Ο Ποιητής
Εξουσίαζε! Το γράφει
στο δεφτέρι του ο Νόμος.
Χαλαστής οργοτόμος
ζει και σβει τις πατρίδες.
Πάνε, σπαν’ οι αλυσίδες,
μα όπου σπάνε, άλλες να
Πάντα σκλάβοι, σκοινιά,
και παντού σταυρωτήδες!
( Κωστής Παλαμάς )
Ο Νόμος, όταν απ’ τη γνώμη του σοφού
δε δίνεται σαν κάτι τι θεόσταλτο,
στραγγαλιστής και πνίχτης είναι ο Νόμος!
Πνοή του Νόμου που τα πάντα κυβερνά,
μέσα μας είν’ εμάς ο Νόμος, αητομάτης!
Νόμος εμάς, νυχτόημερα και πάντα, ο δρόμος!
―Ποιος είσαι που μας σπρώχνεις προς το κάρφωμα,
που ανάξιους θα μας έκανε να πίνουμε,
καθώς τώρα τον πίνουμε, τον ήλιο;
Η κούπα μας κρατιέται πάντα ολόγιομη ∙
κι αν έχουμε πατρίδα, φτάνει αυτή ως εκεί
που φτάνει και του ήλιου το βασίλειο.
Μες στου Εφταπόταμου φυτρώσαμε
την πλάση, που όλη είν’ από τέρατα,
τέρατα και το φως και το σκοτάδι,
και στέκει ανάμεσό τους ο άνθρωπος,
με τη ζωή που τον πλακώνει σα βραχνάς,
με τη ζωή, το στοιχειωμένο το λαγκάδι.
Με τους λωτούς και με τους κύκνους μεγαλώσαμε,
με τα ζαρκάδια τρέξαμε στους κάμπους
του χιλιοποτιστή του Γάγγη
αγάπες πλέξαμε με τους θεώρατους
ελέφαντες, προγόνοι μας βρεθήκανε
τα φίδια και οι ουραγκοτάγκοι.
Εμάς, γενιά του μπρούντζου και του σίδερου,
σα δουλεμένοι από το χέρι του πρωτόγυφτου
πατέρα των ανθρώπων Τυμπαλκάη ∙
μα τηνε πότισε τη ρίζα μας
κάποιο κρυφό φαρμάκι κι αξεδιάλυτο,
κ’ η κατάρα μάς πήρε σαν τον Κάη.
Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί
τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού,
σαν τα σκουλήκια που πατεί μας ∙
μα για ν’ αντισταθεί με το σπαθί,
βρέθηκε σαν πολύ στοχαστική,
και σαν πολύ ονειρόπλεχτη η ψυχή μας.
Μας ταπεινώσαν όλες οι ταπεινώσεις ∙
με την απόφαση την ήσυχη του ανέλπιδου
ρουφήσαμε όλους τους καημούς κι όλους τους τρόμους,
στη χώρα που όλες οι ζωές σα φυτρωμένες,
φτερό την κάμαμε τη ρίζα μας και φύγαμε
μακριά, στα ολάνοιχτα, προς τους μεγάλους δρόμους!
( . . . )
Το γένος το μοιρόγραφτο είμαστε
που θα σκοτώσει τις πατρίδες!
Του κόσμου η Μάγια, η ακριβή του Βράμα,
θα υφάνει με τα χέρια της –χαρά
κι ανθρώπων και θεών ! – το έργο της,
το πιο ξαφνιστικό της θάμα :
Όλος ο κόσμος, ένας κόσμος, γύφτος,
σε δόξας θρόνο απάνω, πλάστης,
με το σφυρί του και με το βιολί,
της αψεγάδιαστης Ιδέας – η πλάση
σε περιβόλι του Μαγιού ένα πανηγύρι,
και μια πατρίδα η Γη!
Κι ο κόσμος θα διαλέξει κάποιον Άτλαντα
ή κάποιον Άθω, να σκαλίσει απάνω του
μεγαλοφάνταστος τεχνίτης το άγαλμά μας!
Και θα ανατείλει στ’ ουρανού τα τρίσβαθα
πρωτόφαντο άστρο ξενοχάραγο,
κι ο κόσμος θα το πει με τ’ όνομά μας!
( Κωστής Παλαμάς)