Δημιουργική Τοπιογραφία – Ταξιδιώτες του
Χρόνου – Πειραιεύς = Πέρασμα
Ακταία γαία γεννημένη μες στις κοσμοθεμελιακές οδύνες με κρυσταλλογενείς πτυχώσεις, πρωτολουσμένη την ηφαίστεια ενέργεια, όλο χαλαζιανούς ψαμμίτες, μαρμαρυγιανούς σχιστόλιθους, καστανόχροους μάργες, γάββρους, περιδοτίτες, οφείτες και πλουτώνεια κι ακόμη κυανόφαιους και μαύρους ασβεστολίθους, πλακώδεις μαργαϊκούς, άργυρο, σίδηρο, μόλυβδο, ψευδάργυρο, μαγγάνειο και θείο, απλωμένη ως τα νερά με ερυθρούς μάργες, καστανόχροους πηλούς και θίνες άμμου.
Μορφώνει με εξάρσεις, καταβυθίσεις και συνιζήσεις προσχώσεων νέες κοιλάδες και όρη, θαλάσσιους όρμους, καινούργια νησιά και χερσονήσους, στολίζοντας τους κόρφους της κοράλλια, φύκια κι όστρακα απολιθώματα.
Με τα παιχνίδια των νερών γυρίζει ευτυχισμένο ολοένα νέο πρόσωπο κατά τον ήλιο, ακμάζοντας γενιές ζωής, διυλίσεις πνεύματος.
Εδώ ανεμίζουν τα πανιά των Αργοναυτών υφασμένα την μαρμαρυγή των άστρων, χαράζοντας αέναους κύκλους ταξιδιών. Εδώ αράζουν τα πλεούμενα των Αιγαίων Πελασγών, εδώ οι Μινύες λαξεύουν στα βράχια κατοικίες, Καδμείοι και Θράκες φυτεύουν περιβόλια, οι Αθηναίοι αρματώνουν στόλο, κτίζουν ναούς, θέατρα, αγορές, τείχη, φανούς, οι ξένοι εμπορευόμενοι ανατολίτες άποικοι στήνουν ιερά και σωματεία.
Οι ετησίες άνεμοι φέρνουν τα πλοία στο λιμάνι γεμάτα κάθε λογής αγαθά :απ’ τον Ελλήσποντο σκόμβρους και πάντα ταρίχη, συς και τυρόν από τις Συρακούσες, από την Θεσσαλία χόνδρον και πλευρά βόεια, απ’ την Κυρήνην δέρματα, από την Αίγυπτο ιστία κρεμαστά και βίβλους, απ’ την Συρία λιβανωτόν, ελέφαντα από την Λιβύη, απ’ την καλήν την Κρήτη κυπάρισσον τοις θεοίσιν, από την Ρόδο ασταφίδας και ισχάδας ηδυονείρους*. (Σημ.*σύκα που φέρνουν ευχάριστα όνειρα)
Αρχαίο λιμάνι : η ευνή των ταξιδιών, η αγκάλη των ονείρων, αδειάσματα-φορτώματα ανταλλαγμένης πείρας τα πέρατα του κόσμου ν’ αρμενίζουνε, δεμένα με αόρατους σπάγκους απ’ εδώ σαν χαρταετοί.
Στους αντικατοπτρισμούς του νερού αναδεικνύονται : εμπορεία των συναλλαγών, κοσμοπολίτικες στοές, ηρώα, ναοί της επικοινωνίας και της αυτάρκειας, ευτυχισμένα συμπόσια, περίπατοι φιλοσόφων και μόχθος πολύς εργατών της θάλασσας και της στεριάς, να τρέφει το σώμα της ζωής, να μπουμπουκιάζει τα νέα πρόσωπα, τις νέες ιδέες. Η κλαγγή σιδερικών πολεμημάτων εφήμερων κατακτητών, ο σκύλος που κολύμπησε ως το αντίπερα νησί ακολουθώντας το πλοίο του προστάτη του και ξεψύχησε μόλις βγήκε κατάκοπος στη σαλαμίνια ακτή στον περσικό πόλεμο, το έμπα, το έβγα των καραβιών μες στους αιώνες αλλάζοντας σχήματα, απ’ τ’ ανοιγμένα πανιά τού «ορέγεσθαι του ειδέναι » στις τριήρεις των αγώνων, τα θηραϊκά της αναψυχής με τα κρεμαστά φαναράκια και τους περιηγητές στους εξώστες, τις αιγυπτιακές βάρεις, την εκπληκτική συρακοσία, τις ρωμαϊκές δικρότους, τις γαλέρες, τα μβρίκια, τις σαΐτες,τους βυζαντινούς δρόμονες, τις ενετικές γαλεάτσες, τις φρεγάτες, τις κορβέτες, τις καραβέλλες, τις ατμάκατες, τα θωρηκτά, τα φορτηγά, τις βενζινακάτους, τα αντιτορπιλικά, τα ανιχνευτικά, τα υπερωκεάνια, ως το πρώτο ατομικό πλοίο που χαιρετάει σφυρίζοντας το αντίπαλο δέος μας κουνώντας υψωμένα παιδικά χέρια.
Πλάι, το πληγωμένο κλαδί της κουκουναριάς ψηλώνει με σφηνωμένο στο κορμί του το ατσάλινο κομμάτι του τελευταίου ανατιναγμένου θωρηκτού απ’ τον παγκόσμιο πόλεμο.
Στο βυθό οι πολεμιστές …
Και τα φιλιά, τα δάκρυα στ’ αγκαλιάσματα παρόντα στον αέρα, ν’ αναδεύουν ονειρώσεις ζωής αιέν νυν και αεί.
Εδώ αδειάζουν καραβιές τους πρόσφυγες απ’ τη μεγάλη χαμένη Πατρίδα περ’ απ’ τις θάλασσες της Ανατολής : απ’ τις αρχαίες πολιτείες των στοχαστών και τις υπαίθρους με τα ποτάμια που κυλάνε χρυσάφι, γη της ευλογίας από το Αραράτ του ενάρετου Νώε ως του Ηράκλειτου τους εγκεφαλογραμμένους ουρανούς, ξεριζώνουν κι αδειάζουν το πνεύμα χιλιάδων χρόνων γενεών ευφορίας, εργασίας, γνώσης, δημιουργίας, πολιτισμού, οι κακοδιαχειριστές στην εξουσία του κόσμου αδειάζουν την ανθρώπινη πραμάτεια στους εργατότοπους της παραγωγής των κερδών τους, διαγράφοντας με τα κουφάρια των σκοτωμένων τα νέα τους σύνορα.
Αυτοί που ρήμαξαν τα χαμογελαστά αγάλματα ανοίγουν ορυχεία, τράπεζες, φυλακές, στρατόπεδα, εκπαιδευτήρια, εργοστάσια : τσιμεντοποιεία, χαλυβουργεία, χυτήρια, χημικών λιπασμάτων, χημικών τροφίμων, πυρίτιδας, όπλων, αυτοκινήτων, συσκευών, καπνού, καταναλωτικών, ναρκωτικών, ιδεολογιών, μεταλλάξεων, κέντρα παραγωγής πυρηνικής ενέργειας κι επιβολής επενέργειας, επεξεργασίας πληροφοριών, προπαγάνδας κι εξουσιασμού. Τις νύχτες φυγαδεύουνε τα μάρμαρα και τον αρχαίο ναό ακρωτηριάζουν στην Ακρόπολη.
Για ένα κομμάτι ψωμί δουλεύουν οι πρόσφυγες προλετάριοι κι όσοι δεν βρίσκουνε δουλειά τρώνε κομμάτια απ’ την ψυχή τους.
* * *
Ο Ποιητής
« Πολύ πριν το δισταγμό που προκαλεί η άνισος αναλογία των
πραγμάτων
μια συνοικία ολόκληρη τοποθετήθηκε σ’ ένα προαύλιο
σπιτιού μαζί με το κεφάλι της Θεοτόκου »
(Οδυσσέας Ελύτης «Εκ του πλησίον»)
.
Σε μια έκρηξη δημιουργίας να πιαστεί, να ριζώσει η ζωή γερά, ανοίγουν οι πρόσφυγες μαγαζιά κοντά στη γέφυρα των τρένων, πάνω στα ερείπια των αρχαίων εμπορείων, χτίζουνε σπίτια πρόχειρα της ανάγκης στις αλέες του Αφροδίσιου ναού, πλάι στα μισογκρεμισμένα τείχη, πάνω στα κοιμισμένα αγάλματα, σε βοσκοτόπους κι ως έξω απ’ τα εργοστάσια στην άκρα του δυτικού φάρου.
Όσοι ήρθαν με την ανταλλαγή κάτι πρόλαβαν να σώσουν απ’ την πατρίδα, έχουν μια μαγιά να χτίσουν, ν’ αγοράσουν, ν’ αρχίσουνε μία δουλειά δική τους. Οι κυνηγημένοι μισόγυμνοι πατήσαν τούτα τα χώματα, ν’ αρχίσουν νέα ζωή απ’ το τίποτα μες απ’ τη λάσπη.
Τα σπίτια ακουμπάνε αλληλέγγυα σφιχτά το ένα στ’ άλλο άναρχα, δίχως ρυμοτομή-σεις, σ’ ανηφόρες, κατηφόρες κουρνιάζουνε ασπρισμένα, εξομολογητικά και παρήγορα ∙ ο πόνος κι η χαρά τα διαπερνάνε σύσσωμα σαν απλωμένος αέρας. Τίποτε δεν μένει στον ένα : όλα γίνονται κοινή διάθεση, κοινή συνείδηση. Φυτεύουν μια κληματαριά για την παράδοση, μια μαντζουράνα για το στομάχι, ένα βασιλικό για τα εικονίσματα, μια γαριφαλιά για την αγάπη.
Στο δρόμο ίσια απ’ την γέφυρα, πάνω στη μεγίστη αρχαία εμπορική στοά, πυκνώ-νουν τα μαγαζάκια: στην αρχή μικροεργαλεία και σύνεργα της δουλειάς, καρφιά, πισόχαρτα, τρόφιμα, ταβερνεία, κουρεία,ραφτάδικα,υποδηματοποιεία, υφασματάδικα, χρυσοχοεία, υαλο-πωλεία : όλα τ’ αγαθά της επιβίωσης μπροστά σε βιτρίνες κι ως έξω απλωμένα σε κοινή θέα συναρπαστικά, δελεαστικά, όλο μπιμπλιά, χάντρες, κορδέλες, μεταξωτά, ζαχαρωτά, κρεμα-σμένα μέσα σ’ ένα μεθυστικό διεγερτικό άρωμα καφέ, ψημένου καλαμποκιού, ούζου και πα-στοκύδωνου.
Κι αντίκρυ, ολόγυρα απ’ τον ψηλό αμείλικτο τοίχο των φυλακών, ανθίζουν χρωματι- σμένα ξύλινα παραγκόσπιτα της ανοχής, όλο φτιασιδωμένες κοπέλες καθισμένες σε σκαλά- κια.
Εδώ στους ροδώνες και στα άλση της Αφροδίτης, με την δημόσια θητεία του έρωτα και τα ιερά περιστέρια, η σκόνη του καιρού όλα τα κάνει ωνήσιμα, εμπορεύσιμα, τα εξαργυρώνει εύκολα :εργοστάσια, φυλακές, πορνεία, ιδεολογία.
Οι ξένοι επιβεβλημένοι βασιλιάδες έβαλαν φόρο σε κάθε πέρασμά μας απ’ τη γέφυρα, που ορίζει την άκρη της παλιάς πόλης και την αρχή των προσφυγικών συνοικισμών και που «όποιος δεν τήνε πέρασε δεν πάει να λέγεται ρεμπέτης, δεν ξέρει από ζωή »*. Η ξενοκίνητη χούντα έδιωξε τα μαγαζιά, γκρέμισε τα σπίτια, διάλυσε τον ομογενή πληθυσμό, τον διασκόρπισε σ’ άλλο ένα ξερίζωμα, μεγάλωσε τις φυλακές. Δεν της πάνε τα κόκκινα γαρύφαλα. Στρίμωξε τους πληθυσμούς σε ορνιθώνες-πολυκατοικιών, έσκαψε πολεμικές αποθήκες πυρηνικών. Η νέα κυβέρνηση αποφασίζει :λεωφόρο ταχείας κυκλοφορίας, γκρέμισμα σε όλα και στο μάκρος ουρανοξύστες κι αερο-γέφυρα από μπετόν και μέταλλο, να περνούν τα μεγαθήρια transports των διεθνών μεταφορών, να κυκλοφορούν γρήγορα τα εμπορεύματα.
Κι από κάτω τρωγλοδύτες οι εναπομείναντες άνθρωποι μέσα από οθόνες, να ζεσταίνουν τα χέρια σε φωτιές μέσα σε ντενεκέδες στα σκοτάδια, μες στην αντεστραμμένη Ιστορία, με σηκωμένα μπατζάκια κι απόχη, να ψάχνουνε μικρές λευκές αχιβάδες στη μαγνητική λιμνοθάλασσα των Αλών.
* * *
Σημείωση:*Λέει ο Μάρκος Βαμβακάρης, κορυφαίος μουσικοσυνθέτης
του λαϊκού ρεμπέτικου τραγουδιού, που έζησε κάποια χρόνια εδώ.
{youtube}Hm2U9oVqtdY{/youtube}