Περί Αντικατοπτρισμού Αυτογνωσίας
Ο καθρέφτης είναι η προβολή της γνωριμίας.
Έρχομαι και κοιτάζω τη μορφή μου, όπως με βλέπουν οι άλλοι,
φτιάχνω τα μαλλιά, που πλαισιώνουν του προσώπου την έκφραση,
όπου κάποιες φευγαλέες ομοιότητες με τους γονείς και τους γονείς
των γονιών μου αναφαίνονται και παρέρχονται πάλι στα βάθη
των γονοτυπικών κυττάρων.
Τι βλέπουν οι άλλοι σ’ εμένα; Αυτή είναι η αιτία για την καθημερινή επαφή
με τον καθρέφτη. Ο έλεγχος της εικόνας μου προς την κοινωνική αναφορά.
Όμως, ο πρώτος λόγος είναι η αυτογνωριμία ∙ είναι αυτός που ξυπνά στο
βρέφος, όταν του πρωτοδείχνουν τον εαυτό του στον καθρέφτη,
ανάμεσα στις μορφές των άλλων, που τους αισθάνεται γύρω του.
Τότε, κατ’ αναλογίαν, διαπιστώνει την μορφή του, εκεί, όπου
και οι άλλες μορφές.
Χαμογελάει με βεβαιότητα μιας αρχέγονης γνώσης :
«Ναι. Είμαι εδώ. Με βλέπετε. Με βλέπω»
Χαρά και άνοιγμα στη ζωή που κινείται έξω απ’ τον καθρέφτη.
Την άνοιξη των δώδεκα χρόνων μου, μπροστά στον καθρέφτη που χτενίζομαι, κατεβάζω το χτένι και ακινητώ παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου. Τι βλέπουν οι άλλοι σ’ εμένα; Ποια είμαι; Ποια σχέση έχω εγώ με αυτή τη διαμόρφωση; Πώς έγιναν και ποια είναι η ευθύνη μου; Ο δρόμος αυτής της γνώσης περνά μεσ’ απ΄τα μάτια. Εδώ επικεντρώνομαι, στο όργανο που διοχετεύει τον έξω κόσμο μέσα μου. Κοιτάζω κατευθείαν ίσια το ζευγάρι των κύκλων που διενεργεί την όραση. Το χρώμα του μελιού στην ίριδα σχηματίζει ακτινώσεις κι αυτές συγκλίνουν στον μικρό μαύρο κύκλο της κόρης. Μια στιγμή, το βλέμμα εστιάζεται ταυτόχρονα μέσα στις δυο κόρες των ματιών κι αστραπιαία μια ισxυρή έλξη με τραβά μέσα τους από μια δίνη-σήραγγα διευρυνομένων κύκλων, ιλιγγιωδώς, μου ανοίγει σκοτεινό ουρανό της νύχτας με φωτεινά σημάδια, σαν σπασμένες μικρές ακτίνες φωτός στο απέραντο κενό του διαστήματος … «Μη χαθώ» η πρώτη σκέψη, «Μην τρελαθώ» η δεύτερη.
Δεν ξέρω αν, στο συγκλονισμό αυτής της συναρπαστικής έκπληξης έκλεισα μια στιγμή τα μάτια, ή αν κρατώντας τα ακόμη ανοιχτά βρέθηκα να κοιτάζω πάλι τη μορφή μου στον καθρέφτη. Ναι είμαι εδώ : μάτια, πρόσωπο, σώμα συγκεντρωμένα στα ατομικά μου όρια. Κι ο κόσμος ολόγυρα γνώριμος κι αγαπημένος.
Τι ήταν αυτό που είδα βαθιά μέσα μου; Πώς εκτινάχτηκε η ψυχή μου στο σκοτεινό Σύμπαν; Κι αν λίγο ακόμη κρατούσε αυτή η διείσδυση, ίσως να μην ξαναγυρνούσε στο εδώ σώμα. Γι αυτό αποφασίζω να μην ξανακοιτάξω βαθιά στο κέντρο των ματιών.
Βγαίνω στον δρόμο, στις αγκαλιές των φίλων, στους περιπάτους …
Όμως, τι σχέση έχει η κ ό ρ η του ματιού με την Κ ό ρ η της θεάς Δήμητρας (Μάνας Γης), την Περσεφόνη, που είναι βασίλισσα του σκοτεινού Άδη; Την Κόρη αυτή που ανεβοκατεβαίνει φως και σκοτάδι και μοιράζει τη ζωή της στον Πάνω και στον Κάτω Κόσμο;
********