ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΖΩΝΤΑΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ
Ένα Παιδί αφηγείται :
‘Ερχονται οι μεγάλες γυναίκες
−Χαίρετε
―Ώρα καλή
―Είστε καλά;
―Ας λέμε καλά και τω Θεώ δόξα
Τα παιδιά έριξαν μπόι, σε λίγο θα μας φτάσουν…
―Ας είναι τυχερά αυτά τουλάχιστον. Να μην ιδούν πολέμους.
―Κοπιάστε μέσα να πιείτε μια λουίζα, μια μαστίχα…
Είναι οι γριές γυναίκες της γειτονιάς. Περνούν το κατώφλι, ανάμεσα από τις τζιτζιφιές, τις αγριοπασχαλιές και τ’ αγιοκλήματα. Μπαίνουν με μαλακό βήμα στο σπίτι, χαϊδεύουν τα μαλλιά των παιδιών με μιαν μακρόσυρτη γελαζούμενη φωνή σ’ ένα γλυκό λόγο και κάθονται με σεβασμό, μη θίξουν άθελά τους κάτι απ’ την νοικοκυρεμένη τάξη του δωματίου.
Τα παιδιά μαζεύονται ολόγυρά τους ντροπαλά, συνεσταλμένα και περίεργα, άλλα όρθια, άλλα καθισμένα, κοιτάζουν σιωπηλά περιμένοντας. Τι; Κάθε ηλικιωμένο πρόσωπο κι ένας ολόκληρος άγνωστος κόσμος. Περιμένουν τον λόγο ν’ ανοίξει έναν – έναν αυτούς τους παράξενους κόσμους και ν’ απλωθούνε μέσα τους, όπως μέσα στα όνειρά τους.
Οι πρώτες κουβέντες για τον κάματο της ημέρας κυλούν σαν ένας αποχαιρετισμός σ’ αυτό που πέρασε με αξιοσύνη και σύνεση.* Κατόπιν αρχίζουν οι παραλληλισμοί του σήμερα με το τότε :
―Θυμάσαι πώς εζήσαμε κι εμείς;
―Αν θυμάμαι;…εκοιμηθήκαμε με ταβάνι από επάνω μας και εξυπνήσαμε
βλέποντας τ’ άστρα ανάμεσα απ’ τους καπνούς των βομβαρδισμών…
―Δεν επροφτάσαμε να φάμε γλυκό ψωμί.
―Από παντού μας κυνηγήσανε. Στην πατρίδα είχαμε κι είχαμε τα πλούτη, εσοδείες
γεμάτες οι αποθήκες μας και λύρες χρυσές.
―Πρώτος του χωριού ήταν ο πατέρας μου. Όλοι τον σέβονταν, τέτοιος καλός και
άξιος άνθρωπος που ήταν. Κι ομορφάνδρας, λεβεντάνθρωπος. Ως κι οι Τούρκοι
τον είχαν σε υπόληψη μεγάλη. Είχε καπνοχώραφα. Ήταν καπνέμπορος. Όλα τα
καλά τα είχαμε. Κι από τα κέρδη μεγάλο μέρος ο πατέρας κρυφά έδινε στον
Αντών-Τσαούς με τους αντάρτες του στα βουνά, που έφευγαν το άδικο των
Τούρκων. Μεγάλη οικογένεια…Τρία κιούπια λίρες κρυμμένα στην αυλή. Τώρα
να πάμε, θα τα βρω. Εγώ ξέρω πού είναι…
―Δεν φοβάσαι την ζωή σου, εκεί είναι τώρα αγριάνθρωποι, δεν θα σε αφήκουν.
―Δεν είναι για το χρυσάφι. Είναι για τ’ άδικο. Εδούλεψε ο πατέρας μου
σκληρά κι όλοι οι θείοι και οι θειάδες, για να ζήσομε καλύτερα. Όμως
τους σκότωσαν κι όλα μας τα πήραν.
Θέλω να πάω, να βρω το σπίτι μου, να πάρω κάποιες λίρες. Είναι
Ο ιδρώτας των δικών μου ανθρώπων … το μόνο που έμεινε απ’ αυτούς… Κλαίει…Τραγουδάει σε μιαν αρχαία γλώσσα…
―Δεν τα θέλω τα λεφτά. Κομμάτια να γίνουν.
Εκεί μείναν θαμμένα τα όνειρά μας. Τα χρυσά ήταν για τις προίκες μας,
τρία κορίτσια, τρία νέα σπιτικά …
―«Το σπίτ’ έχτισα με τα γαίματα
Έμορφο κοτσάμ γιαπί (…ολόκρη όμορφη οικοδομή)
Τώρα λένε με : αυτό κ εν ντε σον (…δεν είναι δικό σου)
ντο να αυτά γα αείκω ζωήν » (τι να την κάνω τέτοια ζωή)
―Δεν βαριέσαι. Να λέμε «δόξα τω Θεώ», που είμαστε ζωντανές.
Σταυροκοπιούνται. Ανοίγουν τα χέρια, κοιτάζουν ψηλά ψιθυρίζοντας προσευχές. Ο αέρας τους μυρίζει μοσχοσάπουνο κι ανθάκια γαζίας.
Μια ώριμη γλύκα έχει ετούτος ο πόνος.
―Ναι. Είμαστε ζωντανοί, είμαστε και νεκροί.Η ζωή μου, θαρρώ εσταμάτησε, όταν
είδα όλο το χωριό σκοτωμένο.
―Ο Θεός σε φύλαξε να ζήσεις εσύ, να κάνεις παιδιά, να χαίρεσαι εγγόνια.
―Ας είναι όλα ευλογημένα… Δόξα σοι, Κύριε! Παράπονο δεν έχω. Φτωχά
περνάμε, μα είμαστε καλά. Ειρήνη στον κόσμο…
Ειρήνη… Αυτό να λέμε νύχτα – μέρα.
Σταυροκοπιούνται.
―Κι εδώ που ήρθαμεν, στον νέον τόπον, δεν προλάβαμε να σταθούμεν και μας έκαναν πόλεμον.
―Τι πείνα ετραβήξαμε κι αρρώστιες, ελονοσία…
Δεν είχαμε ούτε νερό να πιούμε.
―Ως και λάδι της μηχανής εφάγαμε και μας εθέρισε τα σωθικά.
―Θυμάσαι τους φασίστες στον πόλεμο; Είχαν γεμάτες τις τσέπες τους
φαγώσιμα, σοκολάτες…
―Τα παιδιά μας πεθαίναν στην πείνα
―Έβλεπες στο δρόμο παιδιά με πρησμένες κοιλιές και κοκαλιασμένα
μέλη…
―Και κοπέλες και παλικάρια, τέζα στο δρόμο σκοτωμένους …
―Κύριε, τι είδασι τα μάτια μας…
Σταυροκοπιούνται.
―Τι γίνεται ο άνθρωπος στον πόλεμο … ένα θηρίο.
―Ένας γίνεται θηρίο κι άλλος γίνεται αρνί.
―Πόσοι επέθαναν από πείνα, για να δώσουν το σισσίτιό τους στα παιδιά τους…
―Πόσες χιλιάδες άνθρωποι εχάθηκαν στις μάχες, από τους βαρβάρους
γερμαναράδες και τους κοκορόφτερους Ιταλούς μακαρονάδες…
εκατομμύρια άνθρωποι
―Βάρβαροι, σκληροί … Δεν ήταν άνθρωποι εκείνοι που εκίνησαν να
μπουν στις πόλεις, στα χωριά, στα σπίτια, να τα χαλάσουν όλα, για να γίνουν
εκείνοι αφεντικά.
―Είπαν οι επιστήμονες «ήταν τρελός ο αρχηγός τους»
―Ένας τρελός κι έκανε τόσους γνωστικούς όργανο της τρέλας του;
Όλοι τους ήταν σάπιοι…
―Ποιος κανονικός άνθρωπος μαθαίνει σπουδάζοντας πώς να σκοτώνει, να
γκρεμίζει, να καίει, να ρημάζει…;
―Δεν ήταν άνθρωποι εκείνοι … Άκου με…
―Τι ήταν;
―Τι ακριβώς ήταν δεν ξέρω. Πάντως, άνθρωποι δεν ήταν. Διαόλοι, πες.
―Κι από ’κει, μετά, πού το πας, που γεμίζουνε τις φυλακές και τα
ξερονήσια αλυσοδεμένους ανθρώπους, εξόριστους, τυραγνισμένους και
τους σακατεύουνε και χαλάνε οικογένειες;
―Αυτοί που κυβερνάνε ήταν χαφιέδες υπηρέτες των κατακτητών …
―Για κοιτάξτε : οι καλύτεροι εσκοτώθηκαν έτσι ή αλλιώς, στην πείνα και
στη μάχη της αντίστασης, κι οι χειρότεροι πώς βρέθηκαν από τη μια
στιγμή στην άλλη να ’χουν τα γαλόνια και τις σφραγίδες στα χέρια τους
και να κουμαντάρουνε τους άλλους;
―Αυτοί σκοτώνουν με την άδεια του νόμου που οι ίδιοι έκαμαν.
―Θαρρώ πως τώρα είναι χειρότερα. Ένας ακήρυχτος πόλεμος.
Κοίτα πόσοι πεθαίνουν απ’ την πρέζα, πόσοι σε βασανιστήρια…
―Πόσοι σε φτιαχτά δυστυχήματα. Κι οι αρρώστιες θερίζουν…
―Τ’ αφεντικά διατάζουν. Τα όργανα εκτελούν.
―Τα όργανα φταίνε. Δεν σκέφτονται. Να πουν : άνθρωποι είναι κι αυτοί
σαν κι εμάς, έχουν οικογένειες να θρέψουν. Τι πάμε να κάνουμε; Ποιον
υπερασπιζόμαστε έτσι;
―Δεν σκέφτονται. Είναι μόνο εκτελεστικά όργανα. Υπακούνε στις
διαταγές.
―Αυτό είναι πολύ κακό για όλους.
―Και ποια είναι τ’ αφεντικά;
―Ο αστυνόμος, ο στρατηγός, ο υπουργός, πρωθυπουργός, βασιλιάς, ο
βιομήχανος, ο εφοπλιστής, ο τραπεζίτης… όλοι αφεντικά είναι.
―Και τ’ αφεντικά όλων αυτώνε είναι οι έμποροι των όπλων.
Ξυπνήστε …
―Τα λεφτά πρόδωσαν και το Χριστό.
―Η απληστία σπέρνει την αδικία στον κόσμο, με χίλιους και τρόπους.Όλοι αυτοί οι τρόποι είναι πόλεμοι, κηρυγμένοι και ακήρυχτοι.
―Αλίμονο σ’ αυτούς που τους πιστεύουν και γίνονται όργανα διαταγής
―Τους λένε ψέματα πολλά, στολίζουνε το έγκλημα και το λένε
φιλανθρωπία : «Να πάτε να σώσετε τους καταπιεσμένους. Για την
ελευθερία. Για τη δημοκρατία. Για την τιμή της πατρίδας…» Τους τάζουν και λεφτά, ένα ρολόι, ένα τιμητικό παράσημο, ένα εφήμερο μνήμα, με τα συγχαρητήρια του μεγάλου αφεντικού.
―Τους στέλνουνε σαν ωμό κρέας στα σφαγεία του πολέμου.
―Αλίμονο, να λες, στου κόσμου τα παιδιά και στις μάνες που ορφανεύουν
για ένα τίποτα, μια απάτη των ισχυρών.
―Τόσος πόνος, τόσος χαμός για ένα τίποτα…
―Για να γεμίζουν οι Τράπεζες των «Μεγάλων»
―Και μετά, μας επνίξανε στο χρέος, για ν’ αρπάξουνε «νόμιμα» τους
θησαυρούς μας, το χρυσάφι, τα μέταλλα, τα πετρέλαια… τι θες και δεν
μας παίρνουνε απ’ τη γη μας, ως και τα καλύτερα νιάτα…
―Κι αυτοί θα πεθάνουνε. Μαζί τους θα τα πάρουν;
―Γυμνοί ερχόμαστε στη γη και γυμνοί φεύγουμε απ’ αυτή.
―Ααα…! Φύλαξε, Παναγία μου.
Σταυροκοπιούνται.
―Τουλάχιστον, να φυλάξουμε όσο μπορούμε τα παιδιά.
―Παναγία Θεοτόκε, προστάτευε όλα τα παιδιά, όλες τις μάνες του κόσμου
φύλαε, Παγκόσμια Μητέρα.
Σηκώνονται. Στέκουν όρθιες σε κύκλο, σαν μεγαλιθικές κολόνες ενός μυστικού ιερού, που αυτές μόνο γνωρίζουν. Σταυροκοπιούνται. Ανοίγουν τα χέρια σε δέηση. Τα μάτια τους κοιτάζουν ψηλά, πάνω από το ταβάνι, σε κάτι που μόνον αυτές μπορούν να βλέπουν και να κοινωνούν. Σταυροκοπιούνται.
Τα παιδικά μάτια εισχωρούν μέσα σ’ αυτό το βλέμμα κι εδώ είναι που επισφραγίζεται η κληροδοτική πράξη της ευθύνης της μνήμης που καταθέτει η παρελθούσα γενιά στη νεανική αθωότητα για δικαίωση, δικαίωση, δικαίωση στους αιώνες των αιώνων.
Εδώ ακινητούν τα όνειρα σε μία ισορροπία ετεροβαρή, όπου από τη μια το παρελθόν βουλιάζει στη σήψη των ανομημάτων του, απειλώντας με μόλυνση τον κόσμο, ενώ από την άλλη τα όνειρα φουσκώνουν τα μάγουλά τους, να εμφυσήσουν στο ερχόμενο μέλλον τις αρετές στις σκέψεις και στις πράξεις, γεννώντας ατέρμονα δικαιοσύνη,χαρά, ειρήνη.
Κρατώ μέσα μου τα όνειρα με τα φουσκωμένα μάγουλα. Και δεν μιλώ. Μόνο κοιτάζω, δίνοντας και παίρνοντας μες απ’ τα μάτια μου τη δύναμη, να βρω τη δύναμη να εμπνεύσω ανθρώπους και κόσμους ειρηνικούς εν σοφία και αγάπη. Μέσα στο στήθος μου χτυπολογιούνται οι φτέρουγες της ψυχής να προφτάσει να διώξει τον πόνο, να θεραπεύσει, να διδάξει, να ασκηθεί, να βρει τον ήχο που θα αρμονίσει τα σύνολα σ’ ένα εξαίσιο άσμα…
Σημείωση *: Στα “Παρακάθια” μαζεύονταν κυρίως γυναίκες, τ’ απογέματα, συζητώντας τις εμπειρίες της ημέρας και κοινές αναμνήσεις.