Ο Οδυσσέας Ελύτης στο Αλβανικό Μέτωπο 1941
«Έζησα το Θαύμα »
Ήρθαν με τα χρυσά σιρίτια
τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία!
Και τη σάρκα μου στα δύο μοιράζοντας
και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας
έφυγαν…
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώ-
νοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου.Αλλά πριν,
ιδού , θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης. Και
κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες,
κηρύσσοντας πολέμους.Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο
Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς , να εισπράξουν
αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ’ ανε-
βάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους , οι εξώστες να ρά-
νουν με άνθη τον Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων . Και του
λάκκου σιμά του το στόμα , το σκοτάδι θ’ ανοίγει στα μέτρα του , κρά-
ζοντας : εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε , τι βλέπεις ;
―Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά , στο μεγάλο τραπέζι
της Αναστάσεως (…)
Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις , θα φρί-
ξει .Ταραχή θα πέσει στον Άδη , και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από
την πίεση τη μεγάλη του ήλιου .Αλλά πριν , ιδού ,θα στενάξουν οι
νέοι , και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει…
Ο Ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, που υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στην πρώτη γραμμή Άμυνας των Ελλήνων, στο Αλβανικό Μέτωπο το 1941, ενάντια στην φασιστική ιταλική και γερμανική κατακτητική εισβολή, αφηγείται:«Το Έπος του ’40 ήταν μια βίαιη φορά προς τα εμπρός του λαού που είχε κάποτε ηττηθεί, όχι εξαιτίας του, στη Μικρασία, και τώρα επήρε την εκδίκησή του. Έτσι το έβλεπα εγώ. Σαν άχτι μακροχρόνιο που έβγαινε και ξεθύμαινε. Δεν έπαιζε ρόλο που ο εχθρός ήταν διαφορετικός. Ο εχθρός ήταν η Τυραννία . Ήτανε η μορφή του άδικου, που την είχαμε υποστεί κάτω από διαφορετικές μορφές επί αιώνες και είχε γίνει μοίρα μας. Αυτή η εξέγερση εναντίον της Μοίρας, χωρίς υπολογισμό, μες στα όλα , αυτή η «όμορφη αφροσύνη», όπως λέω κάπου αλλού, ήτανε που ανέβαζε το γεγονός σε μιαν άλλη σφαίρα , ποιητική. Μέσα μου έγινε μια αναπαρθένευση των τριμμένων εννοιών. Οι λέξεις ξεφουσκώνανε και ξαναγεμίζανε με καθαρή ουσία. Με τη βοήθεια της ουσίας αυτής βρήκα το θάρρος να ξαναπροφέρω λόγια που ως τότε φοβόμουνα, επειδή τα συναντούσα μόνο στα χείλη των κούφιων πολιτικών και των πατριδοκαπήλων .
Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας ; Με κόπο, κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου . Αλλά είδα στα πρόσωπα των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο Ελληνισμός να αναδώσει , όταν πιστεύει στο δίκιο του.Και γνώρισα από κοντά την αψηφισιά του θανάτου , την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου .
Στο Μέτωπο αρρώστησα από βαρύ τύφο. Τα νερά που πίναμε, όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών , ήτανε μολυσμένα . Χωρίς να γνωρίζω τι έχω , χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με το ζώο, για να βρεθώ σε βατό δρόμο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων, Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό , ακίνητος , με πάγο στην κοιλιά .Με είχανε αποφασίσει ,αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου .Θυμάμαι ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στον μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων , όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε , όταν η κρίση της αρρώστιας έφτασε στο κατακόρυφο . Μόλις αρχίσανε οι βομβαρδισμοί , ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο- μη σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν απάνω μου- και φεύγανε όλοι στα καταφύγια .Έτσι πέρασα όλες τις τρομερές μέρες της γερμανικής επιθέσεως. Κατάμονος ,σ’ έναν έρημο θάλαμο και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία . Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλιτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός , έρθε η διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως όπως σ’ ένα φορείο , που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο . Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πυροβολήθηκε οκτώ φορές από τα «στούκας». Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια , όμως εγώ ήταν αδύνατο να σταθώ όρθιος ,έστω για μια στιγμή .Τελικά , στο Αγρίνιο με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλα , εθελοντής νοσοκόμος , με άλλη αποστολή , με βοήθησε και μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης , όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες . Αλλά τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία για τους άλλους . Σημασία έχει ότι «έζησα το θαύμα» και σώθηκα από ένα θαύμα .Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την Επιστήμη, θα έπρεπε με την παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω…»
«Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα , ένας πίσω απ’ τον άλλο , ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω , καθώς μες στην ψυχή μας …Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά , δυνάμωνε ολοένα , τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών , το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων . Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε απ’ τ’ άλλο μέρος να ’ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους …»
«Κι ευθύς ακούστηκε στον αέρα η σκοτεινή σφυριγματιά της οβίδας που έφτανε . Και πέσαμε όλοι καταγής μπρούμυτα, πάνω στις σκάρπες, ότι γνωρίζαμε απόξω πια τα σημάδια του Αόρατου , και με τ’ αυτί μας ορίζαμε από πριν το μέρος όπου θα ’σμιγε η φωτιά το χώμα ν’ ανοίξει και να χυθεί. Και δεν επείραξε η φωτιά κανέναν…»
«Το χέρι των εχτρών * το χέρι των δικών
Μου , εφρένιασαν εχάλασαν * ερήμαξαν αφάνισαν
Μια και δύο * και τρεις φορές
Προδόθηκα κι απόμεινα * στον κάμπο μόνος
Πάρθηκα και πατήθηκα * σαν κάστρο μόνος
Το μήνυμα που σήκωνα * τ’ άντεξα μόνος !
Μόνος απέλπισα * το θάνατο
Μόνος εδάγκωσα * μες στον Καιρό με δόντια πέτρινα
Μόνος εκίνησα * για το μακρύ
Ταξίδι σαν της σάλ * πιγγας μες στους αιθέρες!
Ήταν στη δύναμή μου η Νέμεση * το ατσάλι κι η ατιμία
Να προχωρήσω με τον κορνιαχτό * και τ’ άρματα
Είπα : με μόνο το σπαθί * του κρύου νερού θα παραβγώ
Και είπα : με μόνο το άσπιλο * του νου μου θα χτυπήσω!
Σε πείσμα των σεισμών * σε πείσμα των λιμών
Στο πείσμα των εχτρών * στο πείσμα των δικών
Μου, ανάντισα κρατήθηκα * ψυχώθηκα κραταιώθηκα
Μια και δυο * και τρεις φορές
Θεμέλιωσα τα σπίτια μου * στη μνήμη μόνος
Πήρα και στεφανώθηκα * την άλω μόνος
Το στάρι που ευαγγέλισα * το δρεψα μόνος ! »
«Έγιναν οι πολέμοι και ξανάγιναν και δεν έμεινε ούτ’
ένα κουρέλι να το κρύψουμε βαθιά στα πράγματά μας
και να το λησμονήσουμε . Ποιος ακούει; Ποιος άκουσε ;
Δικαστές ,παπάδες , χωροφύλακες , ποια είναι η
χώρα σας ;»
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος .
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός
κι απ’ τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι , πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο ;
Ποιες , ποιων , πόσων οι στρατιές ;
Τ’ ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω…
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος !