζει και ο Ποιητής :
−«Εκείνο είναι ένα καράβι … εκείνο ματαιώνει το άπειρο
Εκείνο δεν έχει ποτέ αρκετή θέση»**.
Πιο κει, στην ακροθαλασσιά συναγωνιζόμαστε τίνος το βότσαλο θα φτάσει πιο μακριά και πόσες φορές θ’ αναπηδήσει πάνω απ’ τα κυματάκια. Κάποια στιγμή μετράμε τους κύκλους του νερού που ανοίγονται μεγαλώνοντας.
−Τι είναι τούτο το μυστήριο;
Κάθε τι που πέφτει στο νερό ανοίγει ολόγυρά του κύκλους κι εκείνοι άλλους μεγαλύτερους και ολοένα μεγαλύτερους, αμέτρητους, που φτάνουν ως την άκρη της θάλασσας
−Κι ακόμη πιο μακριά, ως την άκρη της Γης…
Σκύβουμε συνεπαρμένοι να πιάσουμε τους κύκλους. Δεν πιάνονται! Όμως, η ροή περνάει στο χέρι μας, στο σώμα, εισχωρεί στα κύτταρα, ολοένα το βάθος γοητεύοντας επαληθεύει τον παλμό : αυτοκατάφαση : τέλεια πληρότητα : γαλήνη μετατοπισμένων εξάρσεων.
Όταν ξυπνά η συνείδηση του παντός, νιώθεις : το βότσαλο δεν υπήρξε καθεαυτό ποτέ. Σκόνη των άστρων ανεμόεσσα … Είναι πιο αληθινό να πεις : το βότσαλο πέφτοντας στο νερό δείχνει τους κύκλους του. Μιλάς τότε την άχρονη γλώσσα της αλήθειας. Σκέψου γιατί. Κι ακόμη πιο σωστά να πεις: το βότσαλο πέφτοντας στο νερό έγινε οι κύκλοι που ήταν.
Όμως η καθημερινή πρόχειρη σκέψη σου λέει: το βότσαλο έπεσε στο νερό και βρίσκεται στον πυθμένα. Πέφτοντας προκάλεσε διαταραχή στο νερό, που εκδηλώνεται με κύκλους διευρυνόμενους. Τίποτε άλλο.
Μπλουμ!… Ο ξαφνικός ήχος τάραξε τις σκέψεις μας. Αυτή τη φορά το βότσαλο πέταξε ένας μοναχικός περιπατητής και γελώντας ανοιχτόκαρδα πλησίασε στο πλάι μας εξηγώντας :
−Ο ήχος μεταδίδεται με κύκλους διευρυνόμενους.
Η κρούση παράγει ήχο. Η επαφή και τριβή παράγει κρούση.
Ο Έρως κινεί προς επαφή. Να γιατί ο Έρως γεννά τα όντα. Να γιατί ο Λόγος ως Ήχος δημιουργεί τον κόσμο «εν αρχή ην ο Λόγος», όπου η αρχή δε νοείται ως χρόνος ούτε ως εξουσία ― η γρήγορη ταχύτητα, η μεγάλη κινητική ενέργεια παράγει ισχυρότερη τριβή και προκαλεί τα ηχητικά κύματα. Η μεγαλύτερη ταχύτητα είναι εκείνη του φωτός. Άρα φως και ήχος είναι αλληλένδετα. Ο Ήχος του Φωτός είναι πρωτογενής. Όλοι οι άλλοι ήχοι αποτελούν χονδροειδείς εκφράσεις παραγώγων ….
-Μέσα σ’ έναν κόσμο αντι – κειμένων πώς να συλλάβω τον Ήχο του Φωτός; Είπε ο άνθρωπος και το πρόσωπό του έγινε ένα βαθύ δραματικό ερωτηματικό…
Δεν μιλάμε. Μόνο κοιταζόμαστε στα μάτια…
Τον πιάνομε απ’ το χέρι και μαζί μπαίνουμε μέσα στη θάλασσα, να νιώσουμε τον παλμό της ροής της μυστικής πηγής που μας γέννησε. Δονημένος στο ρυθμό αυτής της πάλμωσης, νιώθεις να είσαι τα πάντα και μέσα στα πάντα τίποτε κι από πάντα . Έτσι.
Όσο για τον ήχο : «μπλουμ!» τον λένε οι πολλοί και τα παιδιά βιάζονται να το επαναλάβουν εύκολα, όμως στο φίλτρο της συνείδησής τους κατακάθεται όλο ε-κείνο το πρωτογενές υλικό που εκλύθηκε κι εγέμισε όλους τους ήχους του κόσμου σε μιας στιγμής έκφραση με τη γέννησή μας και μένει καθαυτό μέσα στο είναι μας ανέκφραστο και δονούμενο ες αεί.
−Γι αυτό οι καλοί γονείς μαθαίνουν το παιδί τους να παίζει ρίχνοντας βοτσαλάκια στα νερά : συνειδητά ή ασυνείδητα το διδάσκουν άμεσα τον συντονισμό στο ρεύμα του κόσμου. Η νοερή κίνηση στους κύκλους που ανοίγονται …
−Σ… σ… σ… ς .Σιωπή. Παραδίνομαι στην κυκλική ταχύτητα της Αρχικής
Πηγής. Είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από εκείνην του Φωτός.
Άκου το μυστικό : «δεν έχουν τέρμα οι κύκλοι…
Ανοίγονται…»
Αντίκρυ απ’ το καρνάγιο, κυματοφιλημένα προβάλλουν τ’ ακρογιάλια της «αλιστεφέος Σαλαμίνος»*, με τα πευκοσκέπαστα βουνά.
−Βλέπετε εκεί;
Μας ζυγώνει ένας γέρος- ναυτικός, με σκούρο κασκέτο στ’ άσπρα του μαλλιά και με τσιμπούκι στην άκρη των χειλιών, που αναδίνει μια ζαλιστική μυρωδιά καπνόφυλλων. Και συνεχίζει :
−Όταν, στην κάθοδο των Περσών, οι Αθηναίοι επιβιβάστηκαν στα πλοία για
τα κοντινά νησιά, με σκοπό ν’ αντιμετωπίσουν τους εχθρούς κατά
θάλασσα, «το θέαμα των πολιτών που έμπαιναν στα καράβια και
έφευγαν, σε άλλους προκαλούσε θλίψη και σε άλλους θαυμασμό για την
τόλμη των ανθρώπων αυτών, που έστελναν κατευοδώνοντας τις
οικογένειές τους μακριά, σε άλλο μέρος, ενώ αυτοί άκαμπτοι στις
οιμωγές και τα δάκρυα και τα αγκαλιάσματα των γονιών τους,
τραβούσαν αντίκρυ προς το νησί.
Όμως και οι πολίτες που εξαιτίας των γηρατειών τους απόμεναν στην
πόλη προκαλούσαν λύπη μεγάλη.
Ακόμη μια γλυκιά συμπάθεια που ράγιζε την καρδιά ένιωθε κανείς για τα
ήμερα σπιτικά ζώα, που με φωνές και με λαχτάρα έτρεχαν
ακολουθώντας τα αφεντικά τους που έμπαιναν στα πλοία. Ανάμεσα σ’
αυτά αναφέρεται στις διηγήσεις και ο σκύλος που είχε ο Ξάνθιππος, ο
πατέρας του Περικλή, που μη βαστώντας να χωριστεί απ’ αυτόν πήδησε
μέσα στη θάλασσα και κολυμπώντας πλάι στο πλοίο βγήκε έξω στη
Σαλαμίνα και μ’ εξαντλημένες τις δυνάμεις του ξεψύχησε αμέσως ∙
τάφος δικός του λένε πως είναι εκείνο που δείχνεται ως σήμερα και
ονομάζεται «Κυνός σήμα».
Αυτά μας διηγείται ο Πλούταρχος
Θαυμάζω αυτήν την συνέπεια στην αγάπη. Ως φάνηκε, ο σκύλος αγαπούσε περισσότερο τον άνθρωπο, παρά ο άνθρωπος τον σκύλο.Θαυμάζω τον σκύλο του Ξανθίππου, που τον ακολούθησε κολυμπώντας μέσα στον κίνδυνο, χάνοντας τη ζωή του την ίδια στο όραμα της φιλίας.
…………………………………………………………………..
Σημείωση : Ορφικά : «εν κροκάλησιν αλιστεφέος Σαλαμίνος» : στα βότσαλα της στεφανωμένης ακρογιαλιές Σαλαμίνος.
……………………………………………………………………………………….
−Ε, καπετάνιε της Αργώς, όταν έλθει η ώρα, μην ξεχάσεις να μας καλέσεις συντρόφους στο μακρύ ταξίδι.
Ανασηκώθη ο καπετάνιος κι έρχεται μ’ ένα μεγάλο πανέμορφο κοχύλι , που οι κύκλοι του ξεκινούν μικροί από την μιάν άκρη του και μεγαλώνουν συνέχεια σε σπείρα ως την άλλη πλατιά του ανάπτυξη. Σφυρίζει στην άκρη του κοχυλιού και ο ήχος βαθύς μεγάλος απλώνεται ως μακριά.
−Ακούτε πώς ανοίγονται οι κύκλοι; Έτσι κινείται η σπειροειδής εξέλιξη του κόσμου και των όντων, σαν μια περιστροφική κλίμακα από τριγωνικά σκαλιά, που απλώνεται επ’ άπειρον ― μας λέει ο Πυθαγόρας.
Προχωρεί ο καπετάνιος ως την άκρη του ναυπηγείου, εκεί όπου φυτρώνουν ξεχασμένοι θάμνοι και δέντρα. Απλώνει χέρια και κόβει έναν καρπό. Έρχεται και μας τον δίνει :
−Ένα ρόδι !…
−Φυλάχτε το καλά στο νου σας. Κι όταν ξανανταμώσουμε, αυτό το ίδιο να μου παραδώσετε – δείγμα της ευθύνης σας.
Ο Ποιητής
Μόνοι
πιασμένοι απ’ το χέρι
μέσα στις άγνωστες πολιτείες
-δυό μικροί επαίτες
του ζεστού μας ονείρου
κάτω απ’ τον ραγισμένον ουρανό.
(. . . )
-δυό μικροί επαίτες
του παλιού μας ονείρου
-δυό μεγάλοι πρίγκηπες
της αγάπης.
(Γιάννης Ρίτσος)
* * *
Βαδίζω στους δρόμους της εξοχής με τους ανοιχτούς ορίζοντες. Περνάω τους βράχους με τα θαλασσοπούλια και τ’αγριοπερίστερα. Ο αέρας φέρνει τη μυρωδιά από κατράμι και μίνιο των ναυπηγείων, με τα παλιά και τα νέα σκαριά. Στο βάθος του τοπίου η άρρωστη ανθρωπότητα ψάχνει το αθάνατο νερό ματαίως στα χημεία της εμπορευματικής απληστίας. Ο όγκος από τα λάθη των εξουσιών και ο βογγισμός του λαού βαραίνουν πάνω στα όνειρα και τις προσδοκίες μας. Τόσα προ-βλήματα στην κοινωνία των ανθρώπων επείγονται να βρουν την λύση τους. Τι κάνω εγώ μέσα σ’αυτήν την γενική κατάσταση; Αφού είμαι μέρος του κόσμου,νιώθω την φυσική υποχρέωση να συμμετέχω στην ευθύνη για το Καλό όλων.
Τι με διδάσκει το βλαστάρι, που ριζωμένο καλά στη γη, ψηλώνει προς τον ουρανό; Η αγάπη της βαρύτητας ,που τρέφει τις ρίζες του στον γήινο κόσμο,εναρμονίζεται τέλεια με την αγάπη της ουράνιας άπωσης, που το εξελίσσει προς το φως. Κι αν φαίνονται αντίθετες αυτές οι δυνάμεις στην κατεύθυνσή τους,στην πραγματικότητα είναι ένα δαχτυλίδι, κύκλος που αγκαλιάζει τον κόσμο. Είναι η ενέργεια της Αγάπης που γεννά τη Ζωή. Το ζωντανό φυτό γεννάται κι ανατρέφεται μέσα στους κόλπους της Αγάπης του Ενός, που δεν έχει όρια.Όμως,ο νους του ανθρώπου το βλέπει σαν ένα διάνυσμα με αρχή ,έκταση και τέλος σε χώρο και σε χρόνο.Οι αντιθέσεις είναι νοητικά κατασκευάσματα εκείνου που δεν βιώνει το Παν-Ένα.
Ένα το Παν κι αρμονικός ο Κόσμος . Όμως,εγώ πονάω και συγκλονίζομαι στην αναστάτωση της ανθρωπότητας που ψάχνει διέξοδο στα σκοτάδια,με τεχνητούς φωτισμούς, δίχως ν’αντιλαμβάνεται πνευματικά το Φως των φώτων όλων.
Έρχομαι στ’ ακροθαλάσσι των παιδικών ονείρων.
Στον κόρφο μου έχω φυλαγμένο το ρόδι – εγγύηση για το νέο ταξίδι της Αργώς. Θέλω να γίνεται ένα με τους παλμούς της καρδιάς μου κι έτσι να δονεί όλους τους γόνιμους σπόρους των κόσμων του. Κι όταν τους ανοίξει,να ξεχυλίσει ο Κόσμος απ’ την αγάπη μου και τις ευχές για το Καλό.
Αντίκρυ, η νέα Αργώ είναι στα τελειώματά της,έτοιμη, μ’ανοιχτά πανιά,να ξεκινήσει το συναρπαστικό ταξίδι της. Ο καπετάνιος κάνει και ξανακάνει πρόβες τζενεράλε, περιμένοντας τον γυρισμό μας και τη συνέπεια του λόγου που δώσαμε για το Μεγάλο Ταξίδι. Εδώ,στη θάλασσα που βαφτιστήκαμε μαζί με τον Άλκη και γίναμε ένα με τους παλμούς του νερού, που αγκαλιάζει τον πλανήτη, θα ξαναβρώ τον ρυθμό της Παγκόσμιας Αρμονίας.
Μουσικές θείες διαστέλλονται στα ύψη. Λένε:
«Επουράνιοι ποταμοί, υπόγειοι χείμαρροι,
κατεβαίνουν παφλάζοντας,
οδός Ονείρων,Ομόνοια…»
Λένε: «Βάδιζες σκυφτός κι ήσουν ουρανός ,
με των άστρων τη μουσική
μου τραγουδάς ποτέ,ποτέ μαζί…»…….
Με γυμνά πόδια μπαίνω στη θάλασσα. Σκύβω να βρω στα νερά μια μνήμη απουσίας που με πονάει, Άλκη:το πρόσωπό σου πλάϊ στο δικό μου,μες στον θαλασσινό καθρέφτη . Η καρδιά μου, φυλακισμένη, προσμένει την λευτεριά της. Εκείνοι που μας χώρισαν πληρώνουν σκληρά την ύβρη τους, αποβλημένοι απ’ την ιστορική συνθήκη . Ωστόσο, το κενό της απουσίας σου μεγα-λώνει το μηδέν στους κύκλους του νερού.
Αντίκρυ η Αργώ μ’ανοιγμένα πανιά μας περιμένει. Οι χάρτες τ’ουρανού συνεπαρμένοι στη μουσική αρμονία των σφαιρών. Στους καθρέφτες των νερών το ζωγραφισμένο μάτι της Αργώς στέλνει μήνυμα στον Παντεπόπτη Οφθαλμό για την άγρυπνη ετοιμότητα στο ταξίδι της Γνώσης. Κι εμπρός μου ο κύκλος της απουσίας σου οδυνηρά μεγαλώνει, Άλκη, δίχως το χέρι σου στο χέρι μου, δίχως την στοχαστική σου σκέψη και το αστραφτερό σου χαμόγελο στους συναρπαστικούς μας περιπάτους στα τοπία του Κόσμου. Το πρόσωπό μου, σκυμμένο, οδυνείται μες στους καθρέφτες των νερών τα αδιέξοδα των ανθρώπων. Οι παλμοί της καρδιάς στο στήθος χτυπιούνται να σπάσουν όλα τα φράγματα. Το τύμπανο του ήλιου δονεί εκκωφαντικά τους κύκλους των ακτίνων του, μες στην ακίνητη γαλήνη του τοπίου. Μιά μυστική γέννα εγκυμονείται στο σώμα του Κόσμου και στην ψυχή μου.
Βάζω το χέρι στο μέρος της καρδιάς, παίρνω το φυλαγμένο ρόδι.
Το σηκώνω ψηλά.Το βαφτίζω στο φως του ήλιου.
Το βαφτίζω στα νερά
Το βαφτίζω στον ήλιο
Το βαφτίζω στα νερά
Το βαφτίζω στον ήλιο
Το βαφτίζω στα νερά…
Φιλώ το ρόδι και σημαδεύω στη θάλασσα τον κύκλο της απουσίας σου, Άλκη. Σημαδεύω να σπάσω τον καθρέφτη της απουσίας σου, να μείνει η μνήμη του νερού ελεύθερη, για να σου φέρει το μήνυμά μου.
Παίρνει τα οράματά μου σ’ένα τόξο το ρόδι και εισορμά στο κέντρο του κύκλου της απουσίας σου στα νερά, απλώνοντας δυναμικά την Αγάπη, κύκλους-κύκλους αλληλοδιάδοχους στα πέρατα του κόσμου, να σε βρει, Άλκη .
Να νιώσεις την οδύνη των σπόρων και να ρθεις,
να τους ελευτερώσουμε…
* * *
Στο Τελεστήριο των Ελευσινίων Μυστηρίων, την πρώτη ημέρα της μυήσεως, οι υποψήφιοι Μύστες, φορούν δέρματα ελαφιών, σύμβολο της αιματοβαμμένης εικόνας της ψυχής, που έχει βυθιστεί στην ενσώματη ζωή. Σβήνουν τις δάδες και τα λυχνάρια και εισέρχονται σε υπόγειον λαβύρινθο, προχωρώντας ψηλαφητά σε απόλυτο σκοτάδι. Ακούν θορύβους, βογγητά, τρομαχτικά ουρλιαχτά, βροντές, και αστραπές ξεσκίζουν τα σκοτάδια, με φοβερά θεάματα στη λάμψη τους : τέρατα, χίμαιρες, δράκοντες, ανθρώπους στα νύχια σφίγγας, ανθρώπινες νύμφες: όλα σ’ έναν επιθανάτιο τρόμο. Σε μια κρύπτη ένας φρύγας ιερέας, μπροστά σε χάλκινη πυροστιά, ρίχνει στις φλόγες ναρκωτικό άρωμα κι η αίθουσα γεμίζει καπνούς, με ανάκατες μορφές ανθρώπων και ζώων : τεράστια φίδια που μεταβάλλονται σε σειρήνες, ηδονικά στήθη νυμφών που μεταμορφώνονται σε νυχτερίδες, όμορφα κεφάλια Κούρων σε ρύγχη σκύλων… εμφανίζονται αστραπιαία κι εξαφανίζονται, ζαλίζοντας τους υποψήφιους.
Σε μια μεγάλη κυκλική αίθουσα μ’ ένα μπρούτζινο δέντρο στο κέντρο, σαν κολόνα, όπου κάθονται στα φυλλώματά του χίμαιρες, γοργόνες, άρπυιες, γλαύκες, σφίγγες, εικόνες που μιλούνε για τα ανθρώπινα κακά και για κακοδαιμόνια, έχει το θρόνο του ο Πλούτων – Άδωνις, ντυμένος με πορφύρα. Στα πόδια του έχει νεβρίδα απλωμένη και στα χέρια του κρατεί τρίαινα. Δίπλα του,καθισμένη μ’ ένα χλωμό χα-μόγελο η λυγερή Περσεφόνη, σα να ξυπνά από βαθύ ύπνο κι ως κάνει για να σηκωθεί στο όραμα μιας φωτεινής οπτασίας, ο Πλούτωνας τη σταματά ακίνητη σα νεκρωμένη.
Ακούγεται σφύριγμα φιδιού, άνεμος, ειρωνικό γέλιο, κραυγές και υπόκωφοι θόρυβοι. Οι δοκιμαζόμενοι παλεύουν εναντίον των σκιών, καθώς αυτές παίρνουν υλική υπόσταση. Γελάνε, κλαίνε, σα να έχασαν τα λογικά τους.
Κάποιος λέει :
Όλα αυτά είναι σημάδια του κατώτερου εαυτού προς την εξαθλίωση.
Ακούγεται μία φωνή :
«Αυτός που θα μείνει αλώβητος, θα φθάσει στη νίκη. Όλα όσα έχετε
υποστεί, συνέβησαν επειδή αυτά ήσαν τα σκοτεινά έργα σας κατά το
μακρό παρελθόν.»
Φωνή Ιεροφάντη :
«Εσείς γεννήσατε όλα αυτά που είδατε!»
Ξαφνικά, στην άκρη μιάς ανηφορικής σήραγγας λάμπουν πυρσοί και μια φωνή σαν σάλπιγγα αντηχεί :
«Προφτάστε , Μύστες !Ο ΄Ιακχος ξαναγύρισε .
Η Δήμητρα περιμένει την Κόρη της . Ευοί ! » —
Οι αντίλαλοι του υπογείου ξαναγυρίζουν τις κραυγές . Η Περσεφόνη ανασηκώνεται από τον θρόνο της σαν να ξυπνάει απότομα από μακρύ ύπνο , με μιαν αστραπιαία σκέψη που την διαπερνά ολόκληρη :
«Το φως . Μητέρα μου ! ΄Ιακχε ! »
Θέλει να ορμήσει προς τα εκεί , μα ο Πλούτων ΄Αδης την κόβει με μια του κίνηση . Εκείνη ξαναπέφτει στον θρόνο της σαν νεκρή .
Απρόσμενα , σβήνουν όλα τα λυχνάρια και μια φωνή αντηχεί στο σκοτάδι:
« Ο θάνατος είναι αναγέννηση ! »
Τώρα οι υποψήφιοι Επόπτες ακολουθούν ένα δρόμο προς τα επάνω , όπου ένα παράξενο φως δυναμώνει διαρκώς. Βγαίνουν από το έδαφος και αντικρίζουν έναν ΄Ηλιο στη μέση της νύχτας !
Είναι η δωδεκάτη ώρα της νυκτός και όλο το Θριάσιο πεδίο φεγγοβολά από έναν ουρανό φλεγόμενον στο υπερκόσμιον Θείο Φως του ΄Ηλιου του μεσονυκτίου , όπου διαγράφεται η εικόνα της θεάς Δήμητρας να συλλέγει τις ψυχές που διαβαίνουν τις πύλες του θανάτου , όμως χωρίς καμία απώλεια .
Οι υποψήφιοι εκστασιασμένοι ευχαριστούν τον Φοίβο Απόλλωνα, την Αθηνά , την Δήμητρα , τον ΄Ιακχο , τον Διόνυσο :
« ΄Αγω παν δια Σε , Εκ Σφασκ Φοίβε !
΄Αγω παν δια Σε , Εκ Σφασκ Αθήνη !
΄Αγω παν δια Σε , Εκ Σφασκ Δήμητερ !
΄Αγω παν δια Σε , Εκ Σφασκ ΄Ιακχε ! »
Οι Μύστες τώρα συνωθούνται στη στοά των ηρώων και των ημιθέων ,στην έξοδο του υπογείου, όπου τους περιμένει ο Ερμής και ο Δαδούχος . Τους βγάζουν το δέρμα του ελαφιού , τους ραντίζουν με καθαρτήριο ύδωρ και ,αφού τους ντύνουν με ολόλευκους λινούς χιτώνες , τους οδηγούν στον κατάφωτο ναό , για να λάβουν την υπέρτατη μύηση των Ελευσινίων Μυστηρίων , απ’ όπου προβάλλει
ο νέος αγνός Αναγεννημένος ΄Ανθρωπος .
…………………………………………………………………………………………………………………………….
Σημείωση : Στα Μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια οι δόκιμοι μύστες αναδεικνύονται σε καταξιωμένους
Επόπτες της υψηλότερης μυήσεως
* * *
Τέλος πρώτου Κύκλου
Δόθηκαν μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα…αλλά η δυναμική του έργου βρίσκεται στην αρμονική εντεινόμενη ροή της εξέλιξης της υπόθεσης…….