Θέρος στις Εξοχές της Καρδιάς
Αφού, αποβραδίς,πηδήξαμε τις φωτιές τ’ Άη Γιάννη, με τα ξεραμένα μαγιάτικα στεφάνια των λουλουδιών, στο θερινό ηλιοστάσιο, απ’ τα χαράματα κινήσαμε όλη μαζί η οικογένεια για το μεγάλο σταθμό της πόλης. Ήταν συμφωνημένο να πάμε στην εξοχή για τους μήνες του καλοκαιριού, όμως ο πατέρας δεν είχε άδεια απ’ τη δουλειά του, για να μας συνοδεύσει και να ξεκουραστεί από τον μόχθο όλης της χρονιάς. Γι’ αυτό, όταν αγκαλιαζόμαστε στον αποχαιρετισμό, κλαίω, που δεν θα δει τα ωραία του κόσμου. Οι θυσίες με πονάνε.
Καθώς βγαίνουμε απ’ τους πολύπλοκους συνοικισμούς της πόλης, τα μάτια μας λαχταρούνε ν’ αγκαλιάσουνε την άπλα τ’ ουρανού,ως το βάθος των οριζόντων…
Φτάνοντας στον προορισμό μας, ο ουρανός είναι συννεφιασμένος και δεν μπορούμε να μαντέψουμε κατά πού είναι η Ανατολή κι η Δύση, κι ολόγυρα απ’ το δρόμο, που το λεωφορείο μας άφησε, ερημιά, γη απλωμένη. Χωριό δε φαίνεται από πουθενά. ―Γι’ αυτό ο πατέρας δεν το ’βρισκε να μας το δείξει στο χάρτη;
Ένα τρανταχτό εγκάρδιο πλατύ γέλιο έρχεται, πίσω απ’ τις πλάτες μας, να μας προϋπαντήσει. Είναι ο ξάδελφος της μητέρας που πλησιάζει με μεγάλα αποφασιστικά βήματα και μας αγκαλιάζει.
Στο χωματόδρομο της δημοσιάς, απ’ το ’να μέρος θάμνοι και πίσω τους περιβόλια κι από το άλλο, χωράφια κιτρινόξανθα με θεριστάδες, που ανασηκώνονται και μας χαιρετάνε φιλόξενα. Πλήθος μικρά πουλιά φτεροκοπάνε, να φωλιάσουν μέσα στους θάμνους, κότες και χήνες και γαλόπουλα περιδιαβαίνουνε τσιμπολογώντας τη στράτα κι από πλαϊνούς παράδρομους προβάλλουν κάτι γελάδια, με βήμα αργό κι έρχονται κατά εκεί που βαδίζουμε κι εμείς.
−Ξέρουν το δρόμο μόνα τους,― λέει ο θείος―, και πάνε για τις στάνες τους. Πρωί κινούνε για βοσκή στο λειβάδι, το δειλινό γυρίζουν στο χωριό.
Το χωριό έχει σπίτια πέτρινα με κεραμίδια τα περισσότερα ή ντόπιες πλάκες. Το έχτισαν οι πρόσφυγες, που κατέφυγαν εδώ, αποδιωγμένοι απ’ την πατρίδα τους στον Εύξεινο Πόντο. Στη μέση της πλατείας μια κρήνη μαρμάρινη, να τρέχει πλούσια νερά απ’ ενός χαραγμένου δελφινιού το στόμα, ολοχρονίς, νυχτόημερα, δίχως σταματημό, κι απροσδόκητα, νιώθω μια αγωνία να με κυριεύει γι’ αυτήν την σπάταλη κίνηση, δίχως λόγο κανένα. Όμως, οι ντόπιοι, που ήλθαν να μας υποδεχτούν, μας βεβαιώνουν ότι το νερό αυτό δεν στερεύει ποτέ, έτσι τρέχει, από πάππου προς πάππον, στον αιώνιο κύκλο του.
−Εδώ όλα απλόχερα τα δίνει ο Θεός, γιατί είμαστε σύμφωνα με τα μέτρα του. Μην κοιτάτε στην πόλη, που στριμώχτηκαν εκατομμύρια άνθρωποι μέσα στον ρύπο της αφροσύνης. Για ιδέστε εδώ, πώς έρχονται τ’ αθώα τα ζώα και πίνουν από γούρνα μαρμάρινη και συνεχίζουν το δρόμο τους. Έτσι πορεύεται η ζωή …
Τα γελάδια σκύβουν στη γούρνα ένα – δυό μαζί, υπομονετικά και ξεδιψάζουν. Κατόπιν, τραβούν και διαμοιράζονται στις αυλές με τους στάβλους τους.
Πίσω απ’ την κρήνη ένας θεόρατος πλάτανος απλώνει δυνατές κορφές ν’ αγγίσει τον ουρανό. Πιο ’κει ένα μνημείο, με στήλη μαρμάρινη και χαραγμένα ονόματα αγωνιστών. Κι ολόγυρα καθισμένοι οι γέροντες του χωριού με κομπολόγια και κομποσκοίνια στο ’να χέρι. Σηκώνονται να μας υποδεχτούν.
−Καλώς ορίσατε. Κοπιάστε να σας φιλέψουμε.
Πούθ’ έρχεστε ; …Να είστε ευλογημένοι …
Μαζί μ’ ένα μπουκέτο εύθυμων παιδιών που μας συνοδεύουν, μπαίνουμε στην αυλή της θείας Βάβως, με τα πολλά μυριστικά και μια πανύψηλη μουριά στη μέση. Ολόγυρα τα κτίσματα, πιο ’κει ένα λευκό φουρνάκι κι από μια πόρτα αντικρινή βγαίνει μια λεπτοκαμωμένη γριούλα μ’ ένα θυμιατήρι στο χέρι.
−Ώρα καλή, θεία Βάβω λέει η μάνα. Κι εκείνη, μες στο θολό θυμίαμα εκστασιασμένη
− Ά α α α , τα παιδιά … πουλόπoμ’ …λέει κι αφήνοντας το θυμιατό στην πεζούλα, ανοίγει τα χέρια, να μας χωρέσει…
Ο πρώτος ύπνος στο χωριό μυρίζει δοξαστικό μοσχολίβανο και γιασεμί, απ’ αυτό που περνούν τα κορίτσια πάνω στις πευκοβελόνες και ονειρεύονται τον πρίγκιπα, που θα τις πάρει στον έξω κόσμο.
Το χάραμα μας ξυπνούν τα πουλιά, μέσα σε ρόδινο φως. Χιλιάδες μικρές φωνούλες απανωτές κι όλες μαζί συνταιριασμένες, να κυλούνε στον αέρα, σαν τα γάργαρα νερά της κρήνης, ένα δυνατό ρεύμα ζωής, που μας σηκώνει ξυπόλυτα, να πατήσουμε πάνω στο χώμα, που ευωδιάζει τις ανάσες της γης.
Στο μεγάλο μαγερειό, με το μακρύ ξύλινο τραπέζι κι απ’ ολόγυρα επάνω απ’ τα δοκάρια της στέγης, με τις κόκκινες πιπεριές περασμένες σε σπάγγο σαν γαϊτάνια, οι θειάδες, σαν τις εργατικές μέλισσες, βουίζουνε η καθεμιά στο έργο της : άλλη να ζυμώσει το ψωμί, που ολονυχτίς έμεινε σκεπασμένο, άλλη ν’ ανάψει με ξερόκλαδα το φούρνο, να το φουρνίσει, άλλη ν’ αρμέξει τη γελάδα και να ετοιμάσει πρωινό, άλλη να μαγειρέψει το φαγητό, και μαζί τους η μάνα, κι η γριά Βάβω, όλο μουρμουριτούς ψαλμούς με προσευχές. Οι δυο αδελφοί τους φεύγουν για τα περιβόλια με τ’ άλογα.
Μια κούπα γάλα αχνιστό ακόμα απ’ τους μαστούς της μεγάλης ασπροκάνελης γελάδας, που μ’ έβαλαν να δοκιμάσω ν’ αρμέξω, είναι κάτι ασύγκριτο με την όποια τροφή που ως τώρα με τάϊζαν. Πρώτα κοίταξα τα μεγάλα βελούδινα μάτια της, ολογεμάτα μια γαλήνια εμπιστοσύνη. Πλάι της το μοσχαράκι της κοιμόταν ήσυχο … Τα παιδικά μου δάχτυλα επάνω στις νοτισμένες υγρές θηλές του υπομονετικού ζώου σφίγγονταν μαλακά, όχι τόσο απ’ τη μικρή μου δύναμη, όσο που δεν ήθελα να το πονέσω.
Το γάλα αυτό, που λίγο πριν παλλόταν στον ρυθμό της καρδιάς του ευεργετικού ζώου, τώρα εισήλθε μες στο σώμα μου, να γίνει αίμα μου και να κινήσει τις σκέψεις μου, να εκφράσουν ετούτη τη μεγάλη αλήθεια : Μάνα – τροφός μας είναι η κάθε αγελάδα, η κάθε κατσίκα, η κάθε προβατίνα, η κάθε γυναίκα. Δεν έχει όρια η μάνα στο σώμα μόνο της μητέρας μου. Μάνα αγαπημένη είναι αυτή που γεννά μέσα στο σώμα της και προσφέρει το γάλα της ζωής. Κι αδέλφι μας είναι το παιδί της που βυζαίνει και μοιραζόμαστε μαζί του το γάλα.
Στην αυλή το μεγάλο καλαμένιο πανέρι γέμισε μεγάλα στρογγυλά καρβέλια, αχνομοσχοβολημένα, απ’ το φουρνισμένο ψωμί. Τα πήρε η θεία, σκεπασμένα με άσπρη κεντητή πετσέτα και τα’ φερε στο μαγειρειό, να κόψει, να μας ταΐσει. Γευόμαστε με δέος το άρωμα των σιταριών και νιώθουμε τη δύναμη όλη, που είδαμε να κυματίζει στα σταροχώραφα, να χορεύει μέσα μας.
−Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου … σταυροκοπιέται η Βάβω μπρος στην πιατέλα με τα φρούτα της εποχής : κεράσια και βερίκοκα, μούρα, φράουλες και ροδάκινα, μούσμουλα, τζάνερα κι αχλάδια. Μια ποικιλία τέλεια χρωμάτων και σχημάτων, που σε χορταίνει και μόνο να τη βλέπεις, με τα μάτια …
Πέρα στον κάμπο μια βοϊδάμαξα αργοκυλά σαν σε θάλασσα χρυσών σταχιών, που κυματίζουν ευλογημένα στην αιωνιότητα.
Η Ποιήτρια
Άρμα της αγιοσύνης
και των παρθενικών γερατιών των γονιών μας
(. . .)
Πηγαίνεις αργά σα βιβλική χελώνα,
σηκώνοντας τη μοίρα των ανθρώπων της γης,
πιο λυπημένη απ’ το μαγγανοπήγαδο και το σαλιγκάρι·
με ρόδες σκοτεινές, δίχως αχτίνες,
φέτες γριάς βελανιδιάς πελεκημένες απ’ τον πρόγονο,
κυλάς πάνω στον κάμπο που δεν έχει δρόμους
μα είναι δίσκος τοξωτός μ’ ανατολή και δύση
και το Θεό ανάμεσα μεγάλο
για να σκεπάζει τα χωράφια μας.
Ξανθό βουνό απ’ άχερο σηκώνεις το θεριστή το μήνα,
γλιστρώντας σε πελώρια ψάθα, ψαλιδισμένη
απ’ τις φεγγαροπρόσωπες θερίστριες αδελφές μου
και πας μονάχη κάτω απ’ το λιοπύρι
γιατί ο αφέντης σου πληγώθηκε απ’ το κάμα
και μες στο θησαυρό του βουλιαγμένος,
πιο κίτρινος από τ’ άχερο,
πιο γυμνός απ’ την πέτρα,
νειρεύεται, μπορεί, μια πετροπέρδικα
να λούζεται σε μια βουνίσια ανάβρα.
Τα κραταιά βόδια σου κρατάν απ’ τα κοπάδια των Αχαιών
κ’ είναι σα δυό μνημεία καλοσύνης,
ήρεμα σαν το σούρουπο της πεδιάδας ·
στο βάλτο των ματιών τους
βαφτίζεται η ψυχή μας.
Παχύς κρουνός είναι η φωνή τους,
οκνά σα ρέει στην κοιλάδα
όπου κοιμάται ανάσκελα η Ειρήνη,
με τα μαλλιά της χυμένα στα χόρτα
και τ’ άσπρα της φρέσκα φορέματα.
Σαν άρμα λυδικό, μια μέρα λιόχαρη,
με φλουρόστηθες κοπέλες και ντέφια,
κινάς για κει πούναι πυκνά τα περιστέρια
και πέφτουν ντουφεκιές χαράς γαλάζιας,
για ν’ αδειάσει φλασκιά κρασί ο παππούς
που βαστά τα γκέμια σου με παιδικά χέρια
και να φτερώσει ο νους των αγοριών (…)
Αχ, νάταν μια φορά απ’ τις χίλιες σου,
καθώς θα κουβαλούσες έναν πύργο στάχια
στο στρογγυλό τ’ αλώνι του μεσημεριού,
από μιαν οργισμένη κονταριά του θεσσαλού ήλιου
σύγκορμη νάπαιρνε φωτιά η υπομονή σου,
νάλυωνε μες στις φλόγες σου ο καμπίσος πόνος,
απ’ τα πλευρά σου οι αρμοί να λύνανε με κρότο
και της σκλαβιάς σου τα καρφιά να πήδαγαν τ’ αψήλου!
Κι ως με τον άνεμο θα πάλευε ο καπνός σου
κ’ η στάχτη σου θα ράντιζε τον κόσμο,
φτερά αετού θα κόλλαγαν στις ρόδες σου,
του ρήγα αιθέρα αμάξι να γινόσουν
και σα ν’ αντίκρισαν από μακριά κόκκινα λάβαρα
ν’ αγρίευαν οι ταύροι σου, να χύνονταν στον κάμπο!…
(Ρίτα Μπούμη –Παππά)
To μεγάλο αλώνι αστράφτει στον ήλιο πέτρα λευκή μαρμαροθώρητη. Ολόγυρα θερισμένα χωράφια και κοπάδια περιστεριών, που βόσκουν το σιτάρι. Γυρίζουν τ’ άλογα καρτερικά δεμένα γύρω απ’ το κέντρο του κύκλου, πατώντας τα ξαπλωμένα στάχυα και κάθε που ακούγονται οι φωνές των ανθρώπων που τα κεντρίζουν, να μη σταματούν, ανασηκώνονται τρομαγμένα τα περιστέρια στον αέρα, κάνουν δυο – τρεις κύκλους στον ουρανό, να ψυχανεμισθούνε την κατάσταση, και προσγειώνονται στ’ αποθερίσματα, τα ιμαλιά, να βρούνε σπόρους…
−Κι αυτές οι θημωνιές μέσα στ’ αλώνια
που καμώνονται το γίγα σε μωρά παιδιά ξυπόλυτα …
Λέει ο Ποιητής μ’ ένα χαμόγελο και συνεχίζει το σεργιάνι του
−Αγνάντευα την πυρκαγιά της θημωνιάς
αμίλητος την ώρα της συγκομιδής.
Τραγουδά κι άλλος Ποιητής περπατητής
−Είν’ αλήθεια το χωράφι σ’ όλους τους ανθρώπους
δάσκαλος της αρετής και της ελεύθερης ζωής.
Απαγγέλει κι ο αρχαίος Ποιητής, αναξυπνημένος απ’ τον ύπνο του, και σπεύδει ν’ ανταμώσει τους προλαλήσαντες …
Επάνω, ο ουρανός, μ’ ολάνοιχτα τα γαλάζια του παραστέκει χαμογελώντας και στο μάκρος της Ανατολής η θάλασσα λαμποκοπά με αρμενιστά πλεούμενα, ενώ η γη, που όλα τα έδωσε, ανάσκελη παραδίνεται στα χάδια του ήλιου.
Κι είναι τ’ αλώνι, λες, το αποτύπωμα, που άφησε μ’ ένα φιλί του ο ήλιος στη γη, και τα καματερά τα ζώα είναι ο χρόνος που γυρίζει ολοένα τους κύκλους του και διαχωρίζει το στάρι από την ήρα κι αποθησαυρίζει τον σπόρο της ζωής στους αιώνες των αιώνων . Κι εδώ αρχίζουν τα Θαλύσια, η μεγάλη γιορτή της συγκομιδής, προς τιμήν κι ευχαριστία για την Μεγάλη Γήινη Μητέρα:
Όλοι, συναγμένοι γύρω στ’ αλώνι, σείουν έναν στάχυ εμπρός στο στήθος τους, ενώ πίσω απ’ τα τέσσερα ζεμένα στο κέντρο άλογα σε χαμηλό άρμα ορθή γυναίκα στεφανωμένη στάχεις γυρίζει κύκλους ολόγυρα χαιρετώντας με ευχές.
Ένα κορίτσι, καθισμένο διπλοπόδι οκλαδόν καταγής, κρατεί πάνω στα γόνατα ντέφι – τύμπανο από τεντωμένο σε κύκλο ξύλινο γιδοτόμαρο κι ολόγυρά του σείστρα. Κι ως χτυπά ρυθμικά τα δάχτυλα το κορίτσι πάνω στο ντέφι, ακούγεται η ηχώ της γης, αντίλαλος από τη μυστική φωνή της. Πλησιάζει μια όμορφη γεροδεμένη κοπέλα, μωρομάνα, που απ’ το φουστάνι την κρατούνε τα παιδιά της, κι από γιορταστικό κάνιστρο παίρνει και ρίχνει μια φούχτα σπόρους αλωνισμένους στο ντέφι, καθώς το κορίτσι χτυπά τον ρυθμό… κι ω!… Θαύμα εκπληκτικό ! : οι σπόροι διατάσσονται σε κυκλικές γραμμές, που ανοίγονται μια έξω απ’ την άλλη, σαν τους κύκλους στο νερό, που ταράχτηκε από ριγμένη πέτρα, ακολουθώντας ένα μεγάλο Νόμο.
Χαρά ανείπωτη μας πλημμυρίζει γι’ αυτόν που μας μιλεί τούτη τη γλώσσα και μας παραστέκει αόρατος σ’ αιώνια εγγύηση ζωής.
Ηχεί το τύμπανο επάνω στην κοιλιά της Γης κι οι σπόροι χορεύουν στους μαγνητικούς κύκλους της αιωνιότητας, τον ρυθμό της Παγκόσμιας Αρμονίας.
Εδώ, όταν καταλαγιάσει ο κάματος της ανάγκης, που μοιραία δένει άνθρωπο και ζώο, και όταν ο καρπός του μόχθου και της συνεργασίας πάρει το δρόμο του, για να θρέψει τη ζωή, εδώ, στο αλώνι το πλατύ θα ’ρθούμε, πιασμένοι χέρι χέρι τα παιδιά και θα χορέψουμε τον κύκλιο χορό, με υψωμένο πρωτοχορευτή μπροστά τον στάχυ. Να δονηθεί το απλωμένο τύμπανο της γης, ν’ ακούσει η Μάνα και να ευφρανθεί, που τα παιδιά της δοξαστικά τιμούν τα έργα της ειρήνης. Να πλημμυρίσει όνειρα στα πέρατα του κόσμου …
Aυτή τη νύχτα, μάνα, θα κοιμηθώ κατάχαμα,
ν’ αφουγκρασθώ τους χτύπους της καρδιάς της Γης.
Σημείωση:Ποιητές:Ελύτης,Μύρης,Μένανδρος
Έρχονται οι νέοι μας φίλοι και μας παίρνουνε, να μας ξεναγήσουν στα ωραία του τόπου τους. Τα μεγάλα αγόρια, κρατώντας απ’ ένα καλάμι, προπορεύονται. Κινούμε για την πηγή, τη νερομάνα, που προμηθεύει την κρήνη του χωριού και τα περιβόλια.
Λίγο πιο έξω απ’ τα τελευταία σπίτια ανταμώνουμε πλάτανο θαυμαστό, γιγάντιο, μ’ ένα μεγάλο άνοιγμα χαμηλά στον κορμό του, σαν πόρτα, και μέσα να σχηματίζει ένα κοίλωμα, σα σπηλιά, που και δέκα άντρες μ’ ανοιγμένα χέρια ολόγυρα να τον αγκαλιάσουν δεν έφτασαν. Είναι το καμάρι των χωριανών κι εδώ έρ-χονται οι κοπέλες συντροφιαστές, κάθονται στον ίσκιο του τα καλοκαίρια και κεντούνε τα προικιά τους, με γέλια και τραγούδια … Πόσες φωλιές πουλιών στέγασε η αγάπη του γεροπλάτανου στα τόσα χρόνια.
Η γη αφράτη, απ’ ολόγυρα ρουφά τις χρυσές ακτίνες του ήλιου, προβάλλοντας κάποια υπέροχα ντελικάτα δέντρα ολογέμιστα ανθάκια κίτρινα, με λεπτούς κόκκινους στήμονες. Σε λίγο, το τοπίο αλλάζει, γίνεται ανηφορικό κι αρχίζει το δάσος. Πλάι στα βήματα των παιδιών κελαρύζει ρυάκι δροσερό, ανάμεσ’ από πέτρες καμπυλωμένες, θάμνους και δέντρα.
Ξαφνικά, τα κορίτσια μπαίνουν μέσα σ’ ένα σύδεντρο και τραγουδάνε :
Δάφνη, Δάφνη, που βαστείς
περηφάνεια ξακουστή,
λυγερή, καλλίκομη,
αγνή κόρη εύμορφη
που αρνήστεις, ντροπαλή
τον θεό Απόλλωνα,
όταν με τον φλογερό
Έρωτα σ’ αγκάλιασε.
Δώσε μου ένα κλωνί
μυστικά για να μου πει
ποιος ο νέος που θα ’ρθει
στη ζωή για να με βρει.
Είπαν · και πολύ προσεκτικά έκοψαν τα κορίτσια απ’ ένα κλαράκι και ξανάρχονται με ροδοκοκκινισμένα μάγουλα στο μονοπάτι, που ανεβαίνουμε για την πηγή. Ένα γεράκι μας παρακολουθεί μ’ άγρυπνο μάτι. Πετάει κι έρχεται από πάνω μας. Επιδέξια και πανέξυπνα σκιουράκια, με την πλούσια φουντωτή ουρά τους όρθια, πηδούν από κλαδί σε κλαδί και με παράξενες, γρήγορες φωνούλες μας χαιρετίζουν. Σαύρες γλιστρούν ανάμεσα στη χλόη και οι λαγοί μας αφουγκράζονται πίσω απ’ τις φτέρες. Ζουζούνια βομβίζουν πάνω από άνθη και τα τζιτζίκια, λες και δυναμώνουν τα ηχεία τους, ξετρελαίνονται στο τραγούδι της θρέψης τους. Πεταλούδες πολύχρωμες φαίνονται, χάνονται, λες και μπαινοβγαίνουν σ’ άλλους κόσμους.
―Είναι ψυχές οι πεταλούδες – λένε τα παιδιά.
―Τώρα, προσοχή, μην τις τρομάξουμε. Απαλά να κινούμαστε κι όχι φωνές. Σιωπή …
Όλα δείχνουν ακίνητα μέσα στο μεγάλο μεσημέρι, που ενώνει γη και ουρανό.
Μονάχα η ζωηρή ομάδα των παιδιών πορεύεται σταθερά προς την πηγή. Κι είναι η μυστική σιωπή της φύσης την ώρα αυτή τόσο διαπεραστική, που τα παιδιά σοβαρεύονται αμίλητα βαδίζοντας κι ακούνε βαθιά μέσα τους την προσευχή όλων των πλασμάτων.
Είναι η ώρα που η θεία Βάβω ανάβει τη σμύρνα να θυμιατίσει τις ευχές στον ήλιο της δικαιοσύνης.
Πλησιάζουμε στους κήπους της νεραϊδόλιμνης. Ολόγυρά μας πανέμορφα δέντρα, αγκαλιασμένα με κισσούς κι ανάμεσά τους μυρτιές, βατομουριές, αγριοτριανταφυλλιές και τόσα άλλα που δεν ξέρω, κι επάνω τους χιλιάδες πεταλούδες, σε τρίχρωμους συνδυασμούς, καθίζουν κι έπειτα πετούν και ξανακάθονται, σαν φτερωτοί φρουροί της γαλήνης του κόσμου. Ανάμεσ’ απ’ τα δέντρα, μια μικρή λίμνη με κύκνους κι ανθισμένους ναρκίσσους, και στο πλάι αρχαίες κολόνες όρθιες, σαν δάχτυλα που δείχνουνε τον ουρανό. Ένας έφηβος Νάρκισσος μαρμαρωμένος καμαρώνει τη μορφή του στον καθρέφτη των νερών.
―Εδώ, σε τούτο το βουνό πρωτοπάτησε ο θεός Απόλλωνας, όταν πρώτη φορά ξεκίνησε βρέφος τεσσάρων ημερών νιογέννητος από την Δήλο, για να γνωρίσει τον κόσμο. Και ως άγγισε η θεϊκή πνοή του στην κορφή το όρος όλο έλαμψε θείο φως κι ήρθαν οι νύμφες των νερών και του δάσους, ήρθαν κι οι Μούσες να τον υμνήσουν με τραγούδια και χορούς. Απ’ εδώ πρωτοδοκίμασε τα βέλη του τα Ολύμπια, σημαδεύοντας τα όρια ζωής και θανάτου. Έτσι διηγούνται οι γέροντες, που ξέρουν να διαβάζουν τις πέτρες.
―Κι εδώ είναι του Απόλλωνα ο ναός – η κατοικία, κτισμένος απ’ τους προγόνους μας, για να δοξάσουν αυτόν που φανέρωσε το φως. Λένε πως άκουσαν, ξημέρωμα όσοι βρέθηκαν εδώ, τους ήχους τους μελωδικούς μιας μουσικής αόρατου οργάνου κι είναι αυτοί οι ίδιοι στύλοι που μελωδούν, χορδές της λύρας του Απόλλωνος, σαν τις αγγίξουν οι πρώτες ηλιαχτίδες της αυγής.
Αστράφτουν στο φως οι μαρμάρινοι κίονες κι ως ανεβαίνουν οι όρθιες γραμμές τους, συγκλίνοντας ελαφρά προς το κέντρο της συμμετρίας τους, γίνονται μια στήλη εκπάγλου Φωτός ανάμεσα Ουρανού και Γης, που ακίνητα σταθερή πάλλεται καθοδικά – ανοδικά, ανεβοκατεβάζοντας, σε αείρροη εσωτερική κίνηση ασίγαστων κεραυνών, μορφές όντων, πνεύματα , σύμπαντα και ιδέες Αρμονίας, όλα αρχειοθετημένα σε τάξεις Ζωής κι όλα κατευθυνόμενα στο στόχο μεταλλαγής τους, σε μία διαρκή και θαυμαστή αυτοϋπέρβαση, που, σαν τα πυροτεχνήματα, ανοίγει ολοένα νέα φωτεινά άνθη, νέες δομές ύπαρξης στον κόσμο. Και είναι όλα μια πλέρια χαρά, γιατί ο αθλητικός αγώνας διαπόρευσης και μεταλλαγής προς το φως, στρέφεται με τα ολύμπια έπαθλα στους ουρανούς των ιδεών, όπου ο κάθε αγωνιστής βιοδοιπόρος ταυτίζεται με το τέλειο πρότυπό του. Γίνεται αγάπη κι αγκαλιάζει τα σύμπαντα.
−Να βάλουμε όρκο ότι : θα ’ρθούμε, μεγαλώνοντας να διανυκτερεύσουμε εδώ, επάνω στο βουνό, για να προλάβουμε ν’ ακούσουμε το χάραμα τη μουσική ομιλία του φωτός.
Τώρα ας πούμε τρεις φορές : « Ορκίζομαι στο φως »
−Ορκίζομαι στο Φως. Ορκίζομαι στο Φως …
Πλάι μας η πηγή μάς ραίνει σταγόνες άχραντου νερού. Όλα είναι μία βάφτιση μέσα στον κύκλο τον αιώνιο της ζωής, στο άρωμα των υακίνθων.
Ο Ποιητής
Κι όλη στο μάκρος της αφρόσκονης έως ψηλά πάνω από το κε-
φάλι μου η πλαγιά χρησμολογούσε και σισύριζε με τρεμετίσματα
μωβ μυριάδες και χερουβικά εντομάκια.
(Ελύτης)
Το να κάθεσαι στον ίσκιο ενός υπεραιωνόβιου πλατάνου, στα γόνατα μιας υπερ – γιαγιάς εκατοχρονίτισσας και να σου διηγείται τα περασμένα σπουδαία, είναι ίδιο με το να βρίσκεσαι μες στην αγκάλη του αιώνα και να παρακολουθείς τις εικόνες του.
Όμως, η Βάβω δεν λέει μόνο. Λέει και κλαίει. Λέει και γελάει. Λέει και τρικυμίζεται, σα να τη φυσούν οι άνεμοι των γεγονότων. Για την πατρίδα της Ανατολής, τους αγαθούς ανθρώπους της, που όμοιοί τους δεν ξανάγιναν στον κόσμο και για το πώς, ξεριζωμένοι φτάσαν σε τούτον τον ευλογημένον τόπο κι απ’ το μηδέν ξανάρχισαν τη ζωή τους, κάνοντας την πέτρα σπίτι και σχολείο και εκκλησία, και κάρπισαν τη χέρσα γης με την αξιοσύνη τους. Και πως δεν πρόλαβαν ειρηνεμένα ούτε τα καινούργια παιδιά ν’ αναστήσουν, όταν τους βρήκε άλλος μεγάλος πόλεμος. Ήρθαν οι εχθροί και τους ρήμαξαν, σπίτια επίταξαν, τους πήραν τ’ άλογα, τους πήραν τα γεννήματα, παίρναν τους άντρες δούλους στα μεταλλεία, κι άλλους τους σκότωσαν.
Γι’ αυτό, ήρθε μέρα που το χωριό ερήμωσ’ από άντρες, ως και τ’ αγόρια κρύψαν πάνω απ’ τα δώδεκα. Έγιναν αντάρτες στα βουνά, αθώρητοι, και συνεννοούνταν με τη γλώσσα των πουλιών. Έτσι, γυναίκες κι άντρες κελαϊδούσαν κι αντάμωναν ή κρύβονταν καλύτερα ή εξορμούσαν, ανάλογα με το σύνθημα . Τούτη τη γλώσσα τούς την έμαθαν οι ορεσίβιοι βοσκοί, που απ’ τ’ αρχαία χρόνια των περσικών πολέμων, γενιά – γενιά, την έφεραν μέχρις εμάς. Γιατί και ο εχθρός είναι αρχαίος και όλο μεταλλάσσεται.
Όμως, η γλώσσα των πουλιών μένει αιωνίως ίδια κι ανοίγει τα φτερά του λυτρωμού της ελευθερίας.
−Παιδιά μ’ , παιδιά μ’ – μας αγκαλιάζει η Βάβω – να είσθε μονιασμένα, να είσθε αγαπημένα, για να νικάτε κάθε εχθρό στη ζωή σας.
Κατά πως το λέει ο μύθος ο παλιός :
«Ενός γεωργού οι γιοί εμάλωναν. Αυτός, επειδή με πάρα πολλές συμβουλές του δεν μπορούσε να τους αλλάξει το φέρσιμο με λόγια, σκέφθηκε ότι πρέπει να το κάνει με πράξη, και τους ζήτησε να του φέρουν μια δέσμη από ραβδιά. Έπειτα, αφού τους έδωσε ενωμένα όλα τα ραβδιά, τους διάταξε να τα σπάσουν. Επειδή, όμως, δεν μπορούσαν, αφού έλυσε την δέσμη, έδωσε σε αυτούς από ένα ραβδί. Όταν, λοιπόν, αυτοί εύκολα τα έσπασαν, είπε «Ακριβώς έτσι, λοιπόν, και εσείς, παιδιά μου, εάν είστε ομονοιασμένοι, θα είσθε στους εχθρούς σας ανίκητοι, εάν όμως μαλώνετε, ευάλωτοι».
Κι έλεγε ο πάππος κι ο προπάππος μου :
«Από καλούς θα μάθεις τα καλά
μα αν με κακούς αναστραφείς
χάνεις και αυτά που ξέρεις».
Γιατί «ει χωλώ παροικήσεις, υποσκώπτειν μαθήσεις»,
αν συγκατοικήσεις κοντά σε κάποιον που κουτσαίνει, θα μάθεις να
κουτσαίνεις και συ.
Η ζωή μας βάζει διαρκώς σε δοκιμασία ανάμεσα στο καλό και στο κακό.
Είμαστε σαν τον Ηρακλή, που έπρεπε να διαλέξει ποιον δρόμο θα ακολουθήσει, της Αρετής ή της Κακίας ∙ κι εκείνος διάλεξε τον δύσκολο δρόμο της Αρετής κι έγινε ήρωας, φθάνοντας ως τον Ουράνιο Όλυμπο.
Η Ποιήτρια
Να τραγουδούν μαθαίνανε οι βάτραχοι στα παιδιά τους
το μοσχαράκι σε κοιτούσε για να το θυμάσαι,
οι χωριάτες σε καταχτούσαν δίχως βία,
με κείνη την πίκρα που την κουβαλούν
σ’ έναν τορβά τραγόμαλλο, με το ψωμί τους.
(Ρίτα Μπούμη-Παππά)
Αναζητώντας μικρές κόκκινες πασχαλίτσες, που τις μαζεύουμε σε σπιρτόκουτα, για να τις ξαμολύσουμε πάνω στα λιόδεντρα, βρεθήκαμε στον μαγευτικό κόσμο του δάσους, όπου τα βήματά μας μαλακά πατούν σ’ ένα παχύ στρώμα από πευκοβελόνες και φύλλα τόσο απαλά, που νιώθεις δίχως βάρος, να πατείς στα σύννεφα. Μας σηκώνει η γη, σαν μάνα, που με τα χέρια απλωμένα ψηλά κατά τον ουρανό, κρατεί το βρέφος της και το νταχταρίζει. Μυρίζουν αναμμένο πνεύμα τα ρετσίνια των πεύκων, των κέδρων, των σκίνων, τα θυμάρια, τα φλισκούνια, οι ρίγανες… κάθε φυντάνι φυτρωμένο στη θέση του από πάντα, κηρύσσει μέσα στης φύσης τον υπέροχο ναό την μυστική διδασκαλία, καθώς του ήλιου οι αχτίνες υφαίνουν σκάλες αιθέριες ανάμεσ’ από τα κλαδιά.
Θαύμα η φύση κι όνειρο ενός Θεού… Κάτι με βεβαιώνει πως το αληθινό το θαύμα βρίσκεται πίσω απ’ τ’όνειρο.
Ακούγονται ομιλίες ανθρώπων απ’ την πλαγιά. Ζυγώνουμε, κοιτάμε. Ένα παιδί δέκα χρονών, έχει καμωμένο από δυο κλαδιά δεμένα κάθετα έναν σταυρό και τον κουνάει στον αέρα, σαν σημαία, ψάλλοντας. Ο άλλος, ο μεγάλος, είναι ο γεωπόνος, ― καθώς λένε ― της περιοχής.
−Τι είναι αυτό; ― ρωτάει.
−Ο Σταυρός του Χριστού μας – λέει το παιδί.
−Βρε Αρσένιε, χαζός είσαι ! Μην τα πιστεύεις αυτά. Δεν υπάρχει Θεός.Αυτά και όλα τα περί θρησκείας είναι κατασκευάσματα και εφευρέσεις των παπάδων. Εμείς είμαστε εξέλιξη του πιθήκου.
Και ο Χριστός ένας απλός άνθρωπος ήτανε.
Γέλασε ειρωνικά ο γεωπόνος κι έφυγε.
Το παιδί καταστεναχωρημένο, μπερδεμένο ανάμεσα στον πίθηκο και στον Θεό, ξάπλωσε αποκαμωμένο κάτω στη γη, σε μεγάλη περισυλλογή. Μονολογεί και λέει :
«Για στάσου ! Ο Χριστός, που ήρθε στη γη, δεν ήταν ο καλύτερος και ο πιο αγαθός που έχει περάσει ποτέ; Ποτέ κανείς δε βρέθηκε να δει ή να βρει σ’ Αυτόν τίποτα κακό. Ε, λοιπόν, είτε είναι Θεός είτε δεν είναι εμένα δεν με νοιάζει. Εγώ, με βάση το ότι είναι ο πιο καλός που πέρασε από τη γη, και επειδή δεν γνωρίζω άλλον καλύτερον απ’ Αυτόν, θα προσπαθήσω, όσο μπορώ, να του μοιάσω και να κάνω απόλυτη υπακοή σε όλα όσα μου λέει το Ευαγγέλιο.Ακόμα, αν χρειαστεί, για την τόση Του καλοσύνη και τη ζωή μου θα δώσω γι’ Αυτόν !»
(από τον Βίο Οσίου Παϊσίου Αθωνίτη)
Έμεινε το παιδί ανάσκελο , ανακαθισμένο στο χώμα , να κρατεί τον σταυρό του, να ξορκίζει το θηρίο της εποχής, μες στην ερημιά, που σφύζει από ζωή.
Οι μικρές πασχαλίτσες, που ελευθερώνουμε στα φύλλα του ασημένιου ελαιώνα, για να φυλάξουν τον καρπό από τον δάκο που τον χαλάει, δείχνουν μια φωτεινή συνεργασία ανθρώπου – ζώου, όσο ελάχιστο κι αν είναι στο ανάστημά του, όμως το έργο του μεγάλο, αφού είναι πολύ προτιμότερο από τα δηλητήρια που ψεκάζει ο γεωπόνος και μολύνεται ο αέρας, τα νερά, φυτά, ζώα και άνθρωποι και πεθαίνουν πριν την ώρα τους. Πόσο σπουδαία κάνει το φυσικό της έργο η πασχαλίτσα, ανυποψίαστη για τα επιτελεία των επιστημόνων, των τεχνικών και παραγόντων οικονομικών, που βάλθηκαν να την ανταγωνιστούν με τον χειρότερο τρόπο.
Κατηφορίζουμε να ξεδιψάσουμε στη μεγάλη κρήνη με τους γέροντες. Στην πλατεία κόσμος μαζεμένος, ακούγονται όργανα και χορεύουν σε μισόν κύκλο παλικάρια με μαύρη παλαιά φορεσιά και χρυσοκίτρινα σειρήτια. Στη μέση του κύκλου χτυπά ένα μεγάλο τύμπανο, πλάι του ένας λυράρης σαϊτεύει τις χορδές κι από κοντά ένας άλλος κρατεί στην αγκαλιά ασκό άσπρο που, φυσώντας κι εκείνο ξεφυσώντας, αφήνει με τα δάκτυλά του που κινούνται επιδέξια σε μια φλογέρα στην άκρη του οργάνου, οξύ υψηλό ήχο, σα να ξεσκίζεται δαντελωτά ο αέρας κι ανοίγει στα σωθικά μας κάτι μνήμες απροσδιόριστες, που δεν τις έχομε ζήσει. Ξάφνου, κάθε λίγο, ένας τους βγάζει φωνή δυνατή, ιαχή, σαν παράγγελμα, και οι χορευτές αλλάζουν το μοτίβο των κινήσεών τους, που είναι τέλεια συντονισμένες, με τα χέρια τους σφιχτοκρατημένα, να σηκώνονται ψηλά και να ξανακατεβαίνουν αποφασιστικά, σε κυματισμούς, χτυπώντας τα πόδια στο δάπεδο, κι άλλοτε πάνω σε γόνατα λυγισμένα, και το στήθος τους να πάλλεται ζερβόδεξα από κάποιο αόρατο συναίσθημα, που τους διοχετεύει τόλμη και ανδρεία.
−Πυρρίχιος χορός.
Η μουσική δυναμώνει τον ρυθμό της, ακολουθώντας τώρα τους χορευτές, που έγιναν ένας νους και μια ψυχή, εκστασιασμένοι, με τέλεια παράδοση σ’ εκείνο το αόρατο, που σπαρταράει, να μπολιαστεί μέσα σε όλους.
Πάνε κι έρχονται τα κύματα του χορού, μέσα σ’ έναν μαγνητικό κύκλο, όπου μουσικοί, χορευτές και θεατές, συνεπαρμένοι ανεμίζουμε επάνω σ’ έναν αστραφτερό γαλαξία.
Σταματά η μουσική απότομα, κι εγώ ακόμη γυρίζω τους κύκλους, πάνω στη μύτη του ενός ποδιού…
−Τραπεζούς, Τραπεζούς, Πατρίδα αγιασμένη !
Λέει ορθός Γέροντας, προεξέχων στο «σώμα» των ευσεβών γερόντων, που ντύθηκαν τις παραδοσιακές τους στολές, να τιμήσουν την μνήμη της αγαπημένης Ευξείνιας Ποντιακής τους πατρίδας.
−Ο πυρρίχιος χορός των Ποντίων είναι τόσον παλαιός, όσον και ο άνθρωπος. Γεννήθηκε σα νανούρισμα ενός Θεού* και γι αυτό η ποντιακή ράτσα είναι καθαγιασμένη και ο Πόντος αποτελεί τα Άγια των Αγίων της Ελληνικής φυλής.Περί τα είκοσι δύο χιλιάδες έτη, πριν την γέννηση του Χριστού, όταν ο Θεός Ζευς ενηλικιώθηκε, ταξίδεψε ** στην εύφορη παραλία του Ευξείνου Πόντου και προέτρεψε τους Κρήτες να την εποικήσουν.Έτσι κι έγινε.Ήρθαν και ρίζωσαν οι Κρήτες στα όμορφα νοτιοανατολικά παράλια, προστατευμένοι από μεγαλόπρεπα βουνά και κοιλάδες με τα ωραιότερα άνθη του κόσμου και λογής – λογής γεννήματα.
Μετά από χρόνια, ο Ζευς περνώντας από τη γη του Πόντου σταμάτησε, για να μιλήσει στους παλιούς φύλακές του. Αυτοί χάρηκαν και παρέθεσαν γεύμα στο Θεό, γλέντησαν και χόρεψαν πολεμικούς χορούς και, αφού τελείωσε το γλέντι,άρχισαν να παραπονιούνται στον Δία ότι δεν περνούν καλά.
Ο Ζεύς – Δίας στεναχωρήθηκε για την αχαριστία των παλαιών φυλάκων του και εκνευρισμένος αναποδογύρισε το τραπέζι κι έφυγε από εκεί.
Αυτοί για την ανάμνηση του γεγονότος και καθαγιασμό του τόπου από την πόλη και της έδωσαν το όνομα «Τραπεζούς ».
Ας σημάνουν οι Κουρήτες – Κρήτες – Ποντιοκρήτες τα ξίφη στο τύμπανο τον ρυθμό της Μουσικής και με κύκλους ευλαβικούς ας χορεύομεν την χάριν που μας εδόθη να υπηρετούμε τον χρόνο μας, φυλάττοντες τον νέο Θεό, που εντός σπηλαίου ύλης ενδυναμώνεται κι αστράφτει Πνεύμα.
Σημειώσεις :*Τον πυρρίχιο πρωτοχόρευαν οι Κουρήτες στην Αερία – Κρήτη, για να καλύπτουν με τους ήχους των τις φωνές και τα κλάματα του νεογέννητου Διός στο σπήλαιο της Ίδης, για να μην τον υποψιαστεί ο Κρόνος, που έτρωγε τα παιδιά του. **Ο μύθος αναφέρεται από τον Διόδωρο Σικελιώτη.
Ο Ποιητής
Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού χτυπώντας με λαλιές
τα γαλανά αναστάσιμα
Κι όλα τα κρύα νησιά θ’ ανάψουν τα μαλλιά τους για να σεργιανίσουν
Με αθώες φλόγες και με βότσαλα τα ερωτικά πελάγη
Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή
της πλώρης
Που χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες των απλών καλών
ανθρώπων.
(Οδ. Ελύτης)
Στο τέλος του δευτέρου δεκαημέρου του αλωνάρη μήνα, παραμονή της γιορτής του Ήλιου και τ’ Άη Ηλιά, ανεβαίνουν οι προσκυνητές το βουνό, με τα μοσχοβολημένα βοτάνια του και κατασκηνώνουν ψηλά στο πλάτεμα, μπροστά απ’ το σύδεντρο της πηγής. Εκεί, στο πλάι των μεγάλων βράχων, που το νερό αναβλύζει, κείτεται σπήλαιο βαθύ, που οδηγεί στα έγκατα της γης. Στην είσοδό του αναρτημένα εικονίσματα του Θείου, αργυρόχρυσα αναθήματα, θυμιάματα, λυχνάρια, καντήλια και μανουάλια από άμμο συναγμένη στην πέτρα, περιμένουν το έλαιον και το πυρ των ευχαριστιών. Ανάβουν και τη μεγάλη δάδα στον βωμό του ναού του Απόλλωνος, με τις κολόνες – καθεμιά κι ένας δρόμος του Ενός προς τον Κόσμο, κάθε μια και μια άνοδος του ανθρώπου προς τον Θεό. Τρίτη εστία ευχαριστιακού πυρός ανάβουν στο ξέφωτο της κατασκήνωσής τους οι προσκυνητές κι ολόγυρα σε κύκλο καθισμένοι προσεύχονται την ειρήνη του Φωτός.
Ξημερώνοντας, δένει καθένας από μια κορδέλα ευχών στα κλαριά της χιλιόχρονης βελανιδιάς και, καθώς μυστηριακά η Ηώς αποκαλύπτει του αιθέρος τ’ ολόγυμνο σώμα, πέφτει η δρόσος απαλά κι όλα βαφτίζονται στο ύδωρ της Ζωής.
Ανεβαίνοντας ο Ήλιος στον ορίζοντα της Ανατολής, άλλο μυστήριο φανερώνεται στα δυτικά : η σκιά του όρους, ένα τέλειο ισόπλευρο τρίγωνο, σαν σκιά πυραμίδας, εκτείνεται στον πέρα κάμπο.
−Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου.
Σταυροκοπιούνται οι γυναίκες. Οι γέροντες μ’ αετίσιο μάτι παρατηρούν κατά βοριά τον ουρανό, να κρίνουν και να προμαντέψουν τον καιρό.
−Θα ’χομε βαρυχειμωνιά. Ιδέστε, εκεί στα βορειοδυτικά πυκνώνονται τα σύννεφα…
−Τι έχει μέσα στη μνήμη του το σύννεφο;
−Πρώτα, την απέραντη ουράνια θάλασσα και τη βαθειά Νύχτα. Έπειτα, τον καθοδικό χορό των δροσοσταλίδων και της βροχής αλλά και του κεραυνού τη συγκλονιστική φωτιά. Κατόπιν, τις πηγές στη γη, τους ποταμούς, τι λίμνες και τις επίγειες θάλασσες-θαλάμια και θαλάμους της σύναξής του. Μετά, του ήλιου τα φιλιά και των ανέμων τ’ αγκαλιάσματα, που το ανεβάζουν δοξαστικά πάλι στους ουρανούς, με υδρατμούς και φυσαλίδες…
Μα πιο καλά στη μνήμη του κρατεί του Θεού τις εικόνες, καθρεφτισμένες μέσα στους κρυστάλλους των χιονονιφάδων. Καθεμιά κι ένα ξεχωριστό πρόσωπο της Αγάπης του Θεού προς τον Κόσμο.
−Ήταν, κάποτε, ένας επίμονος άνθρωπος κι έσκαβε να βρει νερό, για να ποτίζει το περιβόλι του. Κι όταν το βρήκε και το άντλησε και συναρμόνισε το βιός του, εξακολούθησε να ψάχνει, να βρει τη ρίζα του νερού.
Περιπλανήθηκε πολύ σε θάλασσες και ωκεανούς κι έφτασε ως επάνω στις ψηλές πηγές των βουνών κι ακόμα εισχώρησε στα βαθιά σπήλαια , να βρει ποια είναι η αιτία και από πού το νερό γεννιέται.
Όλα τα πλάσματα είχαν να του πουν έναν λόγο για το νερό, γιατί όλα, ανθρωποι, ζώα και φυτά, απ’ αυτό κρατούσαν τη ζωή τους. Όμως , κανείς δεν ήξερε ποια είναι η πρώτη του αρχή.
Κι ως κάθισε να ξεκουραστεί κοντά σε μια υπόγεια λιμνούλα, στο βάθος μιας σπηλιάς, κοιτούσε μαγεμένος τους υπέροχους σταλακτίτες , που το ίδιο το νερό, μέσα σε χιλιάδες χρόνια, σταγόνα – σταγόνα είχε φτιάξει : πανέμορφα σχέδια, με χρώματα αλλού χρυσαφένια, αλλού γαλάζια, αλλού λευκά, αλλού ρόδινα άστραφταν στις ακτίνες του ήλιου, που έμπαιναν από ένα ψηλό άνοιγμα των βράχων.
Ένας κρυμμένος κόσμος Ονείρων.
Πώς πέρασαν οι ώρες κι ήρθε η νύχτα, ούτε που το κατάλαβε, αφού, γι αυτόν πια ο χρόνος είχε σταματήσει, θαυμάζοντας το μεγαλείο της Φύσης. Ο θαυμασμός αυτός τον κρατούσε άγρυπνο εκεί στα κρυστάλλινα παλάτια,με μία μόνο σκέψη:να βρει την μυστική αρχή του νερού.
Κ Και, καθώς κοιτούσε τα ήσυχα νερά της μικρής λιμνούλας, βλέπει μέσα τους ολοστρόγγυλη την Σελήνη να στάζει δάκρυα. Κοιτάει ψηλά, από το άνοιγμα των βράχων. Νύχτα σκοτεινή και η Σελήνη ολοφώτιστη.
Σκαρφαλώνει, βγαίνει απ’ το άνοιγμα της σπηλιάς στον έξω κόσμο, σηκώνει τα μάτια προς τον Ουρανό και, μέσα στη γαλήνη της Νύχτας, βλέπει τις ρίζες του Νερού σ’ όλα τ’ αστέρια.
−Σοφός ο λόγος του παραμυθιού. Το Φως της Αγάπης του Θεού που δημιουργεί τα πύρινα Αστέρια, μέσα σ’ αυτά γεννά τα πρώτα φυσικά στοιχεία, όπως είναι το υδρογόνο Η και το οξυγόνο Ο που, όταν ενώνονται δυο προς ένα, αντίστοιχα, φτιάχνουν το Νερό – Νεαρό Ύδωρ.
Μέσα σ’ αυτό γεννιούνται όλες οι μορφές της Ζωής στον Κόσμο μας
Είναι το «ζων ύδωρ»
Ο Ποιητής
Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών
τ ης : Μ ε σ η μ έρ ι
(Ο. Ελύτης)
Ένας όμιλος κοριτσιών και αγοριών έρχεται υμνολογώντας, χορεύοντας σε κύκλο ολόγυρα από την εστία του βωμού. Κρατούν στα χέρια ράβδους που έχουν σφαίρα στην κορυφή κι απ’ αυτήν κρέμονται άλλες σφαίρες μικρότερες και τις κινούν να περιστρέφονται, μ’ έναν αρμονικό ρυθμό.
Στον αρχαίο βωμό του Θεού του Φωτός ένας μεγάλος κρύσταλλος πάνω σε στάχυα, καρπούς και έλαιον συνάζει τις ακτίνες του Ήλιου και ανάπτει το ιερόν πυρ σε «θυσίαν αινέσεως»
Είναι η ώρα η δωδεκάτη του Ήλιου.
Τώρα η μυστική σιγή ανοίγει την αυλαία των Ουρανών, να νιώσει ο άνθρωπος την Α ρ χ ι κ ή Π η γ ή του.
Ο
Ο Ποιητής
Μες στη σιωπή ερίζωσα.
Τη σάρκα μου επνευμάτωσες.
Μου έδωσες Φως να ζήσω».
(Άγγελος Σικελιανός)
Ουράνιες άρπες ψάλλουν :
Άγιος Κύριος ο Θεός ημών
Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον
αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών
αινείτε Αυτόν εν τοις υψίστοις
αινείτε Αυτόν πάντες οι Άγγελοι Αυτού
αινείτε Αυτόν πάσαι αι Δυνάμεις Αυτού
αινείτε Αυτόν επί ταις δυναστείαις Αυτού
κατά το πλήθος της μεγαλοσύνης Αυτού
εν ήχω σάλπιγγος, εν ψαλτηρίω και κιθάρα . Αινείτε εν τυμπάνω και χορώ, εν χορδαίς και οργάνω
Αινείτε Αυτόν εν κιμβάλοις ευήχοις …
Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον
−Πρόσχομεν τα Άγια τοις Αγίοις
−Τον συνάναρχον Λόγον Πατρί και Πνεύματι ανυμνήσομεν,
ύμνοις τιμήσομεν
−Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον
και πάντα τα εντός μου
το όνομα το άχραντον Αυτού
−Κύριος εν τω Ουρανώ ητοίμασεν τον θρόνον Αυτού
και η Βασιλεία Αυτού πάντων δεσπώζει
−Έτη και έτη του Κυρίου δεηθώμεν :
Κύριε ελέησον.
―Ότι Σου το Κράτος και Σου η Βασιλεία και η Δύναμις και η Δόξα
του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος νυν και αεί
και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
«Τετραβάμοσιν ποσίν», με τέσσερα πόδια χορεύει ο Ήλιος
τους σταυρούς ξανοίγοντας ολοένα
και όλα γίνονται Φως.
* * *
Μαζεύοντας βότανα στο βουνό, ακούσαμε κουδουνάκια στον αέρα και γαβγίσματα σκυλιών .Απορήσαμε που τα κοπάδια των αιγοπροβάτων έβοσκαν μόνα τους,και οι τσομπανόσκυλοι τα πρόσεχαν σαν άνθρωποι .
Ανηφορίζοντας, ανταμώνουμε τους τσομπάνους, να στεργιώνουν ξερολιθιές. Ολόγυρα, κρεμασμένα σε κλαδιά δέντρων γιδοτόμαρα, σαν από άλλην εποχή… Πώς βρεθήκαμε όλοι καθισμένοι κάτω από την γιγάντια δρυ, ν’ ανταλλάσουμε γνώμες, ευχαριστημένοι για την αντάμωσή μας, ένας θεός καλά το ξέρει …
−Εμείς κρατούμε την παράδοσή μας απ’ τον Απόλλωνα, οπού ’βοσκε τα κοπάδια των Θεών. Ένα πρωινό, όμως, σαν πήγε να τα βγάλει στη βοσκή, τι βλέπει; άδειο το μαντρί. Ε, σαν θεός της μαντικής που ήταν, το είδε αμέσως ποιος ήταν ο κλέφτης. Ένα μωρό, ούτε μιας μέρας, παιδί της νύμφης Μαίας και του Δία, ο αδελφός του Ερμής. Αυτός, αφού πλανήθηκε στα πέρατα του κόσμου, βρήκε τα θεϊκά τα βόδια στους στάβλους τους στην Πιερία. Τα πήρε, νύχτα, και τα ’φερε στον Αλφειό ποταμό, να πιουν να ξεδιψάσουν. Μετά τα ’κρυψε εκεί κοντά σ’ ένα βαθύ σκοτεινό σπήλαιο, και, πετώντας στη σπηλιά της Κυλλήνης, όπου γεννήθηκε, μπήκε στη μωρουδιακή του κούνια, κι αποκοιμήθηκε, από την τόση κούραση της πρώτης μέρας του στη γη.
Έρχεται ο Απόλλων στη σπηλιά, του ζητάει το κοπάδι του, μα ο μικρός Ερμής αρνιέται ότι το ’χει πάρει. Τον παίρνει στα χέρια του ο Απόλλωνας και πετάνε στον Όλυμπο, όπου στη σύναξη των Θεών, ο Δίας, γελώντας για την αποκοτιά του μωρού, διατάζει τον Ερμή να δείξει στον αδελφό του Απόλλωνα, πού έκρυψε τα βόδια και να του τα παραδώσει. Έτσι, αναγκάζεται ο Ερμής και φέρνει τον Απόλλωνα στην Πύλο, όπου είχε κρυμμένα τ’ αθάνατα βόδια των Θεών του Ολύμπου.
Όμως, κατόπιν, όταν λίγων μερών ακόμη μωρό ο Ερμής είδε μια χελώνα, φαντάστηκε με το καβούκι της να κάμει όργανο μουσικό. Γι’ αυτό πήρε το κέλυφος, έκοψε μικρά καλάμια και τα στερέωσε στην άκρη του, έβαλε και τεντωμένα έντερα αμνάδας για χορδές κι έφτιαξε την πρώτη λύρα. Τότε, άρχισε να παίζει με τις χορδές κι ο ήχος γλυκός μάγεψε όλους του θεούς που τον άκουγαν θαυμάζοντας.
Ο Απόλλωνας, ενθουσιασμένος από τ’ όργανο αυτό του Ερμή, ζήτησε να του το δώσει, γιατί είχε έμπνευση, να κάνει έργα μ’ αυτό. Πρόθυμα, τότε, ο Ερμής του χάρισε τη λύρα του, κι έτσι αλάφρωσε απ’ το βάρος της προηγούμενης αταξίας του προς τον Απόλλωνα.
−Παίζει κι ο τραγοπόδαρος ο Πάνας το σουραύλι του και κάνουμ’ όρεξη κι εμείς, να παίζουμε με τις φλογέρες μας. Έτσι, γεμίζει η μέρα μας ευχαριστίες προς τον ουρανό που μας σκέπει, κι είν’ ευχαριστημένα και τα κοπάδια μας, όμως, το πιο σπουδαίο απ’ όλα : γεμίζει νόημα ο καιρός.
−Αυτούς τους τόπους, που εμείς τώρα πατούμε, τους βλόγησαν προσευχές μοναχικών ανθρώπων, στον κίνδυνο και στη χαρά τους, μα ο Θεός το θέλησε, να τους βλογήσει ένας αληθινός Άγιος, κατά πως διηγούνται οι παππούδες μας. Ο Άγιος Νεκτάριος σκαρφάλωνε στα ψηλώματα, στις σπηλιές, στα δάση, κατέβαινε και στις αμμουδερές αγκάλες του γιαλού και σε κάθε μορφή που συναντούσε, ένιωθε ευγνωμοσύνη και χρέος. Οι τσομπάνηδες και οι ψαράδες, οι ξωμάχοι, οι γέροντες, μόλις τον έβλεπαν, έβγαζαν τους σκούφους από τα κεφάλια τους και στήνονταν προσοχή.
−Αδέλφια μου, παιδιά μου, ευλογημένα τέκνα του Κυρίου … σιγοψιθύριζαν τα χείλη του Τ Την ημέρα που θα ξεκινούσε και θα ’φευγε για άλλον τόπο, να διδάξει το Θείο κήρυγμα, όπως του όριζε το χαρτί που του ’στειλαν, αποχαιρέτησε τις δαντελωτές ακρογιαλιές του Αιγαίου, τα μυρωμένα δάση, κι ο κόσμος, μικροί, μεγάλοι, από κάθε άκρη, μαζεύτηκαν, να τον ξεπροβοδίσουν. Άλλος του ’δινε βασιλικό στο χέρι, άλλος λουλούδια.
−Τι θ’ απογίνουμε τώρα;
−Μη μας ξεχνάτε … μη μας ξεχνάτε… Ανάμεσα σ’ αυτούς ξεχώρισαν μερικές μορφές γερόντων, με σκεβρωμένα πρόσωπα και ροζιασμένα χέρια του μόχθου, που κρατούσαν κλώνους μυρσίνης. Οι περισσότεροί τους φορούσαν φουστανέλλες. Έρχονταν βήμα-βήμα. Έρχονταν ομαδικά. Και οι άλλοι, οι πολλοί, τους άνοιγαν τόπο να περάσουν. Τον περικύκλωσαν αμίλητοι,αγέλαστοι,σκυφτοί, κι ένας – ένας έσκυβε και του φιλούσε το χέρι.
Όλοι μαζί ήταν κάτι το συναρπαστικό, μια συνοδεία κουρασμένων οδοιπόρων, μια άβυσσος από ιστορία και χρόνο.
−Καλήν αντάμωση εκεί … στην επάνω πατρίδα, του έλεγαν…
Από στόμα σε στόμα κρατιούνται τα λόγια φυλαχτάρια μιας άσβεστης φλόγας, που τινάζει σπινθήρες στις ψυχές μας
Σημείωση :Από την βιογραφία :«Άγιος Νεκτάριος- ο Άγιος του 20ου αιώνα» του Σ. Χονδρόπουλου
Ο Ποιητής
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη
των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης
ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ’ αλώνια
ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το Χαίρε :
ΧΑΙΡΕ της ερημίας των νησιών η Αγία
( Ελύτης )
Το πανηγύρι στο νησάκι του Σωτήρος έβαλε σε μεγάλη κίνηση το χωριό από μέρες πριν. Οι νοικοκυρές συνεννογιούνταν τι θα φτιάξει η καθεμιά, για να μην λείψει τίποτε, από τα πρόσφορα της λειτουργίας, ως το κοινό γιορταστικό τραπέζι. Οι άντρες στα εργαστήρια, κάτι να μαστορέψουν, κι από κοντά τους και οι γέροντες. Οι κοπέλες φρεσκάριζαν τις ολοκέντητες παραδοσιακές τους φορεσιές, που παραδίνονται από μάνα σε κόρη, από βάθος χρόνου. Τα παιδιά γεμάτα έξαψη κι ευθύνη, προβάρουν τους ομαδικούς χορούς τους και κάθε ώρα που περνά μεγαλώνει την προσμονή της χαράς, φτάνοντας στην παραμονή της γιορτής.
Όμως, ξαφνικές στριγγιές ζώων, απεγνωσμένες, γεμίζουν τον αέρα με μιαν αβάσταχτη αγωνία. Τρέχω και βλέπω σκοτωμένα ζώα στα χέρια αιματοβαμμένων ανθρώπων. Η κόλαση είναι αυτή και οι διαόλοι της οι άνθρωποι.
Σηκώνει συναγερμό η ψυχή μου, φωνάζω, τρέχω … Άδειος ο στάβλος, λείπει το μοσχαράκι, ο Μπούλης.
Έρχονται τα παιδιά, όλο αυστηρή θλίψη.
−Έτσι κάνουν ∙ τα σκοτώνουν, για να τα φάμε.
−Να μην τα φάτε ποτέ, ποτέ. Τόσα και τόσα έχει ο άνθρωπος να φάει. Δεν είναι λύκος, άγριο θηρίο που κατασπαράζει τα άλλα, για
να φάει.
−Αν δεν τα φάμε εμείς, θα μας φάνε αυτά,― λένε οι μεγάλοι.
−Ψέμα, ψέμα. Μόνο χορταράκι τρώνε. Γιατί τόσον καιρό περνάμε αγαπημένα, άνθρωποι και ζώα και ο ένας βοηθάει τον άλλο : άλλα μας
δίνουν το γάλα τους, το μαλλί τους, άλλα δουλεύουν σκληρά για μας , σέρνουν αμάξια, φορτώματα, οργώνουν, αλωνίζουν …
−Όμως, τα σκοτώνουν…
−Είναι προδοσία … προδοσία … λέω μες στα κλάματα και τρέχω, τρέχω, δε με χωρούν οι δρόμοι, μολυσμένοι από μια ύπουλη συνωμοσία των μεγάλων, που σκοτώνουν τ’ αγαπημένα τους ζώα. Δεν θέλει να κρατήσει ο νους μου το πώς μπόρεσαν εκείνοι που κοίταζαν τ’ αθώα μάτια κι έλεγαν παινέματα στα ζωντανά τους, πώς αυτοί οι ίδιοι τα σκότωσαν και τα κομμάτιασαν και πώς μπορούν να τα τρώνε. Δεν είναι ανθρώπινος αυτός ο τρόπος … είναι θηρίου. Βγαίνουν οι λέξεις μες στ’ αναφιλητά :
― Πώς σκότωσες αυτό που αγάπαγες ; δεν είσαι άνθρωπος, θηρίο είσαι … θηρίο …
Τρέχω … ώσπου, με σταματά ένα ολόρθο ανάστημα, λαχανιασμένη να ολοφύρομαι. Σηκώνω τα μάτια, κοιτάζω : Ο Γέρων … Μου σκουπίζει με τα μακριά του δάχτυλα τα δάκρυα από τα μάγουλα
−Στην πόλη, στο χασάπικο της γειτονιάς – του λέω – έχει κρεμασμένη μια εικόνα μεγάλη :« Ο καλός Ποιμένας » : στη μέση ο Χριστός, μ’ ένα αρνάκι επάνω στους ώμους του κι ολόγυρά του πρόβατα, που τα φυλάει με αγάπη.
Όμως, ο χασάπης τα σκοτώνει και τα πουλάει. Είναι προδοσία.
Είναι το πιο μεγάλο λάθος … Λένε ψέματα…
−Μας το είπε ο προπάππος μας ο Άρατος :
«Χάλκινη γενεά,
άνθρωποι πιο κακούργοι απ’ τους παλιούς
που πρώτοι χάλκεψαν το φονικό μαχαίρι
και το ’φεραν στο φως και πρώτοι
σφάξαν και γεύτηκαν τα βόδια π’ αλατρεύαν»
«βοών επάσαντο αροτήρων*»
… έφαγαν τα βόδια που οργώναν..
Λέει ∙ κι από το χέρι κρατώντας με οδηγεί ο Γέρων, με ήρεμο αθόρυβο βάδισμα, σιγά – σιγά, σ’ έναν κήπο, με κύκλους λουλουδιών πρωτοθώρητων, όλο χρώματα κι αρώματα μεθυστικά, ένα αιώνιο θαύμα. Και τα πουλιά αφόβητα να πετούν ανάμεσά τους, όλο γλυκά κελαϊδίσματα. Πιο ’κει μια στέρνα με βατράχια που λιάζονται και πηδούν στα νερά τα στολισμένα ροδόλευκα νούφαρα. Ακούω φωνή γνώριμη … Ένα πελώριο πουλί υπέροχης μορφής, που φτάνει την τελειότητα του παραδείσου, βηματίζει αργά, ισορροπώντας το βάρος της πανέμορφης ανοικτής βεντάλιας των φτερών της ουράς του, όλο μάτια ορθάνοιχτα, να κοιτάζουν τα πάντα : Το παγώνι. Γαλαζοπράσινοι, σμαραγδένιοι και βαθυκύανοι αστραφτεροί χρωματισμοί , ποικιλμένοι με ρουμπινιών ανακλάσεις και ιώδεις ονειρώσεις.
−Τον καιρό των προ- προ-προγόνων μας, να ξέρεις, στη Μεσόγειο η ζωή κυλούσε ευλογημένη με τέλεια αρμονία – λέει ο Γέρων – Μοναδική τροφή των ανθρώπων τότε, ήταν το γάλα των αγελάδων. Δεν ήταν, όμως, ένα απλό γάλα. Ήταν μαγνητισμένο. Οι πρόγονοί μας αυτοί ήταν πολύ πιο μορφωμέ-νοι από τους σημερινούς ανθρώπους και, πάνω απ’ όλη την χώρα, είχαν ένα αόρατο μαγνητικό πέπλο που τους κάλυπτε από ψηλά και έδινε δύναμη σε όλα τα πλάσματα, φυτά, ζώα και ανθρώπους, να μην αρρωσταίνουν. Ζούσαν ειρηνικά σε μια διαρκή άνοιξη, για πάνω από χίλια χρόνια ο καθένας.
Οι αγελάδες τους, που έκαναν το μαγνητικό γάλα, είχαν μακρύτατα κέρατα και μάλιστα των ταύρων* τα κέρατα ήταν λοξά οριζόντια κι έβγαζαν από πάνω τους αστραπές, λάμψεις, φώτα, γιατί το δεξιό κέρατο είχε θετικό ηλεκτρομαγνητισμό και το αριστερό αρνητικό. Η ροή της δύναμης αυτής ήταν τόσο απίστευτα μεγάλη και ορμητική, που σε κάποια απόσταση από τα κέρατα του ταύρου, γινόταν η επαφή των δυο διαχωρισμένων ρευμάτων κι εσχημάτιζαν σπινθήρες, κρότους, εκρήξεις, με χρωματισμούς και λάμψεις,που δημιουργούσαν ιδιαίτερη χαρά και μεγάλη εντύπωση στους προγόνους μας Δραβίδες. Αλλά αυτή η δύναμη σκορπούσε και θεραπευτικά αποτελέσματα, γιατί οι άνθρωποι ξανάβρισκαν την αρμονία των δονήσεών τους και ξαναρχόταν η υγεία στο φυσικό τους σώμα.
Έτσι, το μαγνητισμένο αγελαδινό γάλα και η απορροή από τα κέρατα των ταύρων ενός ανώτερου μαγνητισμού πότιζαν και ανανέωναν τα κύτταρα, με την αιώνια ουσία της ζωής, την Αμβροσία.
Στη μινωική Κρήτη γίνονταν τα Ταυροκαθάψια, μεγάλες γιορτές προς τιμήν της Αγίας Μητέρας Φύσης. Σε αυτές τις γιορτές τρεις χορευτές, καλογυμνασμένοι, χόρευαν με τη μουσική, μαζί με έναν ταύρο. Οι δυο στα πλάγια του και ο τρίτος επάνω του όρθιος, ακροβατώντας τέλεια σε κάθε κίνηση του ταύρου, πηδώντας στον αέρα και διαγράφοντας κύκλο, ισορροπούσε πάνω στα χέρια του, με τα πόδια ψηλά. Κι όλοι εθαύμαζαν τον ιερό χορό, συγκινημένοι : πόσο τέλεια αγάπη και συνεννόηση ένωνε το ζώο με τον άνθρωπο συνταιριασμένα. Κι απ’ τη μεγάλη χαρά, όλο φούντωνε η αγάπη αυτή στα στήθια τους και τους ένωνε με το καθετί ζωντανό και με το κάθε χαλίκι και με το κάθε αστέρι κι όλος ο κόσμος η αγάπη αυτή που κυματιστά χορεύει…
Για έναν τέτοιο κόσμο είσαι εσύ, κόρη μου …
Αχ, θα πονέσεις, πολύ θα πονέσεις από ’δω κι εμπρός.
Μα έχεις τη νίκη στα χέρια…
Σημείωση :*Από την «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ» του Νικολάου Μαργιωρή .Στα Ταυροκαθάψια ο ταύρος και οι χορευτές συμβολίζουν τον Αστερισμό του Ταύρου.
― Κοίτα, Γέροντα, μια μακριά γραμμή, στο χώμα,σαν σχοινάκι,κουνιέται, περπατάει, είναι ζωντανή. Τι πράγμα είναι αυτό; Γελά ο Γέροντας.
−Είναι κάμπιες που πορεύονται. Πιάνει η μία την άκρη της άλλης, για να ’ναι όλες μαζί και να μην χάνονται. Είναι τυφλές και μόνο με το κορμί τους νιώθουν τον κόσμο σερνάμενες,σαν τα σκουλήκια.Γεννιέται ένα πλήθος από δαύτες μέσα σε μια χούφτα-φωλιά από φύλλα ή πευκοβελόνες κι εκείθε βγαίνουν και ρουφούν τον χυμό των φυτών, να τρέφονται.Όταν πια δεν έχουν άλλο να φάνε, τότε κινούνε όλες μαζί, να εύρουν δένδρο χλοερό ν’ ανέβουν, για να ’χουν σίγουρη τροφή και να ζήσουν σύμφωνα με τη φύση τους. Είναι μακρύς ο δρόμος τους κι όλο κινδύνους : μην τις καταβροχθίσουν τα πουλιά, μην τις ποδοπατήσουν ζώα κι άνθρωποι, μην τις διαλύσει δυνατή βροχή, μην ξεστρατίσουν μερικές και χαθούν μόνες στον απέραντο κόσμο. Γίνεται κι αυτό, όταν , καθώς προχωρούν , κάποιες από αδυναμία ή από υπερβολική ορμή χάσουν την επαφή με τις άλλες κι από ’κει και πέρα μόνη της καθεμιά θ’ ακολουθήσει την τύχη της. Είναι πολλές, που άμα εύρουν πλούσια χαμηλά φυτά, μένουν εκεί και τρέφονται και παχαίνουν στους ίσκιους, ριγμένες σε μεγάλο φαγοπότι, ώσπου σκάνε και πέφτουν να γίνουν χώμα μες στη γης.
Όμως, εκείνες που τραβούν μπροστά τ’ αψήλου κι ανεβαίνουν σε δέντρο ψηλό και ηλιόλουστο, μόνον αυτές κατορθώνουν να φέρουν εις πέρας τον σκοπό της ζωής τους, μέσα στο μεγάλο δάσος του κόσμου. Αυτές που κινούν διαρκώς μπροστά, να βρουν τον ανοδικό δρόμο προς το φως , δεν ικανοποιούνται μόνο στο να φάνε, όμως βρίσκουν χαρά να υφαίνουν τις ακτίνες του ήλιου σ’ ένα κουκούλι ολόγυρά τους,μεθυσμένες απ’ το τραγούδι του φωτός. Γίνονται χρυσαλλίδες κι εργάζονται εσωτερικά την μεταλλαγή τους σε καλύτερες οντότητες . Τότε γίνεται το μεγάλο θαύμα, που η Μητέρα Φύσις εφρόντισε ν’ αμείψει όσους με αυταπάρνηση αγωνίζονται, να πραγματώσουν τη Ζωή: φτερά αιθέρια κι ωραιόχρωμα φυτρώνουν στο σώμα τους και μάτια, να θωρούν τις ομορφιές και δυο λεπτές κεραίες, ν’ ανιχνεύουν τ’ αρώματα των ανθών.
Το σερνάμενο ζωύφιο, που αγωνίσθηκε ανεβαίνοντας να φθάσει το φως, μεταμορφώνεται σε υπέροχη πεταλούδα «ψυχή»― καθώς την ονόμαζαν οι παλαιότεροι άνθρωποι – γιατί ακριβώς δείχνει τον αγώνα της ψυχής να βγει από το τυφλό υλικό σώμα, να το μεταλλάξει και να εκδη λωθεί πανώρια και χαριτωμένη, χορεύοντας στην αρμονία του φωτός.
―Να, να οι ωραίες πεταλούδες ολόγυρα … είναι …
―Να ξέρεις, οι ωραίες πεταλούδες – ψυχές δεν πεθαίνουν ποτέ, είναι αιώνιες, γιατί γνωρίζουν στο νόμο της μεταλλαγής αρμονιζόμενες, να πετούν ερωτευμένες ολοένα, πλησιάζοντας το πρώτο Μέγα Φως, τον Δημιουργό της Ζωής και των Κόσμων.
Σ’ ένα ωραίο περιβολάκι στον κατήφορο, ένας ρασοφόρος άντρας εργάζεται. Τον χαιρετούμε. Είναι ο καλόγερος του Μοναστηριού της Παναγίας Θεοτόκου. Έρχεται κοντά μας και μας οδηγεί ψηλότερα στον πετρόχτιστο ναό, ανάμεσα από φουντωμένα βασιλικά σε κάθε σκαλοπάτι, που ευωδιάζουν την δρόσο των θαυμάτων. Εδώ βρέθηκε η εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου Μητέρας, σύμφωνα με δική της υπόδειξη.
Έπαιζαν τα παιδιά στον χέρσο τόπο, κι αυτός, που τώρα είναι καλόγερος, εξάχρονο παιδί, τότε, βλέπει μπροστά του μία πανύψηλη γυναίκα, ως δυο μπόγια ανθρώπου, να τον καλεί. Φορούσε ένδυμα μακρύ, σκούρο, σαν των μοναχών, και το παιδί, ως την είδε : ― Τι θες, γιαγιά; Της λέει. Κι εκείνη του αποκρίνεται:
―Δεν είμαι γιαγιά. Είμαι η Παναγία, κι εκεί, μέσα στα βράχια κρυμμένη βρίσκεται η εικόνα μου. Να πεις να με βγάλουν … Είπε και χάθηκε.
Έτρεξε το παιδί, το είπε στους γονέους του, το είπαν στον ιερέα του χωριού, το είπαν στον πρόεδρο της κοινότητας, έκαναν κι άλλες ενέργειες με την μητρόπολη. Πήγαν, είδαν τον τόπο, όλο βράχια. Δεν μπόρεσαν να εύρουν το εικόνισμα… Πέρασαν λίγα χρόνια, κι ήρθαν μπουλντόζες και μηχανήματα, να φτιάξουν μεγάλον καινούργιο δρόμο. Τότε, το παιδί ξεσήκωσε πάλι τις αρχές, να μηνύσουν στα συνεργεία το πράγμα, για να βρεθεί η εικόνα.
Όταν, λοιπόν, τέλειωσαν από τον δρόμο, έστειλε ο εργολάβος την μπουλντόζα εκεί που του υπέδειξαν. Έψαχναν ώρες. Τίποτε. Ώσπου, κάποια στιγμή η μπουλντόζα σταμάτησε απότομα κι ούτε μπρος έκαμε ούτε πίσω. Είπαν πως θ’ άναψε η μηχανή της από το ζόρισμα στα βράχια. Απογοητεύτηκαν πολύ, ως τα δάκρυα. Έκαμαν να φύγουν κατά το χωριό, παρατώντας εκεί το μηχάνημα. Τότε το παιδί, έφηβος πια, σκύβει εκεί μπροστά στη μπουλντόζα, βγάζει με τα χέρια του λιθάρια και κοτρόνια και βλέπει από κάτω το εικόνισμα. Σταυροκοπιέται και το σηκώνει στο φως του ήλιου. Συγκλονίστηκαν όλοι από το ζωντανό θαύμα, που παράστεκε στη ζωή τους θεία ενέργεια και προστασία.
Κατόπιν, ρίχτηκαν με φιλότιμο μεγάλο στη δουλειά, καθένας με τη μαστορική του κι έφτιαξαν μεγάλη περικαλή εκκλησία και με δωρεές ήρθαν και οι καμπάνες, έγινε και η αγιογράφηση. Κι έγινε εκείνο το παιδί μοναχός, να ιερουργεί της Παναγίας Μητέρας το μέγα Μυστήριο. Με προσωπική του νυχτοήμερη εργασία κι έγνοια χτίστηκαν ολόγυρα ξενώνες, βιβλιοθήκες, γηροκομείο, ορφανοτροφείο, κήπος ζωολογικός, κήπος βοτανικός, και της ευεργεσίας τα καλόδεκτα δώρα συνεχίζουν να φέρνουν κι από τόπους μακρινούς προσκυνητές σ’ αυτήν την γέφυρα, που ο ουράνιος κόσμος με το δικό μας γήινο ανταμώνονται, μέσα σε κήπους αγαλλιάσεως, που ένα παιδί ολογέλαστο κι ευφρόσυνο συνεχίζει να σπέρνει τα μυστικά άνθη Εκείνης της Μεγάλης Μητέρας, που γεννά κόσμους, εγκυμονώντας το Λόγο.
Ο Ποιητής
«Ποιος είναι των πολλών ο ένας και του ενός ο κλήρος τι; »
(Οδυσσέας Ελύτης)
Και είπεν ο Ιησούς :
−Αμήν αμήν λέγω υμίν, ο μη εισερχόμενος δια της θύρας εις την αυλήν των προβάτων, αλλά αναβαίνων αλλαχόθεν, εκείνος κλέπτης εστί και ληστής ∙ ο δε εισερ-χόμενος δια της θύρας ποιμήν εστι των προβάτων . τούτω ο θυρωρός ανοίγει, και τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει, και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα και εξάγει αυτά.και όταν τα ίδια πρόβατα εκβάλη , έμπροσθεν αυτών πορεύεται, και τα πρόβατα αυτώ ακολουθεί, ότι οίδασι την φωνήν αυτού ∙ αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν. Ταύτην την παροιμίαν είπεν αυτοίς ο Ιησούς ∙ εκείνοι δε ουκ έγνωσαν τίνα ην ά ελάλει αυτοίς. Είπεν ουν πάλιν αυτοίς ο Ιησούς ∙ αμήν αμήν λέγω υμίν ότι εγώ ειμι η θύρα των προβάτων, πάντες όσοι ήλθον προ εμού, κλέπται εισί και λησταί ∙ αλλ’ ουκ ήκουσαν αυτών τα πρόβατα. Εγώ ειμί η θύρα ∙ δι’ εμού εάν τις εισέλθη σωθήσεται, και εισελεύσεται και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει. Ο κλέπτης ουκ έρχεται ει μη ίνα κλέψη και θύση και απολέση ∙ εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν. ( (Ιωαν. Ι΄ 1-10)
Ο Ποιητής
Κρατώ στην ποδιά
ένα νιογέννητο πρόβατο
και βυθίζω το πνεύμα
στ’ αγαθά του βλέμματα.
Κοιτώ τους κάμπους
να εισπνέουν ειρηνικά
τη βραδινή σιγή
και χαιρετώ τις ψυχές
των πραγμάτων.
(Γιάννης Ρίτσος)
«Και είπεν ο Ιησούς,
εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός ∙ ο ποιμήν ο καλός
την ψυχήν αυτού βάλλει υπέρ των προβάτων.
Ο δε μισθωτός, και μη ων ποιμήν, του οποίου δεν είναι
τα πρόβατα ιδικά του, θεωρεί τον λύκον ερχόμενον,
και αφήνει τα πρόβατα και φεύγει ∙ και ο λύκος
αρπάζει αυτά και σκορπίζει τα πρόβατα.
Ο δε μισθωτός φεύγει, διότι είναι μισθωτός, και δεν μέλει αυτόν
περί των προβάτων.
Εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός, και γνωρίζω τα εμά,
και γνωρίζομαι υπό των εμών. Καθώς με γνωρίζει ο Πατήρ,
και εγώ γνωρίζω τον Πατέρα και την ψυχήν μου βάλλω
υπέρ των προβάτων.
Και άλλα πρόβατα έχω, τα οποία δεν είναι εκ της αυλής ταύτης∙
και εκείνα πρέπει να συνάξω ∙ και θέλουσιν ακούσει την
φωνήν μου ∙ και θέλει γίνει μία ποίμνη, είς ποιμήν.
Δια τούτο ο Πατήρ με αγαπά, διότι εγώ βάλλω την ψυχήν μου,
δια να λάβω αυτήν πάλιν.
Ουδείς αφαιρεί αυτήν απ’ εμού, αλλ’ εγώ βάλλω αυτήν απ’ εμαυτού ∙
εξουσίαν έχω να βάλω αυτήν και εξουσίαν έχω πάλι να λάβω αυτήν.
Ταύτην την εντολήν έλαβον παρά του πατρός μου.
( ( …. .)
Τα πρόβατα τα εμά ακούουσι την φωνή μου, και εγώ
γνωρίζω αυτά και με ακολουθούσι.
Και εγώ δίδω εις αυτά ζωήν αιώνιον ∙ και δεν θέλουσι
απολεσθή εις τον αιώνα, και ουδείς θέλει αρπάσει αυτά
εκ της χειρός μου.
Ο Πατήρ μου όστις μοι έδωκεν αυτά είναι μεγαλύτερος
πάντων ∙ και ουδείς δύναται αρπάσει εκ της χειρός
του Πατρός μου.
Εγώ και ο Πατήρ έν είμεθα».
(Ιωαν. ι΄ 11 – 30)
Ο Ποιητής
Μια μέρα τη ζωή που ’χασα την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου μοσχαριού
που με κοίταζε μ’ αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα γεννηθεί στην τύχη.
Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω άνω κάτω, να ψάχνω.
Ζητούσα να ψαύσω την ύλη των αισθημάτων. Ν’ αποκαταστήσω, από τις
νύξεις που έβρισκα διάσπαρτες μέσα στον κόσμο αυτόν, μιαν αθωότητα
τόσο ισχυρή που να ξεπλένει τα αίματα – το άδικο – και να εξαναγκάζει
τους ανθρώπους να μου αρέσουν.
( Οδυσσέας Ελύτης )
Επιστρέφοντας από την Μονή της Φανερωμένης Θεοτόκου Μητέρας προς το χωριό, μια ζυγαριά ταλαντώνεται μες στην ψυχή, πώς να ισορροπήσει τα φτερά των Αγγέλων της αγιότητας με το χυμένο αίμα των αθώων ζώων, που οι άνθρωποι σκοτώνουν και τρώνε!
−Γιατί, παππούλη, αφού ο Κόσμος είναι τόσο ωραίος κι οι άνθρωποι οι πιο
πολλοί καλοί, όμως υπάρχουν και κάποιοι κακοί, που χαλάνε και τους
άλλους ;
−Άκου, για να καταλάβεις : μια κακή σκέψη τραβά κι άλλες σκέψεις κακές
και κάνουν έναν άνθρωπο κακό ∙ κι εκείνος παρασέρνει κι άλλους και το κα-
κό μεγαλώνει κι αναποδογυρίζει ό,τι καλό έκαναν οι ειρηνικοί άνθρωποι το-
σα χρόνια πάνω στη Γης.
−Γιατί, γιατί, γιατί, γιατί; …
−Αχ κόρη μου, το ’χουν στο αίμα τους το κακό και δεν μπορούν να
μονιάσουνε με την τάξη του Κόσμου.
−Γιατί το ’χουν στο αίμα τους; Πώς βρέθηκε εκεί το κακό;
Σταματά ο Γέρων το ρυθμικό του βήμα, αναστενάζει και σηκώνει τα μάτια ψηλά, κατά τον ουρανό που αρχίζει να δείχνει τ’ άστρα του.
−Γύρευε να βρεις την αιτία εκεί ψηλά, σ’ εκείνο το πηχτό σκοτάδι …Λέει και δείχνει μ’ ένα νεύμα του, κατά νοτιοδυτικά, ένα κομμάτι ουρανό σχεδόν χωρίς αστέρια. Μαύρο σκοτάδι…
−Όμως,
μια καλή σκέψη τραβά κοντά της κι άλλες πολλές καλές σκέψεις κι ο καλός άνθρωπος κάνει και τους άλλους καλούς. Έτσι κάποτε όλοι θα γίνουν καλοί, γιατί η Ζωή τραβάει μπροστά με την Αγάπη.
* * *
Ο Ποιητής
Με όρτσα ψυχή, με άρμη στα χείλια,
με ναυτικά και με σαντάλια κόκκινα,
σκαλώνει μες στα σύννεφα,
πατάει στα φύκια τ’ ουρανού.
Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της,
μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας …
Άγγελοι, σία τα κουπιά
ν’ αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!
Νονά των άσπρων μου πουλιών,
γοργόνα Ευαγγελίστρα μου!
Τι μπάλες θαλασσιά γαρύφαλλα ρίχνουν
στο μόλο τα κανόνια σου!
Πόσες αρμάδες κοχυλιών βουλιάζουνε οι φωτιές σου
και πώς λυγάς τις φοινικιές, όταν τρελαίνεται ο γαρμπής
και σούρνει άμμους και βότσαλα.
(Οδ. Ελύτης)
Το δειλινό, με τα καΐκια, φτάνουμε στο νησάκι του Σωτήρος. Εκεί, επάνω στο μοναδικό λοφίσκο της περιοχής, φαντάζει σαν λευκό ψαροπούλι, ο μικρός ναΐσκος, καμωμένος με πέτρα κι, αντίς νερό, με κρασί. Το ’κανε τάμα ένας καπετάνιος, που κουβαλούσε βαρέλια κρασί με το καΐκι του, όταν τους έπιασε άγρια φουρτούνα, καταμεσής του πελάγου, κι ήταν για να χαθούνε, πέντε νομάτοι με το πλήρωμα.
Κι όταν πατήσανε στεριά, πελέκησαν τις πέτρες, έκαναν λάσπη με το κρασί και στέριωσαν το εκκλησάκι του πελάγου, πλάι σε αρχαίες κολόνες. Του Σωτήρος τ’ ονόμασαν για τη σωτηρία τους κι έφεραν απ’ αντικρινή στεριά και το άσπρισαν και του ζωγράφισαν απ’ έξω Γοργόνα Παναγιά, προς την Ανατολή, να ευλογεί, κατά ’κει που εκινδύνεψαν, τα πέλαγα.
Κάθε χρόνο έρχονται εδώ προσκυνητές πανηγυριώτες, κουβαλούν τα αναγκαία της γιορτής και κάνιστρα
γεμάτα τα πρώτα σταφύλια της χρονιάς, τις «απαρχές», να ευλογηθούν, κατά την αρχαία συνήθεια.
Στολίζουν και λειτουργούν το ερημοκκλήσι σε ολονύχτια παρακλητική και πρωινή γιορταστική ευχαριστία, στις 6 Αυγούστου. Στο τέλειωμα της ημέρας, κάθε παιδί φέρνει και ρίχνει στη θάλασσα ένα μικρό καραβάκι που έφτιαξε, μ’ ένα αναμ-μένο επάνω του κερί κι όλα μαζί τα φωτισμένα πλεούμενα αρμενίζουνε τις προσευχές μέσα στα ρεύματα της νύχτας, που κατεβάζει την αυλαία της προστασίας της στις φωτεινές συνειδήσεις των ανθρώπων.
Στον εσπερινό, με το χτύπημα της καμπάνας, μπαίνουμε μικροί – μεγάλοι στο εκκλησάκι, με κεριά, λαμπάδες, τάματα, με πανέρια γεμάτα πρόσφορα, με τις «απαρχές» των αμπελιών και το γλυκό κόκκινο κρασί της Θείας Κοινωνίας. Σιγή. Μόνο η φωνή του ιερέα μελωδεί τα πρέποντα, με την αντίστιξη ενός ψάλτη :
−«… την ημέρα πάσαν τελείαν, ειρηνικήν και αναμάρτητον
παρά του Κυρίου αιτησόμεθα»
−Παράσχου, Κύριε
−Άγγελον ειρήνης, φύλακα των ψυχών και των σωμάτων ημών
παρά του Κυρίου αιτησόμεθα
−Παράσχου Κύριε
−Σώσον ημάς, Υιέ Θεού, ο εναγής θαυμαστός, ψάλλοντάς Σοι:
Αλληλούια…
Τα πρόσωπα των Αγίων μάς κοιτάζουν από την αιωνιότητα. Τόσοι ανθρωποι ολόγυρα, μέσα και έξω, στεκούμενοι, αμίλητοι, σεμνοί ∙ άδειασαν-λες- από το βάρος και τις έγνοιες τους και πεταρίζουν για εκεί που ανεβαίνει ο θείος Ψαλμός και το θυμίαμα. Τα παιδιά αποκοιμιούνται κατάχαμα κι ονειρεύονται αγγελούδια καθισμένα επάνω σε αφράτα άσπρα σύννεφα. Καθένα επάνω στο ατομικό του σύννεφο -όχημα.
Ο Ποιητής ψιθυρίζει : «Όπου τρέμουσιν άπειρα
τα Φώτα της νυκτός,
εκεί υψηλά πλατύνεται
ο γαλαξίας και χύνει
δρόσου σταγόνας»
(Ανδρέας Κάλβος «Εις Μούσας»)
Επάνω, η νύχτα μοναδική, με αρώματα θαλασσινά, παντρεμένα με τις πνοές των βοτανιών. Κάθε άστρο κι ένας ολόκληρος κόσμος, φωτεινός, στέλνει φιλιά στον ουρανό, κι εκείνο το μαύρο σκοτάδι, που λέγαν και μας φόβιζαν, ψέμα ήταν, δεν έγινε ποτέ.
Οι Ποιητές μάς παραστέκουν :
−«Κοιμήθηκα κοιμήθηκα
στων Αρχαγγέλων τη σκιά
Στην ερημιά του φεγγαριού
στο κυματάκι του γιαλού»
«Είτε νυχτώνει είτε φέγγει
μένει λευκό το γιασεμί »
−«Ήχος γαληνός του αλαφρωμένου νερού,
δειλό περπάτημα στην άμμο των ψαράδων
-τα παιδιά κοιμούνται στις βάρκες
κι άγγελοι λούζονται στον ύπνο τους
Άρωμα χόρτου κι άρωμα των άστρων.
Δεν έχει σύνορα, μητέρα, ο κόσμος !…»
Κι ως ανεβαίνουν οι ώρες στην ακροκορφή του όρθρου, ο Ποιητής αποκρυπτογραφεί το Άπειρο :
―« Ω αμάραντο πέλαγο, τι ψιθυρίζεις, πες μου
από νωρίς είμαι στο πρωινό σου στόμα ∙
στην κορυφήν όπου προβάλλ’ η αγάπη σου
βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ’ άστρα,
τη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη γη.»
τη ττη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη (γη …»*α
Σημείωση: Οι Ποιητές : Οδ. Ελύτης, Γ. Ρίτσος, και πάλι Ελύτης.
Ξημερώνει …
Φέγγουν τα μάρμαρα και η φωνή του πρώτου πουλιού,αθέατη,δείχνει την αχνόασπρη γραμμή της νέας ημέρας στον ορίζοντα της Ανατολής. Η καμπάνα, χτυπά, πλάι στη δάφνη της εξώπορτας. Ο όρθρος αρχίζει δοξαστικά και όλα είναι προσηλωμένα στο Μεγάλο Μυστήριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ιησού Χριστού :
―«Όρος το ποτε ζοφώδες και καπνώδες, νυν τίμιον και άγιον εστιν, εν ω οι πόδες σου έστησαν, Κύριε ». «Ισχύν των εθνών κατέδεσθε, φίλοι μαθηταί ∙ θαυμασθήσεσθε δε τω πλούτω αυτών, ότι δόξης πληρούσθε, ως οφθήσομαι, λαμπρότερον ηλίου εξαστράπτων, εν αγαλλιάσει μέλποντες ∙ άσωμεν τω Θεώ ημών, ότι δεδόξασται». Ο δε του φωτός διατμήξας το πρωτόγονον χάος, εν ω φωτί τα έργα υμνεί Σε, Χριστέ». «Προσενωπίω Σοι ώραι υπεκλίθησαν».
«Εύγε σοι τω Θαβώρ, τω πριν ζοφωδεστάτω, φωτός γαρ ηξιώθης ουκ αισθητού ηλίου, της άνω δε λαμπρότητος» (…) «Νυν τα ανήκουστα ηκούσθη ∙ ο απάτωρ γαρ υιός της παρθένου τη πατρώα φωνή ενδόξως μαρτυρείται, οία Θεός και άνθρωπος, ο αυτός εις τους αιώνας».
«Παραλαβών τον Πέτρον και Ιωάννην και Ιάκωβον,
ανέβη εις το όρος, δια να προσευχηθεί.
και, ενώ προσηύχετο, ηλλοιώθη η όψις του προσώπου αυτού,
και τα ιμάτια αυτού έγιναν λευκά εξαστράπτοντα.
Και ιδού, άνδρες δύο συνελάλουν μετ’ αυτού (…)
και ενώ αυτοί εχωρίζοντο απ’ αυτού (…) ήλθε νεφέλη
και επεσκίασεν αυτούς (…) και έγινε φωνή εκ της νεφέλης,
λέγουσα. Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός ∙ αυτού ακούετε.
Και αφού έγινεν η φωνή, ευρέθη ο Ιησούς μόνος.
Και αυτοί εσιώπησαν και προς ουδένα είπον εν εκείναις
ταις ημέραις ουδέν εξ όσων είδον» (…)
−Την ενότητα της Πίστεως και την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος
αιτησάμενοι εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω
Θεώ παραθόμεθα ».
Κοινωνούμε των αχράντων μυστηρίων.«Οίνος και άρτος» – λένε οι γέροντες και σκουπίζουν με την ανάποδη της παλάμης τους τις στάλες απ’ τα μουστάκια τους, βγαίνοντας στον αυλόγυρο, μ’ ένα κλωναράκι βασιλικό στο χέρι και το αντίδωρο των προσφορών.
Βγαίνουν και οι κοπελιές πλουμιστές μέσα στις ακριβές παραδοσιακές τους φορεσιές. Στο πλάτεμα, οι μεγάλοι ετοιμάζουν τα τραπέζια τους, ψήνουν τα σκοτωμενα ζώα τους, και κανονίζουν το γλέντι. Πιο κει οι οργανοπαίχτες κουρδίζουν και προβάρουν τα όργανά τους. Σε λίγο αρχίζει ο Μεγάλος Χορός …
Τα παιδιά τραβούμε για τα πιο ψηλά βράχια, ν’ αγγίσουμε το μυστικό ρούχο από φως του Ιησού. Πλάι τ’ αρχαία ερείπια, με τις σαύρες πάνω σε χρωματιστές θαυμαστές ψηφιδωτές ζωγραφιές : ελάφια, πουλιά, δελφίνια, άνθη, σπείρες, μαίανδροι, κι ένας πανέμορφος νέος ξανθός καθισμένος επάνω σε μια τίγρη :
ΔΙΟΝΥΣΟΣ γραμμένο τ’ όνομά του.
Δ Ι Ι ΣΩΤΗΡΙ ΦΟΙΒΩ ΤΕ ΔΙΟΝΥΣΩ ΑΝΑΘΗΜΑΤΑ
γράφουν τ’ αρχαία μάρμαρα αστράφτοντας στον ήλιο.
Μια μινιατούρα αιώρα* – σαν κουκλοπαίχνιδο – με δυο άσπρα περιστεράκια στους στύλους της κι ένα παιδάκι καθισμένο αιωρίζεται μπρος – πίσω στον αέρα των αιώνων.
Ο Ποιητής
Άγιε Σώζοντα, συ που εφοράς φουρτούνες
Ανέβασέ μου της θάλασσας το μάτι
Να κάνω μίλια μέσα του στην πράσινη διαφάνεια
Να φτάσω εκεί που σκάβουν τ’ ουρανού οι μαστόροι
Και να βρω πάλι τη στιγμή πριν γεννηθώ
Τότες που ευώδιαζαν οι βιόλες άμα δε νογούσα
Πώς δε νογάει την αστραπή του ο κεραυνός
Μόνο σε τεταρτοχτυπά – λάμψη όλος !
(Ελύτης)
( ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ)
* * *