ελύτη – ένα δελφίνι ελληνικό
Ο Ποιητής
Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι
των παλαιών μου θαλασσών φρουροί και κλειδοκράτορες
εσείς που κατέχετε το μυστικό
σύρετέ μου στα μάτια ένα δελφίνι
Στα μάτια ένα δελφίνι σύρετέ μου
να’ ναι ταχύ, κι ελληνικό, και να’ ναι η ώρα έντεκα!
Να περνά και να σβήνει την πλάκα του βωμού
και ν’ αλλάζει το νόημα του μαρτυρίου
Οι αφροί του λευκοί ν’ αναπηδούν επάνω
τον Ιέρακα και τον Ιερέα να πνίξουν!
Να περνά και να λύνει το σχήμα του Σταυρού
και στα δέντρα το ξύλο να επιστρέφει
Ο βαθύς τριγμός να μου θυμίζει ακόμη
ότι αυτός που είμαι, υπάρχω !
Η ουρά του η πλατιά να μου αυλακώνει
από δρόμο ανεχάραγο τη μνήμη
Και στον ήλιο πάλι να με αφήνει
σαν αρχαίο χαλίκι των Κυκλάδων!
Τα σεντόνια παλεύω και τα χέρια τυφλά
στο σκοτάδι μάταια δοκιμάζω:
Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι
των παλαιών μου θαλασσών
φρουροί και κλειδοκράτορες
εσείς που κατέχετε το μυστικό
στην καρδιά την Τρίαινα χτυπήσετέ μου
και σταυρώσετέ μου την με το δελφίνι
Το σημείο που είμαι, αλήθεια ο ίδιος
με την πρώτη νεότητα ν’ ανεβώ
στο γλαυκό τ’ ουρανού- κι εκεί να εξουσιάσω!
(Οδυσσέας Ελύτης)