Το Ρηνάκι
Τούτο το καλοκαίρι κυνηγώντας το φως, πόνεσα πολύ τα σπαράγματα του σκοταδιού.
Τα ψηλά βουνά, σαν ένας απλωμένος πτυχωτός μανδύας επάνω στο κορμί της γης, μας δέχονται στους κόρφους τους ν’ ανασαίνουμε τα μυστικά τους. Το γαϊδουράκι αργοπερπατάει ανηφορίζοντας πλάι στην ξερολιθιά, πάνω στο ζεστό χώμα που αχνίζει, καταμεσήμερο, στο λευκό φως που πάλλεται ανοίγοντας τους κύκλους των ουρανών : Αυτός ο ρυθμός μες στη σιωπή που βρίθει μυστικές συνομιλίες του παντός. Ένα «σπιν» μακρινού πουλιού, ένα αόρατο σύρσιμο, ο ιδρώς που σταλάζει στο λαιμό του δέντρου. Όλα παρόντα και συνάμα απόμακρα στην έκσταση της σιωπής του μεσημεριού που ξεγυμνώνει την ρομφαία του, ν’ αστράψει η πύλη του αοράτου γι’ αυτόν που μες στα σκοτάδια με τα διαμάντια των δακρύων του έκανε γύμναση φωτός.
Το υπομονετικό ζώο με τα μεγάλα βελούδινα μάτια του ζεμένο στην υποχρέωση των αναγκών του ανθρώπου αγόγγιστα ανεβαίνει σιγανά μα σταθερά το μονοπάτι του όρους, μες στο λιοπύρι, αφήνοντας από έναν μαλακό γδούπο κάτω απ’ τις οπλές του, ακριβώς με το ρυθμό που εξακτινίζονται οι κύκλοι του αιθέρος, συντονισμένο στους χτύπους μιας μικρής καρδούλας που περπατάει ξοπίσω του ξυπόλυτη πάνω στα λιθάρια και στο από μήνες διψασμένο χώμα. Είναι ένα μικρό κορίτσι που ακολουθεί την πορεία του καματερού ζώου, ψιθυρίζοντας λαχανιασμένο μικρά κοφτά λόγια, προσευχές και ψαλμωδίες, να εισακουστεί, τερματίζοντας αυτήν την οδυνηρή ανάβαση στη λύτρωση.
Μπροστά κρατεί τα γκέμια του γαϊδουριού η μάνα, αγρότισσα πολυβασανισμένη της προσφυγιάς. Με τα μάγουλά της βρεγμένα απ’ τα δάκρυα της ευθύνης, οδηγεί μες, απ’ τις κακοτοπιές το φορτωμένο ζώο, σ’ έναν σκοπό ζωής, τον πιο αρχέγονο : να κρατηθεί, να είναι αυτό που είναι :ζωή. Ζωή γι’ αυτό το πιο μικρό κοριτσάκι που σβήνει στον πυρετό γερμένο μπρούμυτα με το κεφάλι ακουμπισμένο επάνω στο λαιμό του ζώου. Χιμάει η μάνα να το ανεβάσει ψηλά στην ικεσία, στο έλεος, στην εκκλησία της Αγ. Παρασκευής, στην Αετόπετρα του όρους, να ευλογηθεί το παιδί, ν’ ανοίξει τα μάτια του απ’ την εξόντωση και αρρώστια. Ξοπίσω τους η ξυπόλυτη αδελφούλα παραστέκει στην συγκλονιστική πορεία σαν άγγελος γήινος που αγαπάει, όμως πονάει – πονάει βαθιά την αδυναμία της να βοηθήσει στον κίνδυνο, να δώσει υγεία, να κρατήσει τη ζωή. Η ψυχή της προτεταμένη στα χείλη της προσεύχεται στην Παναγία, στο Χριστό και στους Αγίους που της έμαθαν. Λόγια αρχαία των σοφών που άκουσε τον ιερέα να λέει, λόγια δικά της : παρακλήσεις και τάματα :
Κύριε, ελέησον, ευλόγησον Δέσποινα το μωρό μας
Παναγία Παρθένα μου, γιάνε την αδελφούλα μου,
σώσε το Ρηνάκι μας.
Καθημερινά περνούσε απ’ την εκκλησία του χωριού να καταθέσει στο Θεό το αίτημά της ,να ζητήσει δικαιοσύνη για τη Ζωή. Τις Κυριακές, τις γιορτές, τους εσπερινούς έψελνε στο ψαλτήρι πλάι στους μεγάλους, βοηθώντας τον ιερέα στη λειτουργία, καθάριζε, χτυπούσε την καμπάνα… Αδιαλείπτως προσευχόταν, να γίνει καλά η Ρηνούλα που εξαντλημένη απ’ την βαριά αρρώστια μισάνοιγε τα ματάκια της κι ήταν σαν το μπουμπούκι που σχίστηκε απ’ το κλαδί και κρέμεται σε μία ίνα ζωής. Όλον αυτόν τον καιρό που η μικρούλα χειροτέρεψε, το μεγαλύτερο κοριτσάκι βρισκόταν σε μίαν ύψιστη εγρήγορση αγαθότητας : να είναι καλή και δίκαιη με όλους, να έχει αγνές σκέψεις, να ευεργετεί, να κάνει θελήματα : όλα για να συντονίσει τις ευχές και των άλλων υπέρ της υγείας της μικρής. Όλα για να συντονιστεί η ίδια στην καθαρότητα του Λόγου του Παντός και να ζητήσει την υγεία της αδελφής της σε αντάλλαγμα της δικής της αρετής.
Η φτώχεια δεν της έδινε παπούτσια καλοκαιρινά. Μόνο κάτι παλιά λαστιχένια χοντροπάπουτσα της μεγαλύτερης αδελφής για τους χειμώνες με τις λάσπες και τα χιόνια. Ήταν και του καλοκαιριού η ευλογία που καταργούσε ως και τ’ απαραίτητα στη φυσική απλότητα της ζέστης. Στου χωριού τις αλάνες η ξυπολυσιά ήταν ανώδυνη, όμως στο βουνίσιο μονοπάτι οι πέτρες και τ’ αγκάθια της μάτωσαν τα πόδια. Μέσα της μια φωνή βεβαιώνει πως κι αυτό είναι μια θυσία προσφοράς που αναγνωρίζεται με ευμένεια απ’ το Θείο κι έτσι πιότερες ελπίδες γίνονται για τη χάρη των Ουρανών προς τον άνθρωπο. Και στ’ αντιστάθμισμα τούτης της φωνής έρχεται η άλλη φωνή που ολοένα προσεύχεται για το καλό, για τη ζωή, για την Ειρηνούλα, και που δεν βλέπει πέτρες, αγκάθια, εμπόδια και πληγές.
Το μεσημεριάτικο καύμα στεγνώνει τα κορμιά, όμως η θέληση τα σπρώχνει μπροστά, στην ανηφόρα. Όλα μοιάζουν ακίνητα να κοιτάζουν με κρυμμένα μάτια την αμίλητη πομπή, σαν τα μάτια των ελαφιών πίσω απ’ τις φτέρες, τις αγριοτριανταφυλλιές και τα βάτα. Σ’ ένα πλάτεμα σταματούν, να δροσίσουν το πρόσωπο και τα χέρια του άρρωστου κοριτσιού, να πιουν νερό από τη βρυσομάνα πηγή της Μεγάλης Δρυός, να δυναμώσουν λίγο, για να ’χουν αντοχή, ως να φτάσουν στον απότομο όρθιο βράχο της πλαγιάς, που βιβλίζει κάτω στον κάμπο με τις αγέρωχες φτερούγες των χρυσαετών απλωμένες να γυρίζουν κύκλους στον αέρα, να υφαίνουν μιαν αρμονία που μόνο τα παιδιά και οι ποιητές διακρίνουν.
Πλάι στο βράχο, οι χωριάτες έχτισαν ναΐσκο αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή, να φυλάει τον άγριο τόπο, να παραστέκει άγρυπνη βοηθός στον αγώνα της ζωής, τοποτηρητής μιας θαυμαστής ισορροπίας που κρατεί χιλιάδες χρόνια το βράχο καρφωμένο στην πλαγιά επάνω απ’ το χωριό. Σ’ αυτό το εκκλησάκι η προσκύνηση της Αγίας έρχεται να κλείσει έναν κύκλο ταμάτων της μάνας, που δεν έφησε ως τώρα εκκλησιά και μοναστήρι που να μην πάει το κοριτσάκι της για σωτηρία. Η κατάσταση έμενε σταθερή σε μιαν άρνηση που απόδιωχνε τις αντιστάσεις της ζωής και καταδίκαζε το μικρό σε αφανισμό. Γιατρό δεν είχε το χωριό. Η ανταλλαγμένη εμπειρία και τα γιατροσόφια δεν είχαν αποτέλεσμα, γιατί η ασθένεια ήταν πολύ σοβαρή και βαριά. Το πήγαν σ’ έναν σπουδαγμένο γιατρό στην πόλη. Τίποτα. Μόνη ελπίδα το θαύμα. Και πώς οι ξυπόλυτοι αθώοι να αξιωθούν το θαύμα;
Το θαύμα θέλει τις γέφυρες του ονείρου. Όμως πώς να ονειρευτούν την ευτυχία, για να ’ρθει η ευτυχία, όταν η καθημερινή κούραση τόσων μηνών που έγιναν χρόνος στέγνωνε μέσα τους κάθε άλλη εικόνα και κρατούσε επίμονα μεγεθυμένη τη θλιβερή όψη του μικρού κοριτσιού να προβάλλεται μπροστά απ’ όλα τ’ αντικείμενα και τις σκέψεις και να ζητάει σιωπηρά βοήθεια και δικαίωση. Η στεναχώρια στάλαζε μια βαριά πίκρα στις ψυχές που ένιωθαν την αδυναμία τους και σπαρταρούσαν στον παλμό του πυρετού της μικρής. Ένα κακοστημένο παιχνίδι θανάτου, όπου ο άνθρωπος απροετοίμαστος, γυμνώνεται στην άγνοιά του, αναζητώντας καθρέφτες να του δείξουν ποιος είναι, ποιος ο σκοπός του και τι μπορεί να κάνει. Σ’ αυτόν το λαβύρινθο των καθρεφτών πολλοί χάνονται, δίχως να βρεθούν ποτέ στον εαυτό τους.Σ’ έναν τέτοιον καθρέφτη βαδίζουν οι προσκυνήτριες, μπροστά η μάνα, στη μέση ξαπλωμένο το μικρό και πίσω το ξυπόλυτο κορίτσι με τις προσευχές και τα φυλαχτά.
Ο ήλιος στο μεσουράνημα δείχνει ακέραιη την αιώνια αλήθεια του. Καλεί εις αποκάλυψιν. Σφαίρες διάφανες αιωρούνται στην άπνοια τ’ αγέρα. Ένας τεράστιος αετός κάνει κύκλους μαγνητίζοντας τους θεατές του, φορτίζοντας την ενέργεια του πεδίου, για έναν σκοπό που ξέρει εκείνος που τον έστειλε κι εκείνος που τον ζήτησε.
Το άρρωστο κοριτσάκι παραμιλά απ’ τον πυρετό, αναστενάζει. Η ανάσα του γίνεται δύσκολη. Ανοίγει στιγμές τα μάτια, να πιαστεί απ’ τον κόσμο : ομορφιά, ομορφιά : δέντρα, πουλιά, μελωδικοί ήχοι. Ένα πονεμένο χαμόγελο σ’ αυτούς τους κύκλους που μικραίνουν πάνω απ’ το κεφάλι του, τραβώντας ολοένα το κέντρο τους σε απώτατα ύψη. Τα ματάκια κλείνουν.
Όταν ξεπεζεύουν το ζώο στο πλακόστρωτο, τους υποδέχεται ο μοναχός του ναΐσκου. Είναι απόγευμα. Παίρνει αγκαλιά η μάνα το παιδί και γονατίζει μπρος στο εικόνισμα. Δίνει η μικρή ένα μπουκάλι λάδι για τα καντήλια κι έρχεται, γονατίζει πλάι στη μάνα και σκύβει το κεφαλάκι της μπροστά με το μέτωπό της στο δάπεδο. Να νιώσει η μάνα γη τον πόνο της ψυχής και με τη δύναμή της να το φανερώσει στο Θεό των πάντων. Αφήνει η μάνα το κοριτσάκι κάτω απ’ την εικόνα της Αγίας, ξαπλωμένο σε μια διπλωμένη κουβέρτα, κοιμισμένο, βυθισμένο σ’ έναν άρρωστο ύπνο, που καίει εξατμίζοντας ό,τι έζησε : τ’ αγαπημένα πρόσωπα, το σπίτι, τα ζώα, τα παιχνίδια στον ήλιο, τ’ άστρα που ’ναι πολύ – πολύ μακριά, πάνω απ’ τα πιο ψηλά βουνά, κι όμως μας περιμένουν. Σκύβει η μάνα γονατισμένη σε μετάνοιες, αγγίζει με τα χέρια της το πάτωμα ψιθυρίζοντας ικεσίες, ξαναορθώνεται κοιτάζοντας στον ουρανό, τον θόλο με τον Παντοκράτορα κι ίσια μπροστά, προς την Ανατολή, την Παναγία Βρεφοκρατούσα.
«Έλεος, έλεος, σώστε τη Ρηνούλα μου» λέει και πέφτει πάλι σκυφτή μπροστά διπλωμένη στον πόνο τον αβάσταχτο που γίνεται ύστατη παράκληση.
Το μεγαλύτερο κορίτσι λέει και ξαναλέει όλες τις προσευχές που ξέρει, σταυροκοπιέται συνέχεια. Κλαίει κι αποκοιμιέται απαρηγόρητο πλάι στην άρρωστη αδελφούλα. Η μάνα γονατισμένη κοιτάζει τώρα την εικόνα της Αγίας. Το διάφανο φωτεινό πρόσωπο, τα μάτια της αγαθότητας γεμάτα δίκαιη ευθύνη, αγάπη, έλεος και ευεργεσία. Μάτια θεληματικά του καλού κοιτούνε από έναν κόσμο γαλήνης, ειρήνης, καταξίωσης στην τελειότητα. Έξω απ’ την κορνίζα ο πόνος σπαρταράει, η αδυναμία, η φτώχεια, η αμάθεια, η αρρώστια. Όλα γυρεύουν τρόπο απεγνωσμένα να εισχωρήσουν σ’ αυτόν τον μέσα ουρανό που ροδίζει το αυγινό φως της ελπίδας σ’ ένα τοπίο, όπου βηματίζουν αθόρυβα οι άγιοι μ’ έναν σταυρό ζωής στο χέρι μπρος στο στήθος τους.
«Άνοιξε τις πόρτες Σου, Θεέ μου, και σ’ εμάς τους φτωχούς, να γιατρευτεί απ’ τη Χάρη Σου η Ρηνούλα μας». Αυτή η φωνή μιλάει μέσα στην κουρασμένη γυναίκα που μένει ακίνητη γονατισμένη να κοιτάει μ’ έκσταση το ρόδινο ορίζοντα της εικόνας. Ο χρόνος σταμάτησε.
Δυο ανοιχτές παλάμες της πιάνουν τρυφερά τους ώμους : «Σήκω, ευλογημένη, πάρε τα παιδιά απ’ εδώ, να τα βάλουμε να κοιμηθούνε σαν άνθρωποι, να πέσεις κι εσύ να ξεκουραστείς. Το πρωί έχετε δρόμο δύσκολο να κάμετε». «Το Ρηνάκι άνοιξε τα ματάκια του; ανασαίνει; …» σκύβει, αφουγκράζεται η μάνα.
Έξω η νύχτα γυμνή στην αλήθεια της συντονίζει τους ρυθμούς της αρμονίας των κόσμων. Οι εγρήγοροι της ημέρας τώρα κοιμούνται παραδομένοι στα όνειρά τους. Η μάνα πέτρωσε καθισμένη πλάι στα κοριτσάκια της, αγρυπνάει, να φυλάει τον ύπνο τους, έτοιμη να διώχνει το κακό. Κάθε λίγο σκύβει πάνω απ’ το άρρωστο Ρηνάκι και βάζει τ’ αυτί επάνω στην καρδούλα του ν’ ακούσει το χτύπο. Τα βλέφαρά της κλείνουν βαριά από νομοτέλεια, μάταια η ψυχή πασχίζει με σκέψεις να τα κρατήσει ανοιχτά. Οι δυνάμεις της την εγκαταλείπουνε. Πιάνει το χεράκι της μικρούλας, να ’ναι πιο σίγουρη, αν κάτι γίνει … και βυθίζεται σε μια πηχτή θλίψη, σαν τον ναυαγό που απόκαμε να κολυμπά… Σπασμός. Τινάζεται, ψάχνεται να συγκεντρώσει τη θέλησή της
«Παναγιά μου συντρέχτρα… το παιδί σώσε,
ν’ ανοίξει τα μάτια του … πόσες βδομάδες
στάσιμη κατάσταση … λύτρωσέ το Παναγιά μου»
Μπροστά στο τέμπλο, η μικρούλα παραδομένη στον πυρετώδη ύπνο, έχει τα βλέφαρα κλειστά μες σε αχνές εικόνες που έρχονται και σβήνουν «Τι ’ναι ζωή, τι μη ζωή και τι τ’ ανάμεσό τους» : ηχώ που αντηχεί μες σε δωμάτια σιωπηλά, με τη δέσμη φωτός να μπαίνει λοξά απ’ τ’ ανοιγμένα παράθυρα και παιδιά καθισμένα ολόγυρα σιωπηλά να κοιτάζουν σοβαρά, ακίνητα. Μια κούνια αιώρα πάει – έρχεται μπρος – πίσω και τα γέλια των παιδιών μετεωρισμένα σε χρωματιστούς κρυστάλλους αιωρούνται ολόγυρά της. Είναι μία λουλουδένια κούνια μες στο φως, που χορεύει μπρος – πίσω και πάνω της η Ρηνούλα ανεβαίνει – κατεβαίνει, ξανανεβαίνει – πίσω πάλι τραβιέται και μπροστά με φόρα στην υπέροχη αιώρα, μέσα στ’ αρώματα όλων των ανθών του κόσμου. Ψηλά – ψηλά – ψηλά, χαμηλά αστραπιαία και πίσω ψηλά – ψηλά – ψηλά και χραπ μπροστά, πάλι χαμηλά και πίσω, και μπροστά ιλιγγιωδώς ψηλά – ψηλά – ψηλά κι εκσφενδονίζεται μέσα στο φως …
Στο χωριό ο θρήνος μαζεύει γυναίκες σε μιαν αγέρωχη στάση του ηττημένου, που ανδρειώνεται να περισώσει ό,τι του είναι βολετό. Στέκονται τα παιδιά, μια αγκαλιά, ακίνητα ολόγυρα στο ανθοστολισμένο κορμάκι της φευγάτης Ρηνούλας. Μάταια οι στριγκιές φωνές στα κλάματα των μεγάλων πασχίζουν να χαράξουν μιαν σχισμή φωτός στο σκοτεινό παραπέτασμα που εμποδίζει την ψυχή τους να δει το παραπέρα. Η ξυπόλυτη αδελφούλα χαϊδεύει το προσωπάκι, τα χέρια, τα μαλλιά της μικρούλας που δεν ξυπνάει πια ∙ της φέρνει άνθη απ’ την αυλή, φτιάχνει τις μπούκλες της …
… Κι όταν την πήραν και την έριξαν στο χώμα … σπαράζει, σφαδάζει να περνά ξυπόλυτη, γυμνή να σπάζει με το σώμα της τον καθρέφτη αυτόν που την παγίδεψε και την εμπόδισε στο θαύμα.
Ο Ποιητής
Αδελφή μου, η ακτή σου απομακρύνεται.
(Γιάννης Ρίτσος)