Το Σιωπηλό Πιάνο
Προσφυγικές πολυκατοικίες. Η ηλικιωμένη γυναίκα, που προβάλλει στο κατώφλι, δούλευε μια ολόκληρη ζωή καθαρίστρια σε σπίτια και στο Δήμο, στην υπηρεσία του «άλλου». Τώρα ησυχάζει στη σύνταξή της. Ανοίγει περισσότερο την πόρτα και με καλεί πιο μέσα, στο σαλόνι, ένα μικρό δωμάτιο γεμάτο έπιπλα στριμωγμένα, στολισμένα μ’ επιτήδευση.
Με μια εσωτερική συστολή, που όμως βαραίνει απ’ τον όγκο της επίδειξης, σήκωσε ένα χοντροκαμωμένο πλεκτό χειροτέχνημα και μου δείχνει, με μια λάμψη ξαφνική στα μάτια :
−Το πιάνο!.. Ένα βαρύ γυαλιστερό όργανο, βουβό κι ακίνητο – ποιος ξέρει πόσα χρόνια …
−Ποιος παίζει πιάνο; – ρωτώ. Μια αμήχανη σιωπή, όμως η απάντηση ήταν έτοιμη από καιρό και δοκιμασμένη.
−Από κορίτσι το ’χα όνειρο ένα πιάνο… Λάμπει το πρόσωπο μέσα στις ρυτίδες της. Το ήθελε και, όταν μπόρεσε, το πήρε. Αργά; Τι πάει να πει … Δυσκολεύτηκε, μα τα κατάφερε. Το έχει πλάι της, να ομορφαίνει τη ζωή της, το χαϊδεύει, το ξεσκονίζει, το στολίζει. Δεν πρόλαβε στα νιάτα της να μάθει την τέχνη του. Οι συνθήκες δεν την άφησαν. Την πολέμησαν, μα τις πολέμησε κι αυτή. Έβαλε στόχο μιας ζωής να τ’ αποκτήσει, με οικονομίες, με θυσίες κι ονειρέματα.
Όταν οι μεταφορείς το απίθωσαν στο πάτωμα της σάλας κι ευχήθηκαν τα «καλορίζικα», ένιωσε να την λούζει φως ο Ιορδάνης ποταμός της βάφτισης, μ’ όλα τα πλήθη των ανθρώπων ολόγυρα να εύχονται. Κι όταν το κατάστημα έστειλε τον κουρντιστή, να το κουρντίσει, ε, τότε πια, άνοιγε με τα χέρια της διάπλατα μια μπαλκονόπορτα, με θέα τα δάση με τ’ αναρίθμητα πουλιά, με τα ρυάκια και τα θροΐσματα και τις μουσικές φωνές όλων των πλασμάτων, και κατέβαινε μπροστά της μια στρογγυλή πλατεία, γεμάτη αγγέλους να σαλπίζουνε τη «Δόξα», κόσμος πολύς συναγμένος και στη μέση η ορχήστρα έτοιμη στα υψωμένα χέρια του μαέστρου που την περιμένει, καθώς αυτή μ’ ένα ολόλευκο νυφικό φόρεμα πλησιάζει, καθίζει κι αρχίζει να παίζει τη μουσική, που δυναμική, ασύλληπτη και τρυφερή μπαινόβγαινε στα όνειρά της και την κρατούσε ζωντανή.
Η πόρτα, που κλείνει πίσω μου, φεύγοντας, αφήνει ένα πηγμένο στο παρελθόν σκοτάδι μ’ ένα τεχνητό φως μνήμης, να χτυπάει δυο και τρία δάχτυλα πάνω στα πλήκτρα, διασκευάζοντας τη σιωπή.
Ευρύνεται ο κύκλος του ήχου. Την ακούω :
«Σε ποιο όνειρο
μπορώ τώρα ν’ αρχίσω; »