Ο Χαρταετός και το Άγαλμα των Τριών Ρόδων
Είπα:
−Θέλω να πετάξω−Έλα να φτιάξουμε μια αετοσαΐτα από χαρτί, να της βάλουμε ουρά
από κρόσσια, να της δέσουμε τα ζύγια με σπάγκο και να την αμολύσεις
στον αέρα, για να δεις πώς πετάνε. Σύμφωνοι;
−Καλά … Ζωγραφίζει ο πατέρας και δυο μάτια στην άσπρη σαΐτα, μου δίνει ένα κουβάρι σπάγκο
−Άντε, και καλά ταξίδια – μου λέει – κι ανοίγομαι…
Τις καλές ημέρες παίρνω την σαΐτα κι έρχομαι στον ψηλό τόπο της συνοικίας. Ο Άλκης, το αγόρι από το σπίτι με τις αχιβάδες, έδεσε στα πλάγια της σαΐτας δυο κροσσωτά «αυτιά» και μαζί κοιτάμε ψηλά στον απέραντο ουρανό το αγέρωχο πέταγμα του ανάλαφρου παιχνιδιού, που κρατιέται επάνω στο μάκρος του διαστήματος, χορεύοντας με τις πνοές του αγέρα και στιγμές κρατιέται ακίνητο –θαρρείς- εκστατικό, εκεί που η ψυχή μας πεθύμησε ταξίδια ονειρεμένα.
Πλησιάζει μεσημέρι και φυσάει δυνατά. Η σαΐτα διαγράφει κύκλους, κάνει τούμπες, τρέχουμε τραβώντας το σπάγκο, όμως εκείνη χάνει ύψος, βουτώντας ολοένα σε απότομες περιστροφές του αέρα και πέφτει. Τρέχουμε να την πάρουμε κάπου πίσω απ’ τους θάμνους των χαμηλών βράχων, αλλά μας γρατζουνάνε τα κλαδιά, ενώ η σαΐτα πίσω τους σκαλωμένη σε μια κορφή μοιάζει να μας περιπαίζει. Αναγκαστικά, σπάζουμε τις κλάρες που εμποδίζουν την κίνησή μας και σκαρφαλώνουμε μέσα στα χοντρά κλαδιά, απλώνοντας τα χέρια να πιάσουμε το πολύτιμο ανεμοκίνητό μας.
−Α α α ! ..ένα άγαλμα !!!… Όρθια, σαν φυτρωμένη ανάμεσα στο πυκνό σύδεντρο, σε καμπύλη σκαλιστή κόγχη του βράχου, μια υπέροχη όμορφη γυναίκα μαρμάρινη, με κυματιστά μαλλιά και χιτώνα αρχαίο. Κρατεί στο χέρι εμπρός στο στήθος της τρία ρόδα, λες κι είναι τώρα ζωντανά : ένα σε χρώμα ερυθρό, ρόδινο τ’ άλλο, λευκό το τρίτο.
−Να φωνάξουμε τους μεγάλους …
−Όχι! Θα το πάρουνε όπως τ’ αρχαία πιθάρια που τα φόρτωσαν στο καράβι και πάνε … Όχι!
−Όμως, αν το δούνε οι άλλοι, θα μαθευτεί και θα το πάρουνε.
Θα το βάλουν στο Μουσείο.
−Ο δάσκαλος είπε ότι πολλά αγάλματά μας τα πήραν οι ξένοι.
−Πρέπει να το φυλάξουμε με κάθε τρόπο. Να φυτέψουμε κισσό να
πυκνώσουν τα φυλλώματα.
−Ας είναι αυτό το Μεγάλο Μυστικό μας. Ορκίζεσαι;
−Μαζί να ορκιστούμε : Σήκωσε τα χέρια σου στον Ήλιο :
«Ήλιε που όλα τα βλέπεις και τα γνωρίζεις,
φύλαξε το άγαλμα με τα τρία ρόδα
και βάλε μας φρουρούς για το καλό του.
Αμήν»
Κατηφορίζουμε με την ξεσκισμένη σαΐτα στα χέρια, μα στην καρδιά μας φτερουγίζει μια άκρατη χαρά φορτωμένη την ευθύνη τόσων αιώνων πνεύματος.
Κι ο ήλιος του μεσημεριού, ολόλαμπρος, μες σε παλμούς ξεχύνει χρυσό φως, ανοίγοντας χαμόγελα .
Μιά μουσική ανεβάζει χαρταετούς .
Ο Ποιητής
Καθώς σε πέλαγος ασάλευτο
πετώντας δυο χαλίκια
απλώνοντας του ενός ο κύκλος
μπαίνει μες στον άλλο
δίχως να σπάσει ο γύρος τους,
εμπήκες στην ψυχή μου
ωσάν ψυχή αδελφής στον αδελφό!
(Α.Σικελιανός)