Ο Μυστικός Κώδικας των Παιδιών
Ποιον μυστικό κώδικα ακολουθώντας μαζεύονται ένα – ένα σιωπηλά τα παιδιά στο δρόμο κι όλα μαζί βουίζουν, διηγούνται εντυπώσεις, ανταλλάσουν εμπειρίες, υποδύονται ρόλους, προπονούνται για την κατοπινή τους ένταξη στα καθιερωμένα της κοινωνίας, επί ποδός πάντα ως και μέσα στα όνειρά τους : ανεβαίνουν, κατεβαίνουν, σκαρφαλώνουν, πηδάνε, τσουλάνε, τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν ανιχνευτές δρωμένων.
−Ήρθε το τσίρκο στην κάτω γειτονιά, το ατομικό καράβι μπαίνει στο λιμάνι, έπεσε το καλώδιο κι έκαψε τον τεχνίτη στην κολόνα, ο Γιώργος έκλεψε την Λίνα που δεν του έδιναν, χάθηκε ο Πάνος στο ναυάγιο, μια καμήλα γυρίζει τα σοκάκια κι ολόγυρά της άνθρωποι μ’ ανοιχτές ομπρέλες διαφημίζουνε αλάτι, οι εργάτες του τσιμεντάδικου ξάπλωσαν στο πεζοδρόμιο σε απεργία πείνας, πέθανε ο βασιλιάς , γύρισε ο Κώστας απ’ την Γερμανία, έρχεται το γαϊτανάκι που χορεύει, βγήτε όλοι έξω, γυρίζουνε ταινία στον γκρεμό, ο Επιτάφιος στρίβει τη γωνία, πυροτεχνήματα στον ουρανό, ο Μάρκος έβγαλε καινούργιο τραγούδι, ήρθαν οι αρχαιολόγοι στο Αφροδίσιο…
Ερχόμαστε κοντά στην ένταση με αξιοπρεπές δέος, έκπληξη, θαυμασμό, περιέργεια, αγωνία και συνάμα μία αγέρωχη στάση του δικαιώματος στην ύπαρξη, μια καθαρή ματιά στο βάθος της πρωτότυπης ελευθερίας που ανοιγόμαστε να πραγματώσουμε.
Γυρνάμε ξυπόλυτα παιδιά στον ήλιο. Το χώμα στεγνωμένο αναδίνει μια άχνα σκόνης πίσω απ’ τ’ αλαφρά τρεχάματά μας : κατηφόρες, ανηφόρες, προκλητικά ανοίγματα ανυποψίαστων δυνάμεών μας για την αυτογνωσία, ανακαλύψεις όλο ρίγος στο κορμί του κόσμου.
Πού και πού στην κατηφόρα ένας αλαλαγμός χαράς φρενίτιδας, μιας ενεργής ελευθερίας της άκρατης συνείδησης ζωής τώρα τώρα τώρα-ααα στο κάθε τώρα.
−Α α α ! α α …
−Λένε ότι βρήκαν χρυσά νομίσματα εδώ απ’ τους αρχαίους
−Και σταμνιά ζωγραφισμένα
−Βρήκαν στάχτη μέσα σε αγγεία
−Και χρυσόσκονη …
Πηδάμε από βράχο σε βράχο, κάνουμε τσουλήθρες στο λοφάκι. «Καστράκι» το λένε. Είναι μεγάλες ορθογωνιασμένες πέτρες στην κορφή, απομεινάρια ενός παλαιϊκού κυκλικού κτίσματος όλο δύναμη κι επιβολή, που ζωντανεύουν κι ανασαίνουνε σε κάθε θρόισμα των φυτρωμένων ολόγυρα αγριοχόρταρων. Τ’ αγριολούλουδα λευκά, μαβιά και κίτρινα είναι εδώ μια κατευθείαν τομή, φανερώματα της ψυχής του τοπίου. Κάτι από μιλήματα κι ανεμίσματα ρούχων φευγαλέα αλλοτινών εποχών ζωντανεύει τον χώρο.
Μια ζωτική πληθωρική ενέργεια ανάβει τα μάγουλά μας. Τεντωνόμαστε πάνω στα ψηλά ακρότειχα. Μας τραβούν οι ορίζοντες και μεγαλώνουμε εδώ στην αυθεντική μας ανάπτυξη, να ορθωθούμε στης ψυχής το ανάστημα. Μας τρέφει η σιωπή και το φως, τ’ αεράκι αυτό που ο Θεός φύσηξε και ζωντάνεψε τη λάσπη…
Κάτω στα χαμηλώματα, σαν τα μυρμήγκια της υπομονής, σκάβουν οι αρχαιολόγοι. Λιγόλογοι. Τα μάτια τους πάντα κοιτάνε κάπου αλλού βαθιά χαμένα πίσω από σένα που απευθύνονται. Κάτι τους παιδεύει, σαν μια γέννα που από ώρα σε ώρα θα ξεσπάσει. Ζυγώνουμε προσεκτικά με ευλάβεια. Τα πρόσωπά τους σκυμμένα, τα χέρια τους δουλεύουν συστηματικά, σπρώχνοντας με ανοιχτές οριζόντιες παλάμες το χώμα, τη σκόνη, χαϊδεύοντας την επιφάνεια που φανερώνεται στο φως : ένα μνημείο.
−Α α α ! … Θαυμάζουμε όλοι. Μια ανατριχίλα μας διαπερνάει ηλεκτρομαγνητικά φορτία, να ισορροπήσουμε το θαύμα.
−Να τ’ ανοίξουμε. Προσέχετε πολύ.
Αυτό έγινε πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Λένε οι αρχαιολόγοι. Πλησιάζουμε κι εμείς από κοντά όλο μάτια, όλο ψυχή διψασμένη την αλήθεια.
−Το κουτί της Πανδώρας. Λέει ένας μας κι ανατριχιάζουμε μια συστολή : τι κρύβει μέσα ετούτο το λεπτοσκάλιστο θαύμα : σοφίες ή πληγές;
Αποτραβιόμαστε μια στιγμή και ξανακοιτάμε. Σηκώνουν οι μεγάλοι το βαρύ μαρμάρινο σκέπασμα, ανοίγει η αιωνιότητα και μέσα: ένα κορίτσι με τις χρυσές μπούκλες του κοιμάται. Εισχωρεί μέσα μας ζωντανή η μορφή καταργώντας το χρόνο και γινόμαστε όλοι ένας θεός παλλόμενος σ’ άπειρες μουσικές διαθλάσεις πληρότητας, ομορφιάς, γαλήνης, αγάπης. Όλα ένα – μια ζώσα ευτυχία, μια πλημμύρα ευδαιμονίας ύπαρξης και χρόνος ο ανύπαρκτος. Το θαύμα.
−Α α α ! ….… Μας φέρνουν πίσω οι φωνές.
−Κρίμα, χάθηκε
−Μόλις το άγγιξε ο αέρας, έγινε σκόνη και κατέρρευσε. Είπε ο πιο ψύχραιμος ειδικός, σκουπίζοντας στο μέτωπο τον ιδρώτα του. Κι εμείς, φυλλαράκια σπρωγμένα απ’ τον άνεμο, αναρριγούμε σιωπηλά βουβαμένα στη θεϊκή σφραγίδα που μια στιγμή άστραψε τ’ αποτύπωμά της βαθιά μας κι απομείναμε συγκλονισμένοι, δονούμενοι την άκρατη χαρά μιας απόλυτης γνώσης και τη σύγκαιρη βαθειά θλίψη για τη διάλυση της άριστης μορφής σε σκόνη. Στιγμή η αποκάλυψη : μορφή – διάλυση, ζωή – θάνατος, είναι – μη είναι.
Θετικές κι αρνητικές σύγκαιρα δονήσεις. Ποια θ’ απομείνει; Τι θα υπερισχύσει μέσα μας από ’δω και πέρα;
Τρέχουμε στις ανοιχτωσιές να λευτερώσουμε της ψυχής την ενέργεια, ζητώντας να πιάσουμε εκείνο το άυλο που γλιστράει ανάμεσα ζωής και διάλυσης, εκτείνοντας το παιχνίδι στα μεταβλητά όρια των ες αεί αναγεννωμένων κύκλων.
{youtube}h7nMwPDZHPs{/youtube}